Κάννες 2017: Djam

Τo Djam του Tony Gatlif, που προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα ως η μοναδική νέα ταινία του προγράμματος «Cinéma de la plage», δεν ήταν η καλύτερη ταινία που είδαμε στις φετινές Κάννες. Ήταν, όμως, αυτή που αγαπήσαμε περισσότερο. Όσο για το εστί Cinéma de la plage, πρόκειται για ένα πρόγραμμα που δομείται από ταινίες που προβάλλονται στην παραλία των Καννών, κάτι σαν θερινός κινηματογράφος με δωρεάν είσοδο. Και επιλέχτηκε τούτη η ταινία για προφανείς λόγους.

Μπόλικη μουσική, χορός, ευθυμία παντού. Εμείς είδαμε την ταινία στη δημοσιογραφική προβολή της, μάθαμε όμως πως στην επίσημη προβολή, στην παραλία, έγινε πανικός, καθώς μετά την προβολή δόθηκε και συναυλία. Πανικός 100% δικαιολογημένος! Ο γεννημένος στην Αλγερία Michel Dahmani, γνωστός ως Tony Gatlif, έχει αράβικες και τσιγγάνικες ρίζες και είναι Γάλλος υπήκοος. Και όπως κάθε του ταινία, έτσι και τούτη, είναι γεμάτη μουσική και τραγούδια!

Η Ντζαμ είναι μια νεαρή, 25χρονη Ελληνίδα, περιπετειώδης, ατίθαση και απελευθερωμένη από κάθε είδους σύμβαση. Ζει με τον θετό της πατέρα, τον Κακούργο, που τον αναφέρει ως «θείο» και τη νέα του γυναίκα (μιας που η δική της μητέρα, τρομερή τραγουδίστρια του ρεμπέτικου, έχει πεθάνει) στη Μυτιλήνη. Ο Κακούργος διατηρεί από τη μια ένα ταβερνάκι βουτηγμένο στα χρέη κι από την άλλη ένα καράβι, με το οποίο παλιότερα, όταν υπήρχαν ακόμα τουρίστες, τους έκανε τον γύρο του νησιού ή κοντινές εξορμήσεις σε παραλίες. Πλέον, το καράβι είναι δεμένο στο λιμάνι της Μυτιλήνης μιας που ούτε τουρίστες υπάρχουν αλλά ούτε και μπορεί να λειτουργήσει, καθώς έχει χαλάσει ένα βασικό εξάρτημα.

Ο Κακούργος θα στείλει την Ντζαμ στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπάρχουν τεχνίτες που μπορούν να φτιάξουν κάποιο ανταλλακτικό. Εκεί, η Ντζαμ θα συναντήσει την Αβρίλ, μια νεαρή Γαλλίδα, χαμένη στο άπειρο, που πήγε στην Πόλη με στόχο να βοηθήσει πρόσφυγες από τη Συρία, αλλά βρέθηκε εγκαταλελειμένη, μόνη και χωρίς χρήματα, από τον φίλο της. Η Ντζαμ παίρνει την Αβρίλ υπό την προστασία της. Και μαζί θα περάσουν μια μεγάλη περιπέτεια. Μια περιπέτεια με πολλές στάσεις στη διαδρομή Κωνσταντινούπολη – Μυτιλήνη, μέσω Καστανιών, Διδυμότειχου, Κομοτηνής και Καβάλας.

Χρειάστηκε ένας τσιγγάνος, λοιπόν, για να γυρίσει την αγαπημένη μας ταινία για το εφετινό φεστιβάλ των Καννών! Το Djam είναι μια ταινία για το ρεμπέτικο και για την καλώς εννοούμενη έννοια της ελληνικότητας, αλλά και για τους μετανάστες απανταχού του κόσμου. Είναι μια ταινία όπου οι ήρωες πίνουν ούζο και μπύρα Βεργίνα κι όχι aperol spritz. Είναι μια ταινία όπου σε τοίχους είναι γραμμένο το PAOK Gate 4! Είναι μια ταινία στην οποία λάμπει -επαναλαμβάνω λάμπει – η Δάφνη Πατακιά! Όπου διαπρέπει ο Μιχάλης Ιατρόπουλος ως ταξιτζής (και δείτε πώς τον πληρώνει η Πατακιά) και ο Γιάννης Μποσταντζὀγλου, που είναι απλώς σπαραχτικός. Όπου εμφανίζεται αυτή η μορφάρα, ο Σόλων Λέκκας! Όπου καταγράφεται γνήσιο ελληνικό γλέντι στο «Ουζοθαραπεία», τον παραδοσιακό καφενέ του Γιάννη στον Αφάλωνα. Όπου η Ελλάδα της κρίσης αποτυπώνεται άλλοτε χαμηλότονα κι άλλοτε μαξιμαλιστικά, υπερβολικά, τραβηγμένα.

Και παντού, παντού, παντού, να υπάρχει έντονη η παρουσία των Σύριων μεταναστών, χωρίς να βλέπουμε ποτέ ούτε έναν από αυτούς. Υπάρχουν, όμως, στα αράβικα συνθήματα στους τοίχους, υπάρχουν στη διαδρομή των δύο κοριτσιών, υπάρχουν στα σωσίβια που είναι συσσωρευμένα, παρατημένα, installation του τρόμου, στις παραλίες της Λέσβου. Υπάρχουν στους στίχους των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ο νόστος. Η χαμένη πατρίδα… Δεν φεύγει μακριά από το γνωστό του ύφος ο Gatlif. Τα μουσικά του νούμερα είναι υπέροχα και τα τραγούδια που ακούγονται είναι απίθανα. Εντάξει, τραγουδούσα και ταρακουνιόμουν μόνος μου στο κάθισμα μέσα στην αίθουσα Bazin – ευτυχώς δεν με πήραν χαμπάρι οι συνάδελφοι από παντού στον κόσμο – ή μήπως με πήραν; Τι Aman doktor, τι Γκελ γκελ καϊξή, τι Αγαπώ μια παντρεμένη κι εκείνο το Istemem babacim, τι τραγουδάρες ρε παιδιά!

Και επιστρέφω στη μορφάρα, την Πατακιά. Που τραγουδά όλα τα τραγούδια μόνη της. Κι έχει τρομερή πλάκα το γεγονός ότι τα τραγούδια «εμφανίζονται» από το πουθενά, με μια κίνηση του χεριού – θεϊκό! Η Πατακιά που έμαθε, πέρα από το να τραγουδάει, να παίζει μπαγλαμαδάκι και να χορεύει χορό της κοιλιάς. Μια σαρωτική παρουσία, δεν μπορεί να ξεκολλήσει το μάτι σου από πάνω της. Μια παρουσία που βγαίνει αγέρωχη από κάθε παράξενη σκηνή που την υποβάλλει ο Gatlif –μια δύναμη της φύσης που κολλάς επάνω της!

Επί της ουσίας, έχουμε να κάνουμε με ένα road movie γυναικείο, στο δρόμο του… μεταξιού, αυτόν που ακολουθούν οι Σύριοι πρόσφυγες. Έχουμε την φατσάρα, τον Simon Abkarian, τον αρμένικης καταγωγής ηθοποίαρο, που μιλάει και ελληνικά στην ταινία και σηκώνει τραπέζι με τα δόντια του, όπως οι παλιοί ρεμπέτες. Έχουμε σκηνές που σε λυγίζουν. Η Αβρίλ, πάντως, ως παρουσία δεν λέει και πολλά, λειτουργεί για να φωτίσει ακόμα περισσότερο η Ντζαμ.

Και για να μην αποθεώνουμε μόνο την ταινία, να πούμε και τα φάουλ της. Αρχικά, τα ονόματα: Ντζαμ και Κακούργος; Εντάξει, το Ντζαμ είναι συμβολικό. Είναι αυτός που φεύγει, αυτός που ξεφεύγει, αυτός που χάνεται. Αλλά στην Ελλάδα δεν μπορεί κάποιος να ονομάζεται Ντζαμ, σωστά; Όλα αυτά, πάντως, είναι λεπτομέρειες. Το βασικό «πρόβλημα» είναι άλλο: οι υπερβολικές και ολίγον λαϊκίστικες αντιδράσεις. Τα «μας έχετε γαμήσει», «θα μου κατάσχετε και τα σκατά;», «μαλάκες, δεν ντρέπεστε», «τραπεζίτες κλέφτες» είναι κάπως πομπώδη και αφελή είναι η αλήθεια. Μπορεί να εκφράζουν εν πολλοίς το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να το δουλέψει περισσότερο ο Gatlif αυτό, ούτως ώστε να μην φαίνεται ψεύτικο κι ας είναι τόσο αληθινό.

Εντέλει, ο Gatlif, κλείνει αισιόδοξα την ταινία του. Ανοιχτά, με ορίζοντα την ανοιχτή θάλασσα. Την οποία έχουν διασχίσει εκατομμύρια μετανάστες μέσα στους αιώνες. Γεια σου ρε «Djam», για όλους όσους ζήσαμε ως μετανάστες, που οι γονείς μας ήταν μετανάστες, και που πολύ πιθανόν θα μεταναστεύσουμε ξανά και πάλι. «Θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία», όπως αναφέρει κι ένας επίδοξος μετανάστης, κάποια στιγμή. Αγάπησα αυτή την ταινία γιατί είναι φτιαγμένη με πάθος, κι όπως οτιδήποτε είναι φτιαγμένο με πάθος, έχει λάθη, έχει και παραβλέψεις, έχει και υπερβολές. Κλείνοντας, να αναφέρω ότι δεν νομίζω πως θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη ταινία για να ανοίξει το ερχόμενο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του Νοεμβρίου. Εννοείται με συναυλία μετά στην Αποθήκη στο Λιμάνι κι όχι τα συνηθισμένα ξενέρωτα πάρτι. Αυτά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑