Reviews Broken Flowers (2005)

21 Σεπτεμβρίου 2024 |

0

Broken Flowers (2005)

Σκηνοθεσία: Τζιμ Τζάρμους

Παίζουν: Μπιλ Μάρεϊ, Τζέφρι Ράιτ, Σάρον Στόουν, Τζέσικα Λανγκ

Διάρκεια: 106’

O Ντον Τζόνστον, ένας αποκαμωμένος πρώην Δον Χουάν, μοιάζει συνταξιοδοτημένος από την ίδια τη ζωή. Τα κοινά αρχικά (DJ) με τον μυθικό καρδιοκατακτητή (αλλά και το σχεδόν ίδιο όνομα με τον γόη των 80s, Ντον Τζόνσον) υπονοούν τα περασμένα μεγαλεία, αλλά η εικόνα και τα σκληρά λόγια της πρώην συντρόφου, που φεύγει τρέχοντας από μια βαλτωμένη σχέση, φανερώνουν το σκληρό παρόν. Φυσικά, ο ίδιος δεν μπορεί να βιώσει οτιδήποτε με ένταση, ούτε καν έναν επώδυνο χωρισμό.

Όπως γίνεται φανερό από την πρώτη στιγμή, ο Ντον κινείται, μιλά και φέρεται σαν να έχει μπει σε σουρντίνα. Ίσως θρηνεί με τον δικό του τρόπο για τα νιάτα που ξοδεύτηκαν. Ίσως αναλογίζεται πως τα καλύτερα χρόνια της ζωής του φαίνονται στον καθρέφτη του αμαξιού και όχι στον ορίζοντα της διαδρομή. Ίσως περνά μια βάρβαρη κλιμακτήριο, που τον έχει αφήσει μουδιασμένο. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως η αδράνεια του Ντον είναι αξιωματική και αδιαπραγμάτευτη. Λες και έχει υψώσει δίχτυ ασφαλείας και ασπίδα προστασίας από την ίδια τη ζωή.

Κανείς άλλος ηθοποιός στο σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά δεν θα ήταν πιο κατάλληλος για να αποτυπώσει αυτή την ολοκληρωτική παραίτηση από τον Μπιλ Μάρεϊ. Σαν ένα ζωντανό γλυπτό ακινησίας και αυτοσαρκασμού, ο Μάρεϊ φέρνει σε Μπάστερ Κίτον της μοντέρνας εποχής: δεν κάνει αστεία πράγματα, αλλά κάνει τα πράγματα να φαίνονται αστεία. Κι όπως συμβαίνει κάθε φορά που η κωμωδία αποκτά οντολογικές διαστάσεις, το τελικό επιμύθιο είναι μια αδιόρατη λύπη και μια γλυκιά μελαγχολία, στριμωγμένες σε ένα περίεργο μειδίαμα που συμπυκνώνει το ξεκαρδιστικό γέλιο και τα καταπιεσμένα δάκρυα. Κι αυτό ακριβώς το μειδίαμα γίνεται η στολή και η μάσκα που φοράει ο κεντρικός ήρωας σε ολόκληρη την ταινία.

Η οκνηρία του Ντον είναι τόσο σαρωτική που τίποτα δεν μπορεί να τη διαταράξει. Ούτε καν ένα ουρανοκατέβατο γράμμα (σε ροζ επιστολόχαρτο, σαν το ταγιέρ που φορά η πρώην του καθώς φεύγει από το σπίτι) από άγνωστο αποστολέα, το οποίο τον ενημερώνει ότι έχει έναν 19χρονο γιο που ενδέχεται να του χτυπήσει την πόρτα από στιγμή σε στιγμή. Ο Ντον δεν δείχνει διατεθειμένος να βγει από τη νάρκη του για χατίρι κανενός, αλλά ο δραστήριος και ενεργητικός γείτονας-κολλητός έχει αντίθετη άποψη.

Ο Γουίνστον (με καταγωγή από την Αιθιοπία, σε ένα κλείσιμο ματιού στον βασιλιά της Ethio jazz Μουλάτου Αστάτκε, ο οποίος δεσπόζει στο soundtrack της ταινίας) είναι το ακριβές αντίθετο του Ντον. Είναι τόσο ενεργητικός που σχεδόν αναγκάζεται να διαστείλει τον χρόνο μπας και καταφέρει να χωρέσει στη μέρα του έναν ωκεανό από δραστηριότητες. Και μόλις φτάσει στ’ αυτιά του η παράξενη ιστορία με το γράμμα, βυθίζεται αστραπιαία σε έναν ντετεκτιβικό οργασμό (διόλου τυχαίο και το όνομά του, εξάλλου), αποφασισμένος να βοηθήσει τον φίλο του πάση θυσία. Όχι απαραίτητα για να βρει την άκρη του νήματος, αλλά περισσότερο για να βγει από αυτή την ατελείωτη ύπνωση, να θυμηθεί πως ο κόσμος δεν αρχίζει και τελειώνει στον καναπέ και τις παντόφλες.

Κάπως έτσι, ο Ντον ξεκινά ένα θεοπάλαβο road trip αναμέτρησης με το παρελθόν, αναζητώντας μία προς μία όλες τις υποψήφιες μητέρες ενός -πιθανότατα ανύπαρκτου- γιου. Στην πραγματικότητα, ο Ντον δεν ψάχνει την αλήθεια, δεν καίγεται για απαντήσεις, δεν λαχταρά να αποκτήσει έναν γιο από το πουθενά. Αυτό που στ’ αλήθεια αναζητά είναι η χαμένη δίψα για ζωή, η επιθυμία για ένα οποιοδήποτε μέλλον. Στην πορεία, κι ενώ ο αρχικός σκοπός της περιπλάνησης ολοένα και ξεγλιστρά από το κάδρο, το ταξίδι του Ντον φέρνει στο φως τα αθέατα πρόσωπα μιας ατελείωτης Αμερικής. Που βρίσκει πάντα χώρο και τρόπο να χωρέσει τις πιο ξεκούρδιστες φιγούρες και τις πιο αλλόκοτες καταστάσεις. Το Broken Flowers του Τζιμ Τζάρμους αφήνεται ολόψυχα στην ειρωνεία, το χάος και την απομάγευση, με οδηγό έναν ήρωα εξοπλισμένο με την πιο αφοπλιστική στωικότητα.

Στάση πρώτη. Ενθουσιώδης υποδοχή από μια σέξι μητέρα (Σάρον Στόουν) και την προκλητική της κόρη, που ονομάζεται Λολίτα και παιχνιδίζει όλο νάζι με ένα γλειφιτζούρι στο στόμα. Η αναλογία είναι εξόφθαλμη και ζεματάει το μυαλό του Ντον, αλλά σε αυτό το τζαρμουσικό σύμπαν της deadpan αμηχανίας, μάνα και κόρη -όσο και αν ακούγεται εξωφρενικό- δείχνουν να αγνοούν τόσο το μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ όσο και την ταινία του Κιούμπρικ. Μια γλυκιά ερωτική επανασύνδεση που λειτουργεί ως υπόνοια της ευτυχίας που ήταν κάποτε εκεί δίπλα, αλλά αφέθηκε να ξεμακρύνει. Την ίδια στιγμή, ένας κλασικός αμερικανικός μύθος σεξουαλικής παραβατικότητας και απαγορευμένου καρπού αποσυντίθεται και χάνει τη μαγική του δύναμη.

Στάση δεύτερη. Αμήχανη και ταραγμένη υποδοχή από μία πρώην χίπισσα των 60s (Φράνσις Κόνροϊ), η οποία έχει πραγματοποιήσει στροφή 180 μοιρών στη ζωή. Πλέον εργάζεται ως μεσίτρια με ειδίκευση στα λυόμενα και είναι εγκλωβισμένη σε μια τριπλή φυλακή: βαρετή δουλειά, σπίτι στην εφιαλτική suburbia ομοιομορφία και ξοφλημένη σχέση με έναν άνευρο, χλιαρό, κτητικό -ίσως και βίαιο όπως υπονοείται- σύζυγο. Οι πρώτες στιγμές οικειότητας γρήγορα διολισθαίνουν στην ένταση και την υποδόρια απειλή. Απομυθοποίηση της εποχής των ψευδαισθήσεων, πλάγιος υπαινιγμός για την εγγενή βία του American Dream, αλλά και μια πρώτη υπόνοια ότι η διαδρομή θα είναι κατηφορική.

Στάση τρίτη. Ψυχρή και εχθρική υποδοχή στο «ιατρείο» μιας animal communicator (Τζέσικα Λανγκ), στην οποία προστρέχουν διάφοροι πυροβολημένοι πελάτες ζητώντας της να επικοινωνήσει ψυχικά με τα κατοικίδιά τους. Ο Ντον δυσκολεύεται ακόμη και να διαβεί την πόρτα, μιας και η γραμματέας-φύλακας-προτεζέ (Κλόι Σεβινί) του γαβγίζει σαν πιστό λυκόσκυλο. Η συζήτηση κυλά γεμάτη αδιαφορία, κυνισμό και έμμεσες προσβολές, παρά τις σποραδικές υπόνοιες πως η επίσκεψη του Ντον ίσως και να μην ήταν τόσο απρόσμενη και αναπάντεχη… Η νέα εποχή ξεπροβάλλει σαν καρικατούρα, μπερδεμένη και ακατανόητη για ανθρώπους σαν τον Ντον (και τον Τζάρμους), μασκαρεμένη με μια lifestyle σοβαρότητα που μοιάζει με κακόγουστο ανέκδοτο. Τα πράγματα έχουν ζορίσει, αλλά ο Ντον έχει φτάσει αρκετά μακριά ώστε να μην μπορεί πια να κάνει πίσω.

Στάση τέταρτη. Βίαιη υποδοχή από μια ψυχολογικά διαλυμένη και δυσλειτουργική γυναίκα (Τίλντα Σουίντον), γεμάτη επιθετικότητα και ζοχάδα. Βρισκόμαστε στη μέση του πουθενά, σε μια συναισθηματική no man’s land, στην καρδιά της White-trash Αμερικής, και η συνάντηση (τόσο εύστοχα διανθισμένη με stoner μελωδίες) καταλήγει σε άγριο ξυλοφόρτωμα από δύο μηχανόβιους. Ο αιμόφυρτος Ντον ξυπνά καταμεσής ενός λιβαδιού, αποπροσανατολισμένος και αποκαμωμένος. Την ίδια στιγμή, όμως, δεν δείχνει διόλου μετανιωμένος. Είναι πια αποφασισμένος να φτάσει έως το τέρμα της διαδρομής.

Στάση πέμπτη. Υποδοχή σιωπηλή και πένθιμη, αναμενόμενος επίλογος σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Ο Ντον εναποθέτει το ροζ μπουκέτο σε έναν τάφο και αναλογίζεται πως η ζωή, ακόμη κι όταν μοιάζει ανούσια και ξοδεμένη, είναι πέρα για πέρα πολύτιμη. Τα Τσακισμένα Λουλούδια βρήκαν επιτέλους το κατάλληλο μέρος για να αναπαυθούν, να γίνουν ένα με τον χρόνο που πέρασε ανεπιστρεπτί, τη λήθη και τα λάθη, τις συγγνώμες που άργησαν τόσο πολύ που έγιναν πλέον αχρείαστες.

Σταθερό σημείο αναφοράς σε ολόκληρο το ταξίδι είναι φυσικά το ροζ χρώμα, που άλλοτε λάμπει σαν υπόσχεση κι άλλοτε ειρωνεύεται σαν εμπαιγμός, πυροδοτώντας ασταμάτητες εικασίες, υποθέσεις, ελπίδες, διαψεύσεις και ματαιώσεις. Κι όμως, τίποτα δεν είναι ανώφελο, τίποτα δεν πήγε χαμένο. Γιατί κάπου στο βάθος αχνοφαίνεται επιτέλους μια μικρή σπίθα στη ζωή του Ντον, μια σπίθα που αποζητά τη σύνδεση, την επανόρθωση, το δόσιμο και το νοιάξιμο. Φυσικά, η ζωή έχει πάντα την τελευταία λέξη, σαν φάρσα που επαναλαμβάνεται σε λούπα, διαιωνίζοντας μια ατελείωτη απορία. Για πολλοστή φορά, πάντως, σημασία είχε το ταξίδι. Ακόμη κι αν ο προορισμός δεν ήταν άλλος από το σημείο αφετηρίας.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑