Να τολμήσω; Κάτι μου λέει πως θα δούμε καλύτερες μέρες (και νύχτες…) στο σημαντικότερο από τα εγχώρια κινηματογραφικά φεστιβάλ. Από τις – τυπικές εξ ανάγκης – ομιλίες της βραδιάς, ξεχώρισαν δύο. Εκείνη της γενικής διευθύντριας του φεστιβάλ, Ελίζ Ζαλαντό, τα ελληνικά της οποίας έχουν μια όμορφη μουσικότητα στην προφορά και τον τόνο κι εκείνη του καλλιτεχνικού διευθυντή, Ορέστη Ανδρεαδάκη, ο οποίος τελευταία τονίζει πως το στοίχημα είναι πώς η Θεσσαλονίκη θα κερδίσει από το φεστιβάλ, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε ως τώρα, όπου το φεστιβάλ κερδίζει από τη Θεσσαλονίκη. Είναι ένα ωραίο στοίχημα αυτό και μακάρι να κερδηθεί.
Μακάρι όλη η πόλη να συμμετέχει ενεργά, μακάρι το φεστιβάλ να τη διαφημίσει σε όλη την οικουμένη, μακάρι να βρεθεί τρόπος να αλλάξει η κατάσταση των πραγμάτων, καθώς ολοένα και λιγότερος κόσμος βλέπει ταινίες στους κινηματογράφους και κάποιες φορές φαίνεται πως όσοι γράφουμε για σινεμά ενίοτε είμαστε περισσότεροι από τους θεατές που παρακολουθούν κάποιες ταινίες, τις οποίες εκθειάζουμε ή εν πάση περιπτώσει «διαξιφιζόμαστε» για χάρη τους. Ναι, ο ρόλος του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πρέπει να βρεθεί από την αρχή και να επαναδιατυπωθεί με βάση τα νέα, σύγχρονα δεδομένα. Πάντως, οι αγωνίες φαίνονται ειλικρινείς. Για να δούμε.
Κατά τα άλλα, μια χαρά τα πήγαν ο Στέλιος Μάινας και η Θέμις Μπαζάκα ως παρουσιαστές της βραδιάς. Προηγήθηκε ένα σκετσάκι μέσα σε αεροπλάνο, που είχε πλάκα, παρουσιάστηκαν ξανά τα τρία τρέιλερ του φεστιβάλ, και γενικώς το όλο σκηνικό ήταν τόσο όσο. Όχι υπερβολές, όχι άνοστα αστεία, όχι μπούρδες και φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Για να φανταστείτε ούτε ο περιφερειάρχης Απόστολος Τζιτζικώστας γιουχαϊστηκε, καθώς δεν είπε κάτι τραγικό, ούτε ο υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς είπε κάτι χοντρό ή αφελές ή κάτι που θα εκνεύριζε την Πλατεία. Μια χαρά τα είπαν όλοι, βγήκε και ο Jim Jarmusch και μας μίλησε για το πόσο του λείπει η Θεσσαλονίκη, η πόλη που ενδεχομένως να έχει το καλύτερο φαγητό στον κόσμο, τα φώτα έσβησαν και η μαγεία ξεκίνησε.
Η ταινία έναρξης του φετινού φεστιβάλ ήταν το Paterson του Jim Jarmusch. Μια ταινία που διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου και την απολαύσαμε για πρώτη φορά. Δεν το κάνω συχνά, αλλά κάθισα και την είδα ξανά την ταινία και τώρα, στην προβολή της στη Θεσσαλονίκη. Αλήθεια είναι πως μια μεγάλη ταινία, στη δεύτερη θέασή της, σου αποκαλύπτει κι άλλα από τα υπέροχα μυστικά της, εκείνα που σου ξέφυγαν στην πρώτη συνάντηση μαζί της. Οπότε, ναι, αλλάζουμε και το κείμενο που είχαμε στείλει ως ανταπόκριση όταν είδαμε την ταινία στις Κάννες. Όχι πολύ. Τόσο όσο…
Ο Πάτερσον είναι ένας οδηγός λεωφορείου στην πόλη… Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ! Κάθε μέρα ο Πάτερσον ακολουθεί την ίδια ρουτίνα: κάνει τη βάρδιά του περιτριγυρίζοντας την πόλη και κρυφακούγοντας τις κουβέντες των ανθρώπων που ανεβαίνουν στο λεωφορείο. Μετά, θα γράψει ποίηση στο κρυφό σημειωματάριό του, θα βγάλει βόλτα το αγγλικό μπουλντόγκ του, θα σταματήσει στο ίδιο μπαρ για να πιει μία και μόνο μπύρα και να συνδιαλαγεί με τους θαμώνες και τον ιδιοκτήτη και θα γυρίσει στο διαμέρισμα στο οποίο διαμένει με την υπέροχη σύζυγό του, τη Λάουρα. Η Λάουρα από την άλλη έχει μια καθημερινότητα που διαρκώς αλλάζει. Είναι δημιουργική και εφευρετική και χαρούμενη κάθε μέρα. Έχει εμμονή λίγο με άσπρο και μαύρο και τη μία φτιάχνει κουρτίνες, την άλλη μια καινούργια, παράξενη συνταγή, την παράλλη εκατομμύρια cupcakes. Ένα τόσο διαφορετικό ζευγάρι κι όμως αγαπιούνται πραγματικά. Εκείνη υποστηρίζει την ποίησή του κι ας μην της έχει διαβάσει ούτε έναν στίχο του κι εκείνος υποστηρίζει κάθε της δημιουργική έμπνευση. Θα μπορούσε αυτή να είναι η ευτυχία;
Αυτή λοιπόν είναι η πιο «μικρή» ταινία στη φιλμογραφία του τεράστιου Τζιμ! Μια ταινία που υμνεί την καθημερινότητα. Μια ταινία που σφύζει ζωή και ποίηση. Παρακολουθούμε τη ζωή ενός αγαπημένου ζευγαριού στη διάρκεια μιας βδομάδας. Μιας συνηθισμένης ζωής. Με τα πάνω και τα κάτω της. Μιας ζωής μέσα στη ρουτίνα. Ναι, αλλά λίγο την έχουμε υποτιμήσει τη ρουτίνα, έτσι; Θέλω να πω, καλοί και οι υπερήρωες αλλά ας πει κάποιος μια καλή κουβέντα για τους ήρωες της καθημερινότητας. Ο Πάτερσον είναι ένας από αυτούς. Ένας άνθρωπος που νιώθει σίγουρος μέσα στη ρουτίνα του. Που μπορεί να «σκέφτεται καμιά φορά άλλα κορίτσια», όπως λέει σε ένα από τα ποιήματά του αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει χωρίς τη Λάουρα, τη γυναίκα της ζωής του, τη γυναίκα που λατρεύει κι ας φτιάχνει κάποιες φορές φαγητά που δεν τρώγονται με τίποτα. Ο Πάτερσον λοιπόν είναι (προσ)γειωμένος, αυτάρκης και βρίσκει διέξοδο στην ποίηση. Στην ποίηση που μπορεί να βγει από ένα κουτάκι σπίρτα με μπλε κεφαλές! Στην ποίηση της καθημερινότητας.
Ένας Δον Κιχώτης που έχει βρει την Δουλτσινέα του κι έπαψε να τα βάζει με ανεμόμυλους. Η Λάουρα είναι πιο αισιόδοξη, πιο χαμογελαστή, πιο έξω καρδιά, πιο δημιουργική, πιο πρακτική. Μπορεί να βρει χαρά με το οτιδήποτε! Δεν είναι βλαμμένη η κοπέλα ούτε χαζοχαρούμενη: απλά βλέπει πάντα το ποτήρι μισογεμάτο και ποτέ μισοάδειο. Σε κάποια σημεία ο Jarmusch θυμίζει… Kaurismaki σε τούτη την ταινία. Όπως η δήλωση «τι είναι η ζωή αν δεν έχουμε αγάπη;», του ερωτευμένου αφροαμερικάνου μέσα στο μπαρ που την «βλέπει» Ρωμαίος από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα αλλά η… Ιουλιέτα απλώς δεν ανταποκρίνεται, η οποία είναι βγαλμένη κατευθείαν από το σύμπαν του Φινλανδού δημιουργού…
Όλη η ταινία κυλάει σαν να βρισκόμαστε σε μαζική ύπνωση. Κάθε φορά που ο Πάτερσον γράφει ένα ποίημα, ακούμε τη φωνή του να το αφηγείται off αλλά το βλέπουμε να γράφεται κι επί της μεγάλης οθόνης: ναι, το ποίημα γράφεται πάνω στο πανί, πάνω σε αυτήν την τεράστια λευκή επιφάνεια που ζωντανεύει εικόνες φτιαγμένες από φως! Αυτές οι στιγμές της ποίησης είναι οι πιο μελαγχολικές κι όμως, τόσο μα τόσο μαγικές. Βέβαια, ειρωνικότατα, ο Jarmusch κάνει ένα σχόλιο λίγο πριν από το φινάλε σχετικά με την ποίηση, καθώς το σημειωματάριο του Πάτερσον θα έχει απροσδόκητη τύχη. Η ποίηση λοιπόν είναι εφήμερη, η ζωή είναι εφήμερη αλλά την ίδια στιγμή είναι αιώνιες, ε;
Ο Adam Driver (χα, το επιθετό του σημαίνει «οδηγός» και υποδύεται έναν οδηγό – τυχαίο;) έχει τη φωνή και τη φάτσα για το ρόλο και είναι άψογος σε αυτόν. Εκείνη που λάμπει από ομορφιά, ταλέντο και δίψα για ζωή είναι η Golshifteh Farahani στο ρόλο της Λάουρας. Πάει και τελείωσε, οι Ιρανές είναι οι πιο όμορφες γυναίκες στον πλανήτη! Νοσταλγικό, γλυκόπικρο, ονειρικό, γεμάτο ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες (η παρουσία των διδύμων ως μοτίβο καθ’ όλη της διάρκεια της ταινίας), γεμάτο πληροφορίες (για τον ποιητή William Carlos Williams που έζησε στην πόλη Πάτερσον, για τα άλλα διάσημα τέκνα της φαινομενικά άσημης αυτής πόλης), γεμάτο φατσάρες (ο Ινδός ή μήπως Πακιστανός συνάδελφος του Πάτερσον που αραδιάζει τα χίλια κακά της μοίρας του όταν ο Πάτερσον δείχνει ειλικρινά χαρούμενος) το Paterson δείχνει το αταίριαστον του σκηνοθέτη με την εποχή του.
Η σκηνή με τον Ιάπωνα στο παγκάκι είναι μυθική, όσα λένε οι δύο νεαροί losers εργάτες μέσα στο λεωφορείο για τις γκόμενες που… σχεδόν έριξαν έχουν πλάκα αλλά με την πικρή έννοια, γενικώς, υπάρχουν δεκάδες πράγματα για να πιαστεί κανείς από την ταινία – ακόμα και ο σκύλος έχει σημαντική προσφορά! Είθε να μπορούσαμε, όπως ο Πάτερσον, να δούμε την ποίηση στη ζωή μας και να βιώνουμε κάθε μέρα ως μοναδική κι ας είναι ντάλε κουάλε όπως η προηγούμενη μέρα και η προηγούμενη πριν από αυτήν κτλ κτλ. «Or would you rather be a fish?»…
Αναδημοσίευση από το κινηματογραφικό site Movies Ltd
Το τρέιλερ του Paterson: