Μεταφρασμένος τίτλος: «Σιωπηλό σπίτι»
Σκηνοθεσία: Κρις Κέντις, Λόρα Λάου
Παίζουν: Ελίζαμπεθ Όλσεν, Άνταμ Τρέσε, Έρικ Σέφερ Στίβενς, Τζούλια Τέιλορ Ρος
Διάρκεια: 86΄
Η Σάρα επιστρέφει μαζί με τον πατέρα και τον θείο της μετά από πολλά χρόνια στο σπίτι όπου μεγάλωσε. Ένα αχανές ξύλινο σπίτι, ετοιμόρροπο, κοντά στη λίμνη, δίχως ηλεκτροδότηση και με σάπια κουφώματα. Ο στόχος τους είναι να το σουλουπώσουν λίγο, ώστε να πουληθεί και να φύγει από τα χέρια τους. Η οικογενειακή συντροφικότητα θα ταρακουνηθεί πρώτα από την όλη αισθητική επικείμενης καταστροφής, με τα κοντινά αγχωτικά μονοπλάνα και την κάμερα να ακολουθεί ασφυκτικά τη Σάρα σε κάθε της βήμα. Η κατάσταση θα επιδεινωθεί από την επίσκεψη μιας κοπέλας, που δηλώνει παιδική φίλη της Σάρα, δίχως η τελευταία να δείχνει πως μπορεί να τη θυμηθεί. Και τέλος θα κορυφωθεί, όταν οι πρώτοι μυστήριοι ήχοι, τα πρώτα τριξίματα και τα πρώτα κλεισίματα πορτών θα κάνουν την εμφάνισή τους. Ναι, ήταν βέβαιο ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, τόσο βέβαιο όσο και το λαχάνιασμα της Σάρα, το τρεμάμενο χείλι της και τα βουρκωμένα μάτια της κολλημένα πάνω στο φακό της κάμερας, πάνω στο πανί μπροστά σας, πάνω στην οθόνη, πάνω στους αμφιβληστροειδείς σας.
Τα παλιά σπίτια ανέκαθεν προκαλούσαν την ανατριχίλα μας. Ένα νεόκτιστο σπίτι με γυαλισμένα πλακάκια και λουστραρισμένο μπιντέ δεν θα μας έβαζε ποτέ σε διαδικασία να κυνηγήσουμε τα φαντάσματά μας. Ένα παλιό σπίτι, όμως… Ω, ναι, ένα παλιό σπίτι μας κάνει σαν τον πάκμαν. Αν είμαστε στο μομέντουμ μας, μπορούμε να φάμε όλα τα φαντάσματα με μιας. Τον υπόλοιπο καιρό απλώς τρέχουμε για να κρυφτούμε. Κάθε γωνιά ενός παλιού σπιτιού είναι τίγκα στα φαντάσματα. Δεν μιλώ μόνο για τα φαντάσματα των άυλων υπάρξεων, των νεκρών προγόνων, των αντανακλάσεων παλιότερων εγκλημάτων. Ναι, μιλώ γι’ αυτά, αλλά πρέπει να θυμάστε πως ένα παλιό σπίτι είναι τίγκα στο χρόνο. Στον παρελθοντικό χρόνο.
Κουβαλάει τις αναμνήσεις, την πεθαμένη ανέμελη παιδικότητα, την εφηβεία, το πέρασμα στην ενηλικίωση, όλα τα λάθη, όλες τις ενοχές, όλα τα ανεκπλήρωτα όνειρα, όλες τις καταπιεσμένες επιθυμίες, τη σήψη της καθημερινότητας, τη φθορά κι επομένως την έννοια του θανάτου. Του θανάτου που θα έρθει και του θανάτου που ήρθε. Το σπίτι είναι πεπερασμένο στο χρόνο, σαν μια φωτογραφία που θα μένει αθάνατη όσο το υλικό της αντέχει στη φθορά του χρόνου. Αλλά όπως και η φωτογραφία υπενθυμίζει το θάνατο μιας στιγμής, έτσι και το σπίτι κουβαλάει το θάνατο μιας υπέρογκης συλλογής στιγμών.
Αυτό δεν σημαίνει πως όσες ταινίες καταπιάνονται με παλιόσπιτα και την κυριολεκτική ή μεταφορική έννοια των φαντασμάτων κάνουν παπάδες. Παραπάνω μίλησα απλώς για τη σημειολογία. Το «Σιωπηλό σπίτι» παίζει με όλη αυτήν τη μυθολογία και προσπαθεί να ξεχωρίσει μέσω της έντασης που μπορεί να προσδώσει το χαμένο βλέμμα της Ελίζαμπεθ Όλσεν. Ο φακός κολλάει πάνω της σαν βεντούζα, η αδρεναλίνη ανεβαίνει μέσα από τις πολλές σιωπές, αλλά και το χτίσιμο της προσμονής της τελικής αποκάλυψης, την οποία θα μαντέψετε σχετικά εύκολα, αν είστε εξοικειωμένοι με το είδος.
Ταινία τρόμου δωματίου, λοιπόν, με αξιοπρεπείς προθέσεις, η οποία θεματικά μεγαλοπιάνεται δίχως να μπορεί πάντα να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, και δυο κάκιστους άντρες συμπρωταγωνιστές με γελοία χημεία και γελοίους διαλόγους, οι οποίοι ευτυχώς επισκιάζονται από τα γουρλωμένα μάτια της Ελίζαμπεθ. Ναι, υπήρχε χώρος για βελτίωση, αλλά πλέον και πού δεν υπάρχει;
sotirisdog@gmail.com