Σκηνοθεσία: Τζέιμς Γουάν
Παίζουν: Βιν Ντίζελ, Πωλ Γουόκερ, Τζέισον Στέιθαμ, Ντουέιν Τζόνσον, Μισέλ Ροντρίγκεζ
Διάρκεια: 137′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Μαχητές των δρόμων 7”
Το Furious 7, εκτός από εξαιρετική στο είδος της περιπέτεια δράσης, είναι και μια απ’ αυτές τις ταινίες που, ανάλογα με το πώς θα τις προσεγγίσεις, μπορούν να σε εκθέσουν κάπως. Εξηγούμαι: ένας ώριμος και καλά πληροφορημένος σινεφίλ, έχει δυο επιλογές, ή να απορρίψει το έργο γιατί δεν είναι του γούστου του, να πει δηλαδή ότι δεν τον αφορούν τέτοιου τύπου «ελαφριές αμερικανιές», πράγμα που θα πρέπει να είναι σεβαστό απ’ όλους (ανεξάρτητα απ’ το αν συμφωνούμε με μια τέτοια ελιτίστικη στάση) ή να αποφασίσει να το δει, γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά τι πρόκειται να παρακολουθήσει, άρα συμμετέχοντας πολύ συνειδητά σε μια κινηματογραφική φιέστα απενοχοποιημένου fun, για την οποία κανείς δεν θα έπρεπε να νιώθει υποχρεωμένος να δώσει εξηγήσεις. Το να διασκεδάζεις πηγαίνοντας σινεμά, ή το να επιλέγεις να χαλαρώνεις με κάτι που είναι κατασκευασμένο ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, θα έπρεπε να θεωρείται αναφαίρετο δικαίωμα κάθε υγιώς σκεπτόμενου θεατή, χωρίς να υπεισέρχεται ζήτημα ανώτερης ή κατώτερης κινηματογραφικής παιδείας. Διαφορετικά υπάρχει θέμα ιδεολογικής ανασφάλειας, άρα κόμπλεξ. Τα πάντα μπορούν και πρέπει να ανάγονται στο προσωπικό γούστο. Είναι εντελώς άλλο πράγμα να αποφεύγεις κάτι γιατί ξέρεις ότι δεν σου ταιριάζει, άρα ότι δεν θα σου προσφέρει αυτό που αποζητάς απ’ την κινηματογραφική προβολή, κι άλλο να το βγάζεις, νέτα σκέτα, «σκάρτο» μόνο και μόνο γιατί δεν πληρεί τις προϋποθέσεις για να οριστεί ως προϊόν «υψηλής» αισθητικής. Λες και δεν υπάρχει, κακή, κάκιστη τέχνη με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της λεγόμενης βαριάς κουλτούρας. Ο συμπλεγματικός θεατής, αυτός που νιώθει αναγκασμένος να αποδείξει κάτι σχετικό με την ποιότητα της προσωπικότητάς του ή να εμφανιστεί ως καλλιεργημένος με το στανιό, σπάνια έχει μια πραγματικά βαθιά και ουσιαστική σχέση με την τέχνη κάθε μορφής. Γιατί το να απολαμβάνεις ένα προϊόν της κουλτούρας (λαϊκής, μαζικής ή υψηλής, μικρή σημασία έχει), σημαίνει να το κάνεις για σένα κι όχι για τους άλλους, όντας αυτόνομος και σίγουρος ότι ικανοποιείς μια δική σου ανάγκη, αντί επιβεβλημένων, τυποποιημένων κανόνων συμπεριφοράς. Με λίγα λόγια, όποιος νιώθει άνετα μέσα στο σύμπαν του Ταρκόφσκι ή του Μπέργκμαν, έχει περισσότερες πιθανότητες να περάσει καλά με κάτι ελαφρύ και διασκεδαστικό, γιατί δεν θα αναζητήσει εκεί την ποιητική ουσία ή τον υπαρξιακό προβληματισμό που έχει βρει στους μεγάλους καλλιτέχνες του σινεμά. Θα ψάξει, αντίθετα, για την απελευθερωτική παιδικότητα και την αποσυμπίεση που μπορεί να προσφέρει μια συναρπαστική περιπέτεια. Έχοντας διαχωρίσει καλά, όχι μόνο τα κινηματογραφικά είδη αλλά και τους τομείς πνευματικής δραστηριότητας (γιατί χωρίς διαλογή και ισοπεδωτικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι κι ο Μπέργκμαν φαίνεται επιφανειακός στον στοχασμό του αν τον αντιπαραθέσεις σ΄ένα κείμενο του Καντ ή του Μπλανσό), ο ακομπλεξάριστος καταναλωτής μιας ποικιλίας κινηματογραφικών «τροφών», ξέρει τι «θρεπτικά στοιχεία» θα βρει στη μια, και τι πικάντικες γεύσεις στην άλλη, οργανώνει συνεπώς την διατροφή του και είναι σε θέση να απολαμβάνει τα πάντα με μέτρο και χωρίς ενοχές. Δεν είναι ούτε ασκητής ούτε βουλιμικό «γουρούνι». Κι αυτό τον γλιτώνει από την ψυχαναγκαστική υποχρέωση να επιλέγει με γνώμονα αρχές που έχουν θέσει άλλοι (αυταρχικά κι αυθαίρετα άλλωστε). Ακόμα και στον τρόπο που βλέπεις ταινίες μπορείς να αποδείξεις αν είσαι ελεύθερος άνθρωπος ή φερέφωνο.
Όλη αυτή η μακροσκελής εισαγωγή για να πούμε απλά ότι με το Furious 7 ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ να μην περάσεις καλά. Με την προϋπόθεση, πάντα, ότι έχεις ξεμπερδέψει με κολλήματα, δόγματα και ιδεοληψίες. Είναι μια περιπέτεια τόσο καλοφτιαγμένη, γρήγορη και εντυπωσιακή στην πλούσια, χειμαρρώδη, δράση της που λίγο να επιβιώνει μέσα σου ο πιτσιρικάς που ήσουν κάποτε, θα σκάσεις ένα χαμόγελο (τουλάχιστον!), χαζεύοντας όλα αυτά τα απίθανα κασκαντεριλίκια που λαμβάνουν χώρα επί της οθόνης. Κανένας ρεαλισμός, καμιά αληθοφάνεια, κανένας νόμος της φυσικής δεν γίνεται αντικείμενο σεβασμού κι όμως όλα λειτουργούν στην εντέλεια. Γιατί αν ήθελες αληθοφάνεια και ωμή πραγματικότητα, υπάρχουν τα ντοκιμαντέρ κι ο κινηματογράφος του Μάικ Λι. Εδώ θα βρεις, αποκλειστικά και μόνο, την φαντασιακή έκρηξη μιας σειράς ακραίων απιθανοτήτων που δεν έχουν σκοπό να σε πείσουν αλλά να σε αφήσουν με το στόμα ανοιχτό και το πετυχαίνουν απόλυτα. Στη σκηνοθετική καρέκλα βρίσκεται ο, μέχρι πρότινος άριστος επαγγελματίας του horror Τζέιμς Γουάν (Saw, Insidious, The Conjuring) κι απ’ ό,τι φαίνεται κι αυτή τη δουλειά μπορεί να την κάνει κάτι παραπάνω από καλά. Μια χορταστική ταινία δράσης, οφείλει να διαθέτει ξέφρενο πιστολίδι, ανατινάξεις με τη σέσουλα, ζαλιστικά χορογραφημένο ξύλο και αδιανόητα ακροβατικά για να εκνευρίζονται οι απανταχού haters του James Bond, αλλά δεν αρκεί να συσσωρεύονται όλα αυτά, το ένα πάνω στο άλλο χωρίς καμιά αίσθηση του μέτρου κι ανοργάνωτα. Ο Γουάν το ξέρει αυτό και διευθετεί με έναν καταπληκτικό τρόπο το θεαματικό υλικό του που περιλαμβάνει αστραφτερά αυτοκίνητα που γίνονται σμπαράλια, ασταμάτητα κυνηγητά, γεμιστήρες που αδειάζουν με την ταχύτητα του φωτός και σώματα που ξέφρενα εκτοξεύονται μέσα από τζαμαρίες. Έχοντας διαρκώς αίσθηση του πότε πρέπει να φρενάρει και πότε να σανιδώσει τέρμα το γκάζι. Έτσι, το «Furious 7» δεν σε πονοκεφαλιάζει με το πομπώδες, βιντεοκλιπίστικα φορτωμένο στυλ ενός Μάικλ Μπέι (άντε, ίσως λιγάκι στο υστερικό φινάλε που γίνεται Ο ΧΑΜΟΣ), αλλά σ’ αφήνει και να ανασάνεις, και να ηρεμήσεις και προπαντός να γελάσεις λιγάκι, γιατί ποτέ δεν εγκαταλείπεται στην σοβαροφάνεια, κατάρα που έχει καταστρέψει πολλές ταινίες του είδους. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν γίνεται αθέλητα κωμικό συχνά. Γι’ αυτό ας μην υπερβάλλουμε όπως ορισμένοι κριτικοί που στην προσπάθειά τους να «χτυπήσουν» το απαρχαιωμένο καθεστώς της παλιάς, αρτηριοσκληρωτικής κριτικής που καταδικάζει αυθωρεί και παραχρήμα τον κινηματογράφο των ειδών, ξέφυγαν ελαφρώς και έφτασαν στο σημείο να χαρακτηρίσουν την ταινία, παρ’ ολίγον αριστούργημα. Μπορεί να πετυχαίνει ως φρενήρες rollercoaster δράσης, δεν είναι, όμως, τέλειο επ’ ουδενί.
Πρώτο και βασικότερο μειονέκτημα: δεν υπάρχουν χαρακτήρες ουσιαστικά. Είναι όλοι τους χάρτινοι, ελλιπώς σκιαγραφημένοι ψυχολογικά και βυθισμένοι ως το λαιμό στα κλισέ, τόσο που ακόμα κι ο, συνήθως, «άκαμπτος» εκφραστικά Τζέισον Στέιθαμ, ως ασταμάτητη νέμεση (τέτοια επιμονή ούτε ο T-1000 στον δεύτερο Terminator), μοιάζει πιο «πραγματικός» απ’ τους θετικούς ήρωες, παρά το γεγονός ότι δεν μας δίνεται σχεδόν καμιά πληροφορία για το παρελθόν του. Η ομάδα-οικογένεια του Βιν Ντίζελ αποτελείται από ενσαρκωμένες συρραφές στερεοτύπων κι όχι από ανθρώπους πιστευτούς, έστω και οριακά. Δεύτερον, η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας μέσα από γλυκανάλατα τσιτάτα για την αξία της οικογένειας και του έγγαμου βίου, δεν βοηθά να πάρεις το σενάριο στα σοβαρά. Λεπτομέρειες θα πει κανείς. Πράγματι, γιατί το ζητούμενο εδώ δεν είναι βέβαια ούτε η ψυχολογική εμβάθυνση, ούτε ο κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός αλλά ο βιρτουόζικα σκηνοθετημένος χαλασμός κυρίου και οι κομμένες ανάσες. Σ’ αυτόν τον τομέα το φιλμ διαπρέπει. Στον άλλο, τον, ας τον πούμε, ουσιαστικό, παρουσιάζεται χωλό. Δεν υπάρχει περιεχόμενο και καλά θα κάνουν οι σοβαροί να μην το αναζητήσουν. Εδώ γιορτάζεται, όπως είπαμε, η αστραφτερή επιφάνεια αλλά γιορτάζεται σωστά, όπως πρέπει.
Τώρα σε ό,τι αφορά το κομμάτι του αποχαιρετισμού στον αδικοχαμένο Πωλ Γουόκερ, ας πούμε ότι δεν είναι ούτε τόσο συγκινητικό όσο λένε, ούτε όμως και προσβλητικό ή αφελές. Ανάλογα με το μέγεθος της εκτίμησης που μπορεί κανείς να έτρεφε για τον νεκρό σταρ, ενδέχεται να ερεθιστούν και οι δακρυγόνοι αδένες. Δηλαδή από πολύ εώς ελάχιστα. Σίγουρα, πάντως, βρήκαν έναν τρόπο να εντάξουν το «αντίο» σ’ ένα πλαίσιο αμιγώς κινηματογραφικό, χωρίς να εκβιάσουν το συναίσθημα με κάποια παράταιρη δραματική επιλογή που θα μπορούσε να εκτροχιάσει το φιλμ απ’ τις ράγες καθαρού fun στις οποίες κινείται για 135 λεπτά. Το ύστατο χαίρε, ο φόρος τιμής, συνάπτεται ωραία με τα στοιχεία που μας είχαν δοθεί κατά τη διάρκεια εξέλιξης της πλοκής. Κι αυτό είναι και εμπνευσμένο και κομψό και, τελικά, δίκαιο για τον ηθοποιό που η πραγματική του τραγωδία δεν μετατρέπεται σε εκμεταλλευτικό επίλογο προκειμένου να κοπούν περισσότερα εισιτήρια. Το «Furious 7» βασίζεται στις δικές του δυνάμεις, δεν πατάει στιγμή στο εκτός αιθούσης δράμα για να πάρει φόρα και να υψωθεί (δεν το χρειάζεται άλλωστε), κι αυτό είναι και το πιο όμορφο, ανθρώπινο κομμάτι μιας ταινίας που σαν καλολαδομένη μηχανή τρέχει με χίλια, εξιτάρει, θαμπώνει, φέρνει ίλιγγο και τινάζει την ανδρεναλίνη στα ύψη, παραμένοντας ως το τέλος ένα πανάκριβο, άρτιο b-movie που δεν θέλει κιόλας να είναι κάτι περισσότερο. Και καλά κάνει. Γιατί αυτό που κάνει, το κάνει άψογα.