Σκηνοθεσία: Τσαρλς Λότον
Παίζουν: Ρόμπερτ Μίτσαμ, Σέλεϊ Γουίντερς, Λίλιαν Γκις, Τζέιμς Γκλίσον, Πίτερ Γκρέιβς
Διάρκεια: 92′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Ο Θανατοποινίτης με το Σημάδι”
Όταν καλείται κανείς να προσεγγίσει κριτικά, τόσο σπουδαίες αμερικανικές ταινίες όσο το The Night of the Hunter, οφείλει να θυμάται ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες της διαχρονικής, άσπιλης μεγαλοσύνης τους, έχει να κάνει άμεσα με τον αρμονικό τρόπο που κινούνται σε παράλληλα νοηματικά επίπεδα, χωρίς να παύουν στιγμή να επιβεβαιώνουν μια –θεμελιακή- ψυχαγωγική λειτουργία. Το κλασσικό αμερικανικό φιλμ, είναι ένα plot driven «όχημα».
Υπηρετεί την ιστορία, δεν παρεκκλίνει ποτέ του βασικού στόχου του, που είναι να την αφηγηθεί όσο καλύτερα μπορεί. Στο μεταξύ, όμως, κι όταν πρόκειται για τέτοια υπαινικτικά αριστουργήματα όπως τούτο εδώ, θα έχει προλάβει να πει και πέντε σημαντικά πράγματα για τον κόσμο, τους ανθρώπους και την ατέρμονη περιπέτεια του φαντασιακού τους (πολιτική, θρησκεία, κοινωνική οργάνωση, θεσμοί, πολιτισμός –όλα από εκεί εκπορεύονται), βασικός διαμορφωτής του οποίου είναι και το ίδιο το σινεμά.
Βρισκόμαστε στην Αμερική των αρχών της δεκαετίας του τριάντα, λίγο μετά το Μεγάλο Κραχ. Ένας νέος άνδρας ονόματι Μπεν Χάρπερ, ληστεύει μια τράπεζα και σκοτώνει δύο ανθρώπους, για να εξασφαλίσει ότι τα δυο παιδιά του δεν θα πεινάσουν. Λίγο πριν τον συλλάβουν, κρύβει τις δέκα χιλιάδες δολάρια που έκλεψε, κάπου στο σπίτι του (δεν θα μάθουμε πού, πριν τα μισά της ταινίας), και αναθέτει στον γιο του, Τζον, την αποστολή να προσέχει τη μικρή του αδερφή και να μην πει σε κανέναν που βρίσκονται τα λεφτά. Για τον Τζον, αυτή η τελευταία εντολή του Μπεν (και ειδικά υπό τις δραματικές συνθήκες όπου δίνεται –καθώς οι εκπρόσωποι του νόμου υποτάσσουν τον, μέχρι πρότινος ανίκητο στα παιδικά μάτια, πατέρα), παίρνει τις διαστάσεις ιερού καθήκοντος.
Στο μεταξύ, ένας ψυχωτικός ιεροκήρυκας, κατά συρροή δολοφόνος που ξεπαστρεύει χήρες και τους αποσπά χρήματα, καταφθάνει λίγο μετά την εκτέλεση του Μπεν (με τον οποίο μοιράστηκαν για λίγο το ίδιο κελί στη φυλακή), στο σπίτι των Χάρπερ, με σκοπό να ξελογιάσει τη νεαρή χήρα του. Κρυφακούγοντας το παραμιλητό του μελλοθάνατου, ο σατανικός Χάρι Πάουελ έχει μάθει για τα χρήματα και δεν θα ησυχάσει αν δεν τα αποκτήσει. Αφού έχει καταγοητεύσει την νεαρή χήρα, Γουίλα Χάρπερ, που είναι έτοιμη να πραγματοποιήσει κάθε του επιθυμία, μόνο εμπόδιο στο διάβα του, στέκει ο αποφασισμένος Τζον.
Αυτή είναι η σκοτεινή ιστορία που θα αφηγηθεί με ανυπέρβλητη μαεστρία ο Τσαρλς Λότον, χρησιμοποιώντας τις τεχνικές του γερμανικού εξπρεσιονισμού, προκειμένου να πλάσει μια ανατριχιαστική αλληγορία για την αέναη σύγκρουση του Καλού με το Κακό. Από τα περίφημα «love» και «hate» τατουάζ που κοσμούν τα δάχτυλα του –συναρπαστικού στον τρόπο που ισορροπεί μεταξύ φιλάργυρου παραληρήματος, μυστικιστικής υποβλητικότητας και θανατερού δεσποτισμού- Ρόμπερτ Μίτσαμ, μέχρι τις εντυπωσιακές εναλλαγές στις αποχρώσεις σκότους και φωτός, στην υπέροχη φωτογραφία του Στάνλεϊ Κορτέζ, κι από την αμφίσημη χρήση του παραδοσιακού χριστιανικού ύμνου Leaning on the Everlasting Arms (όταν το τραγουδά ο Μίτσαμ, είναι μια βλάσφημη και περιπαικτική απειλή που προεικονίζει ανομολόγητα μαρτύρια, ενώ στο στόμα της αγγελικής προστάτιδας Λίλιαν Γκις, γίνεται ξανά μια παρηγορητική υπόσχεση ασφάλειας και ένθεης καλοσύνης), μέχρι τις διαρκείς παραπομπές στους αρχαϊκούς μύθους, τις θρησκευτικές παραβολές και τα παραμύθια, όλα στο The Night of the Hunter, γίνονται σύμβολα που διηγούνται μια άλλη ιστορία κάτω από τη βασική.
Αρχικά, ο Χάρι Πάουελ -ένας από τους πιο σύνθετους χαρακτήρες στην ιστορία του κινηματογράφου- λειτουργεί σαν μια ενσάρκωση του αιμοσταγούς Θεού της Παλαιάς Διαθήκης, που θέλει να τιμωρήσει το αμάρτημα του πατέρα στο πρόσωπο του γιου, αγνοώντας την λυτρωτική έννοια της συγχώρεσης και εκτείνοντας την ατελεύτητη ανθρώπινη Οφειλή στο διηνεκές. Τα δύο μικρά παιδιά δεν κυνηγιούνται μόνο από έναν παραδόπιστο ψυχοπαθή που φορά το προσωπείο του θεϊκού εκπροσώπου (αυτό συμβαίνει σε πρώτο επίπεδο και με ολοφάνερη διάθεση στηλίτευσης των σαθρών εκκλησιαστικών δομών), αλλά και από την κατάρα που έριξε στα κεφάλια τους, ο πατέρας. Ο μέγας διώκτης, είναι το Παρελθόν, υπό την μορφή της, μαύρης κι άραχλης, Ενοχής.
Δεν είναι τυχαίο που η Ρέιτσελ Κούπερ της Γκις, μαζεύοντας τα ορφανά και γλιτώνοντάς τα από το σκοτεινό παρελθόν τους, προβάλλει σαν ένας αντίποδας ανιδιοτελούς αγάπης στο φρενήρες μίσος του Πάουελ. Η χριστιανική αγάπη, έρχεται να διαγράψει τις αμαρτίες των γονέων και να δώσει τέλος σ’ αυτή την ιστορία ατέλειωτου πόνου και χρέους, που είναι ο κόσμος της Παλαιάς Διαθήκης. Εδώ δεν αντιπαρατίθενται, απλώς, οι οντολογικοί πόλοι του θετικού και του αρνητικού, απ’ όπου προκύπτουν όλες οι ηθικές διαζεύξεις (καλό-κακό, σωστό-λάθος, καθαρό-ακάθαρτο), αλλά δυο τύποι θρησκευτικού λόγου και μεταφυσικής ρητορικής, που αποκλείονται αμοιβαία, φέρνοντας αντιμέτωπες την καταδίκη και την άφεση, την ενοχή και την αθωότητα, την υποταγή και την ελευθερία.
Ο Πάουελ και η Γκις, συνεπώς, ολοκληρώνουν ένα ιδιότυπο διαλεκτικό σχήμα (γι’ αυτό και η στιγμή που οι φωνές τους ενώνονται, καθώς τραγουδούν τον χριστιανικό ύμνο, δίνουν μια από τις πιο ωραίες –και σημειολογικά πυκνότερες- κινηματογραφικές σκηνές, όλων των εποχών). Το Καλό και το Κακό δεν είναι άυλες αφαιρέσεις στην ταινία, προσωποποιούνται διαμέσου των δύο αυτών χαρακτήρων. Ανάμεσά τους βρίσκονται τα παιδιά, αιώνια θύματα της ασχήμιας αυτού του κόσμου, σύμβολα της μαχόμενης ζωής που διαρκώς απειλείται και –κυριολεκτικά- καταδιώκεται από τον θάνατο, αλλά και φορείς μιας υπερκόσμιας ελπίδας.
Το τέλος της επίμοχθης πορείας τους, από τον αβυσσαλέο ζόφο στο εδεμικό φως, από την αγωνία στην ασφάλεια, από τον φόβο στην αγαλλίαση, σηματοδοτεί ένα πέρασμα σε μια νέα κατάσταση χάριτος, την οποία ο Λότον εύχεται να γνωρίσει σύντομα η Αμερική και σε υλικό επίπεδο (δεδομένων των δύσκολων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών της εποχής, που το φιλμ δεν διστάζει να καταδείξει).
Αλλά στα πανέμορφα κάδρα του The Night of the Hunter, δεν υπάρχουν μόνο υπομνήσεις μιας –κατά βάση- θεολογικής προβληματικής. Πρόκειται για ένα φιλμ γεμάτο με ψυχαναλυτικές νύξεις και αναφορές. Ο μισογυνισμός και η παράνοια του Πάουελ προκύπτουν από την σεξουαλική ανικανότητά του. Οργίζεται που δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις γυναίκες που τον σαγηνεύουν παρά τη θέλησή του, και η καταπιεσμένη επιθυμία του εκφορτίζεται με τον φόνο. Ο Λότον, από τις πρώτες κιόλας στιγμές του έργου, φροντίζει να το καταστήσει σαφές: ο Πάουελ σε ένα καμπαρέ, παρακολουθεί ένα λαχταριστό, ημίγυμνο θηλυκό και η λεπίδα του στιλέτου (ένα φαλλικό αντικείμενο προς αναπλήρωση του ευνουχισμένου ανδρισμού του) που κουβαλάει πάντα μαζί του, εκτοξεύεται και τρυπάει την τσέπη του σακακιού του –μια έξοχη μεταφορά για τη στύση.
Παράλληλα, στο πρόσωπό του απλώνεται ένας μορφασμός μίσους και απέχθειας, ενώ οι σκέψεις του, σε voice-over, μας αποκαλύπτουν τις φονικές διαθέσεις του: σκοτώνει τις γυναίκες γιατί δεν μπορεί να τις πηδήξει. Ο φροϋδισμός είναι πανταχού παρών στην ταινία. Όλο το The Night of the Hunter μοιάζει με σημαίνoν όνειρο που περιμένει να ερμηνευτεί (γιατί η μικρή Περλ παρουσιάζεται πρόθυμη να δεχτεί τον Πάουελ ως αντικαταστάτη του πατέρα της, παρά το γεγονός ότι της φέρεται ιδιαιτέρως σκληρά; πώς ο θείος Μπέρντι είναι τόσο σίγουρος ότι θα κατηγορήσουν αυτόν για το φόνο της Γουίλα Χάρπερ; Ποιος ο λόγος που η ορφανή Ρούμπι ερωτεύεται τον φονιά, όταν δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ενσαρκώνει το απόλυτο Κακό;).
Πέρα από το πλούσιο νοηματικό περιεχόμενό του, όμως, αυτό είναι, κυρίως, ένα φιλμ εκπάγλου ομορφιάς, μια μαγική καλλιγραφία που οι οπτικές της συνθέσεις υπερβαίνουν κάθε λεκτική προσέγγιση. Η πρώτη εμφάνιση του Μίτσαμ στο σπίτι των Χάρπερ, κάτω από τον φανοστάτη, η άνευ αντίστασης παράδοση της Γουίλα στον Θάνατο, αφού έχει κατακτήσει την ψυχική γαλήνη που επιθυμούσε (τοποθετημένη εντός ενός φωτεινού ρόμβου που θυμίζει φέρετρο), λίγο αργότερα το πτώμα της μέσα στο αυτοκίνητο, στον πυθμένα της λίμνης (ο Ρεμπώ ονειρευόταν ένα σαλόνι στον πάτο μιας λίμνης, ο Λότον έβαλε ένα αυτοκίνητο και μια νέα γυναίκα, αλλά η ποιητική αίσθηση είναι η ίδια) το υπερρεαλιστικό ταξίδι των παιδιών στο ποτάμι, μέσα στη βάρκα.
Σκηνές τεράστιας εικαστικής δύναμης σε μια ταινία εκπληκτικής αφηγηματικής οικονομίας και μετρονομημένου ρυθμού, όπου δεν υπάρχει ούτε ένα περιττό δευτερόλεπτο, σ’ ένα φιλμ είδους (πείτε το θρίλερ ή φιλμ νουάρ, του ταιριάζουν και οι δύο ορισμοί), προορισμένο να ψυχαγωγήσει μαζικά. Έργα σαν τo The Night of the Hunter αποκαλύπτουν πόσο ανόητη είναι, τελικά, η διάκριση ανάμεσα σε «εμπορικό» σινεμά μεγάλου κοινού και «ποιοτικό» κινηματογράφο για λίγους. Αλλά θα μου πείτε, βέβαια (και θα έχετε δίκιο), πόσο συχνά βγαίνουν πια τέτοιες ταινίες μεγάλου κοινού;