Broken City

Σκηνοθεσία: Άλεν Χιουζ

Παίζουν: Μαρκ Γουόμπεργκ, Ράσελ Κρόου, Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, Μπάρι Πέπερ

Διάρκεια: 109΄

Ο Μπίλι Τάγκαρτ (Μαρκ Γουόλμπεργκ) υπέβαλε την παραίτησή του από το αστυνομικό σώμα Νέας Υόρκης όταν κατηγορήθηκε για δολοφονία και υπέρβαση καθήκοντος σκοτώνοντας εν ψυχρώ έναν αθωωμένο πλην ένοχο στην πραγματικότητα βιαστή. Πλέον εργάζεται ως ιδιωτικός ντετέκτιβ βγάζοντας το ψωμί του γυρεύοντας άπιστους συζύγους. Στις παραμονές των δημοτικών εκλογών ο δήμαρχος της πόλης (Ράσελ Κρόου) αναθέτει στον Μπίλι να παρακολουθήσει τη σύζυγό του (Κάθριν Ζέτα Τζόουνς) διότι, όπως υποστηρίζει, έχει βάσιμες υποψίες πως τον απατά. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά, αφού πίσω από τη φαινομενικά συνηθισμένη υπόθεση, κρύβεται ένα χοντρό παιχνίδι εξουσίας, αλλά και η ενδεχόμενη εξόντωση του νέου πολιτικού αντιπάλου του δημάρχου, ενός ιδεαλιστή γιάπη.

Ο κινηματογράφος είναι μια βιομηχανία ονείρων και το χόλιγουντ ξέρει να πατάει καλά πάνω στις προσωπικές ευαισθησίες των θεατών και να τους πωρώνει. Στον ονειρικό κόσμο του αμερικάνικου κινηματογράφου ένα άτομο μπορεί να κάνει την υπέρβαση, αρκεί να είναι οπλισμένο με θάρρος και να έχει πίστη στον εαυτό του και στην αξία της αλήθειας. Το αμερικάνικο όνειρο δεν σταματάει στην έννοια της απόλυτης αξιοκρατίας και στο μότο «οι καλοί πάνε πάντα μπροστά» ούτε στην απόκτηση ευημερίας και υλικών αγαθών, δηλαδή μακρομούτσουνα αυτοκίνητα, σπίτια με γκαζόν και μπάρμπεκιου με τους γείτονες τις Κυριακές.

Η επέκταση του ονείρου σημαίνει πως ένας άνθρωπος μπορεί να φέρει την αλλαγή, να σηκώσει στις πλάτες του τις τύχες ενός έθνους (ή μιας πόλης εν προκειμένω), να νικήσει θεούς και δαίμονες ως σύγχρονος καουμπόη και να τα βάλει με τα πιο χοντρά συμφέροντα του κόσμου. Θα μου πείτε, πως μέχρι εδώ δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Ναι, από τον βρόμικο Χάρι, μέχρι τον Μονομάχο και τον Μπάτμαν, η λογική ήταν η ίδια. Οκέι, δεκτό. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ιδεολογικό υπόβαθρο, το οποίο όχι μόνο δεν ανατρέπει το κατεστημένο, αλλά ούτε καν το ζουλάει με το δάχτυλό του. Το «Broken City», λοιπόν, μας εξηγεί πως το σύστημα δεν έχει κανένα πρόβλημα, η παθογένεια δεν προκύπτει από τους ίδιους τους θεσμούς, αλλά από την απληστία μεμονωμένων ατόμων που κάνουν κατάχρηση εξουσίας. Αυτοί είναι ο καρκίνος, αυτοί είναι ο εχθρός. Αν παταχθούν οι δυο κακοί, τότε όλα θα ‘ναι καλά και οι δομές μπορούν να παραμείνουν ως έχουν. Τόσο απλά.

Προχωρώντας λίγο παραπέρα, η αντιπρόταση της ταινίας στους πολιτικούς δεινόσαυρους που ρουφάνε το αίμα των πολιτών, είναι ο ιδεολόγος γιάπης απόφοιτος του Χάρβαρντ, που γνέφει στις μάζες με συμπάθεια. Καμιά αλλαγή δεν χρειαζόμαστε, λοιπόν, παρά μόνο έναν αγνό καπιταλιστή ηγέτη ο οποίος θα υποσχεθεί αύξηση της φορολογίας στους ευκατάστατους και μείωση της φορολογίας στους φτωχότερους και  που θα λαδώσει τα γρανάζια του συστήματος κάνοντάς το να τσουλάει υπέροχα, δίχως τριγμούς.

Τι μένει, όμως, αν αφαιρέσουμε αυτήν την οπτική από την ταινία (εξάλλου πολλοί θα διαφωνείτε μαζί μου κι έχετε κάθε δικαίωμα); Ένα σύγχρονο νουάρ που παίζει με τους κανόνες του είδους, μια ενδιαφέρουσα ιστορία με τις απαραίτητες ανατροπές, μια πολιτικά ορθή (ή ακαδημαϊκή, αν προτιμάτε) αισθητική με συμπαθητικές ερμηνείες και πολλές σεναριακές διευκολύνσεις, τις οποίες αν δεν νιώθεις πολύ παρατηρητικός εκείνη τη στιγμή, μπορεί μέχρι και να τις αφήσεις να περάσουν απαρατήρητες…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑