Us

Σκηνοθεσία: Τζόρνταν Πιλ

Παίζουν: Λουπίτα Νυόνγκ’ο, Γουίνστον Ντιουκ, Ελίζαμπεθ Μος, Τίμ Χάιντεκερ

Διάρκεια: 116′

Η σκιά που βαρέθηκε να είναι υπόδουλη στο σώμα και διεκδικεί την ελευθερία κινήσεων. Το είδωλο που δεν υπακούει πια στη δύναμη της αντανάκλασης και παλεύει να ξεγλιστρήσει από τα ασφυκτικά όρια του καθρέφτη. Οι πιο πανίσχυροι εχθροί εξ ορισμού και αναντίρρητα. Οι σιαμαίοι μας, καταδικασμένοι να ζουν στο αθέατο περιθώριο, οι οποίοι άπαξ και αποφασίσουν να αυτονομηθούν, αποκτούν αυτομάτως το πάνω χέρι.

Διότι δεν είναι απλώς σαρξ εκ σαρκός, αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ, είναι μια διπλοτυπία της ψυχής και του νου. Ο πιο ευφάνταστος, ευρηματικός και ανίκητος αντίπαλος δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτόν που φωλιάζει μέσα σου, που σε γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά, ενώ την ίδια στιγμή εσύ επιλέγεις να αγνοείς συστηματικά την ύπαρξή του. Η επόμενη σου κίνηση δεν μπορεί να γίνει ποτέ στα κρυφά ή στα σιωπηλά.

Ο Τζόρνταν Πιλ, μετά το εντυπωσιακό ντεμπούτο του με το πνευματώδες, αλλά και διασκεδαστικότατο, Get Out (μια “πειραγμένη” εκδοχή του θρυλικού Guess Who’s Coming to Dinner), πηγαίνει τη βαλίτσα πολύ μακρύτερα. Πέρα, δηλαδή, από το διαφυλετικό ζήτημα, βαδίζοντας σε μονοπάτια που μοιάζουν γραμμικά και ευθεία, αλλά είναι γεμάτα δαιδαλώδεις απολήξεις που παίρνουν τον χρόνο τους για να σου φανερωθούν. Το Us σε υποβάλλει εξαρχής σε μια κατοπτροφοβία, σε μία υπόνοια ότι ενόσω κοιτάς αυτάρεσκα τον καθρέφτη με ένα ελαφρό μειδίαμα αυταρέσκειας, ένα νοσηρό χαμόγελο θα σου απαντήσει στο γυαλί.

Ο Πιλ, χωρίς να αρπάζει τον θεατή από τον γιακά, μεταδίδει αβίαστα μια αίσθηση επικείμενου ξεσπάσματος τρόμου, αφήνει να εννοηθεί μια υπόνοια ανοίκειου που καιροφυλακτεί κάπου εκεί κοντά. Με τίτλο της ταινίας να περνά, σε ένα απότομο γύρισμα του διακόπτη, από το Εμείς στο United States (of America), με τα racial issues να δίνουν και πάλι το «παρών» (όπως και στο Τρέξε), αλλά με τρόπο πιο υποδόριο, σαρκαστικό και υπαινικτικό. Επί της ουσίας, όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε τα μαθαίνουμε στην παρατεταμένη σεκάνς της επίσκεψης στο εξοχικό και της φιλικής (ή όχι και τόσο…) συνάντησης στην παραλία, σε μια επιστροφή στη μήτρα του κινητήριου τραύματος.

Μια τετραμελής οικογένεια Αφροαμερικάνων που προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι έχει κατορθώσει να εισέλθει σε ένα κόσμο από τον οποίο βρίσκεται εξ ορισμού και a priori αποκλεισμένη. Διότι πάντα θα υπολείπεται σε κάτι, είτε πρόκειται για το υποτιθέμενο ραφινάτο γούστο είτε για την άγραφη τεχνογνωσία της τρυφηλής/χυδαίας καλοπέρασης. Πάντα θα βρίσκεται ένα σκαλί παρακάτω, πάντα θα εισπράττει μια προσποιητή αίσθηση καλοδεχούμενου (ενδεικτική η ενστικτώδης αντίδραση των δύο κοριτσιών της λευκής οικογένειας σε αντιδιαστολή με την ψεύτικη κουβέντα της μητέρας τους), πάντα θα πρέπει να αποκτήσει κάτι ακόμη, κάτι εξτρά, που δεν είναι όμως ποτέ αρκετό.

Πάντα, με λίγα λόγια, αυτή η οικογένεια θα είναι δεύτερη μεταξύ τάχα μου ίσων. Παρόλα αυτά, φάνηκε αρκετά αφελής ή και φαντασμένη για να πιστέψει πως έχει λάβει το χρίσμα της κλασικής nuclear family, ενώ θα είναι πάντα εξοστρακισμένη σαν μακρινό ηλεκτρόνιο. Διαθέτει μια ψεύτικη ταυτότητα (αυτή η έννοια κι αν θα ταλαντωθεί σε εντυπωσιακές οκτάβες προϊόντος του φιλμικού χρόνου) όπως ακριβώς οι δακρύβρεχτες εξαγγελίες μιας φτιαχτής φιλανθρωπίας κι ενός πλαστού ενδιαφέροντος.

Αυτή η οικογένεια, για μία και μόνο στιγμή προτού απελευθερωθεί το χάος, βρίσκει ρυθμό -κυριολεκτικά και μεταφορικά- ως σύνολο: υπό τους ήχους του hip hop τραγουδιού I got five on it, ενός δηλαδή αυθεντικού και όχι τεχνητού σημείου αναφοράς. Παρεμπιπτόντως, το συγκεκριμένο κομμάτι (το άκουσμα του οποίου φέρνει ρίγη συγκίνησης, θέλω να πιστεύω, σε όλους τους συνομήλικους 35άρηδες) λίγο αργότερα θα ντύσει μια ντελιαρική σκηνή μάχης -ανθολογικού θα τολμούσαμε να πούμε επιπέδου- ενώ η εκτεταμμένη του χρήση δείχνει να ταιριάζει γάντι με τη σχεδόν κανιβαλιστική ειρωνεία της ταινίας απέναντι στη φιλανθρωπική πρωτοβουλία Hands Across America (υπαρκτο γεγονός που έλαβε χώρα τον Μάιο του 1986).

Το αθέατο υπογάστριο μιας χώρας που έχει εντάξει στο καταστατικό της την αχαλίνωτη διαφήμιση της ευδαιμονίας της δεν έχει ανάγκη από καλοζωισμένα χέρια που ενώνονται για έναν «καλό σκοπό». Αυτή η χωματερή ανθρώπων, αθέατων στο αγύμναστο κοινό μάτι που έχει μάθει να αποφεύγει τις γωνίες όπου συσσωρεύεται η μούχλα της φτώχειας, αυτό που λαχταρά είναι να βγει από τα σκοτάδια. Να γίνει αντιληπτή από τον υπέργειο κόσμο, να του επιτεθεί αρχικά, αλλά πάνω απ’ όλα να τον αναγκάσει να δει όσα επιλέγει να μην βλέπει.

Το Us διασκεδάζει, χωρίς να σαχλμαρίζει, με την gore αισθητική του, τολμά να φανεί αναπολογητικά αστείο όποτε του δοθεί ο χώρος και η ευκαιρία και δεν διστάζει να πλατειάσει (λίγο κουραστικά σε κάποιες στιγμές) τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό του τέμπο, έχοντας τελικό στόχο ένα επιμύθιο που σε ταράζει. Διότι ο επίλογός του δεν είναι κάποιο γκραν φινάλε, αλλά ένα ανεπαίσθητο τρομοκρατημένο κοίταγμα, που επαναδιατυπώνει την έννοια της ανατροπής, κινούμενο σε δρόμους πολύ πιο σύνθετους από τους τετριμμένους.

Όχι, η «ανατροπή» (τα εισαγωγικά έχουν μπει σκοπίμως) δεν είναι αναγκαία ως προς τη δομή της πλοκής. Δεν αναποδογυρίζει τα όσα είχαμε δει μέχρι εκείνο το σημείο, δεν είναι αναγκαίο κλειδί στο ξεκλείδωμα κάποιου βαρβάτου γρίφου που μας έχει πιλατέψει. Δεν εξυπηρετεί καμία λειτουργία έκπληξης του θεατή και ξεφεύγει από πιασάρικο δίπολο “το είχα μυριστεί vs. έπεσα από τα σύννεφα”.

Δεν αλλάζει τη ρότα ή την κατεύθυνση της ιστορίας, αλλά τσακίζει τον ίδιο τον άξονα στον οποίο έχει τοποθετηθεί αυτή (αλλά και η κάθε) καθεστηκυία, συστημική και comme il faut ιστορία. Η αληθινά μεγαλειώδης πολιτική χροιά του Us εγκολπώνεται σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα, που αμφισβητούν παράλληλα και κάθε γνωστή μας βεβαιότητα ως υποκείμενα και αντικείμενα της κινηματογραφικής θέασης.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑