Μεταφρασμένος τίτλος: «Ο προστάτης»
Σκηνοθεσία: Μποάζ Γιακίν
Παίζουν: Τζέισον Στέιθαμ, Κάθριν Τσαν, Ρόμπερτ Τζον Μπουρκ, Κρις Σάραντον
Διάρκεια: 94΄
Κάτι τέτοιες ταινίες είναι χαρά για μένα διότι μου δίνεται το ελεύθερο να γράψω πράγματα όπως: «σκληρός μπάσταρδος», «καθίκι», «τα θέλει ο κώλος του» και άλλα τέτοια όμορφα. Ο Λουκ (Τζέισον Στέιθαμ) λοιπόν είναι ένας σκληρός μπάσταρδος που μόλις έχασε τη γυναίκα του από τη ρώσικη μαφία. Αντί να σκοτώσουν και τον Λουκ, όμως, τον καταδίκασαν σε μια πρωτότυπη τιμωρία: θα σκοτώνουν όποιον αυτός γνωρίζει, ώστε τελικά να τον αναγκάσουν να ζει σαν αλήτης, τριγυρνώντας τις νύχτες σε καταφύγια και σκεφτόμενος πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να αυτοκτονήσει κανείς. Μέχρι που στα χέρια του πέφτει μια ανήλικη κινεζούλα, η Μέι, η οποία είναι μαθηματική διάνοια και η οποία έχει απομνημονεύσει έναν κωδικό ο οποίος είναι πάρα πολύ σημαντικός διότι δίνει πρόσβαση σε αμύθητα πλούτη. Ξέρετε ποιοι κυνηγάνε την Μέι; Η ρωσική μαφία, η κινεζική μαφία και η αστυνομία. Αυτή η κοπελίτσα δίνει ξαφνικά νόημα στη ζωή του σκληρού μπάσταρδου και από υποψήφιος αυτόχειρας μεταμορφώνεται σε μηχανή θανάτου και τα βάζει με όλους. Και όταν λέω όλους, εννοώ όλους. Περισσότερο «όλους» δεν γίνεται.
Το ότι έχουμε ξεφύγει τελείως δεν είναι νέο. Στο πλαίσιο του ασύλληπτου βομβαρδισμού εικόνων, το πρώτο πεντάλεπτο της ταινίας είναι αδιανόητο. Μέσα από ένα ελλειπτικό και ιλιγγιώδες μοντάζ παρουσιάζεται όλο το εισαγωγικό στόρι (από το πώς βρέθηκε η Μέι από την Κίνα στη Νέα Υόρκη να δουλεύει για τον υπόκοσμο μέχρι το πώς ο Λουκ βρέθηκε να κυλιέται στα πατώματα) έως τη στιγμή που ο Λουκ πέφτει στο δρόμο της Μέι ή το αντίθετο. Δεν θυμάμαι να έχω δει ξανά τόση συμπυκνωμένη πληροφορία σε τόσο λίγο χρόνο. Ο λόγος πολύ απλός: όσο γρηγορότερα τελειώσουμε με τα τυπικά, τόσο πιο γρήγορα θα περάσουμε στην ουσία που είναι το ατελείωτο ξύλο, οι απανωτοί πυροβολισμοί και η ονειρική μεταμόρφωση του γοητευτικού ασχημόπαπου Τζέισον Στέιθαμ σε ΑΝΤΡΑ με τα όλα του, τσαμπουκαλεμένο, αχόρταγο, πονηρό και με ατάκες πιο φονικές και από το δεξί κροσέ του.
Προφανώς τα κλισέ πέφτουν απανωτά σαν χαλάζι, η πλοκή είναι τόσο υπαρκτή όσο τα φαντάσματα και ο Άγιος Βασίλης, ενώ η Νέα Υόρκη (ξανα)παρουσιάζεται ως μια πολύ βρώμικη πόλη στην οποία οι μισοί μπάτσοι είναι διεφθαρμένοι και οι άλλοι μισοί τόσο άχρηστοι που δεν μπορούν να πετύχουν ιπποπόταμο στα τρία μέτρα. Αλλά κακά τα ψέματα, για να μην είμαστε μίζεροι, αν σας αρέσουν οι ταινίες στις οποίες το ξύλο πέφτει με τη σέσουλα κι έχετε υπόψη τι αληθινά εστί Τζέισον Στέιθαμ, τότε σας το εγγυώμαι πως ο Τζέισον δεν θα σας απογοητεύσει ούτε αυτή τη φορά. Σας αγαπάει, θα σας φροντίσει και θα σας κεράσει κι ένα χαμόγελο. Κάνει καλά τη δουλειά του, είναι σωστός μάστορας και διασκεδάζει το διψασμένο για σπασμένα χέρια και μούτρα κοινό. Εξάλλου όσοι πεθαίνουν, είναι καθίκια και αξίζουν να πεθάνουν, οπότε μη χαλιέστε.
Όταν σ’ ένα βαγόνι μετρό ο Τζέισον Στέιθαμ σαπίζει στο ξύλο και σκοτώνει με τις γροθιές του μια χούφτα σκληροτράχηλους ρώσους μπροστά στους έντρομους επιβάτες που κοιτάζουν χεσμένοι πάνω τους με τα μάτια γουρλωμένα, η ατάκα του αποστομώνει: «μην χάνετε τον ύπνο σας. Τα ήθελε ο κώλος τους». Ω, ναι, τα ήθελε…
sotirisdog@gmail.com