What's On Tori et Lokita (2022)

9 Φεβρουαρίου 2023 |

0

Tori et Lokita (2022)

Σκηνοθεσία: Ζαν-Πιερ και Λυκ Νταρντέν

Παίζουν: Πάμπλο Σιλς, Τζόελι Μπούντου 

Διάρκεια: 88’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Τόρι και Λοκίτα»

Ο Τόρι και η Λοκιτά είναι δύο παιδιά που ζουν μαζί στο Βέλγιο, μετανάστες αμφότεροι από διαφορετικές γαλλόφωνες χώρες της Αφρικής. Οι δυο τους έγιναν αδέρφια πάνω σε μία θαλασσοδαρμένη βάρκα με την οποία διέσχισαν τη Μεσόγειο για να φτάσουν στην Ιταλία και από εκεί στην ευρωπαϊκή μητρόπολη των Βρυξελλών. Ο Τόρι έχει κριθεί δικαιούμενος ασύλου, η Λοκίτα όμως ταλαιπωρείται σε επιτροπές και συνεδριάσεις για να αποδείξει ότι είναι η αδερφή του μικρού, προκειμένου να εξασφαλίσει τη διαμονή της στη χώρα. Τα δύο αδέρφια θα κάνουν τα πάντα για να μείνουν αχώριστα, διότι ξέρουν πως ανάμεσα στις συμπληγάδες της δολοφονικής δυστροπίας των επίσημων θεσμών και του αδιάκοπου εκβιασμού από τους μαφιόζους διακινητές ψυχών, το μόνο που διαθέτουν είναι η μεταξύ τους σχέση, σαν ένα στερνό καταφύγιο.

Τα τελευταία χρόνια, μετά τη σχεδόν καθολική αναγνώριση που γνώρισε το Deux Jours, Une Nuit το 2014, η διεθνής κριτική ερμηνεύει την πορεία των αδερφών Νταρντέν ως κατά βάση φθίνουσα. Η αλήθεια είναι πως οι πολυβραβευμένοι Βέλγοι σπανίως ξεστρατίζουν από τη γνώριμη διαδρομή τους, παραμένουν πάντα προσηλωμένοι σε δραματικές ιστορίες σκληρού κοινωνικού ρεαλισμού, τις οποίες αφηγούνται χωρίς στολίδια και περίτεχνες κατασκευές. Το νέο τους πόνημα δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα της φιλμογραφίας τους ∙ συνιστά όμως ένα πρώτης τάξεως δείγμα νταρντενικού σινεμά, αυτού που τα δύο αδέρφια δείχνουν να παράγουν αβίαστα και φυσικά, αλλά ποτέ σε καθεστώς αυτόματου πιλότου.

Τα δύο παιδιά συνθέτουν από κοινού την εικόνα του σημερινού Homo Sacer στην Ευρώπη που θριαμβολογεί για τα κατορθώματά της στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι δύο φιγούρες άνευ υπόστασης στο θεσμικό πλαίσιο, η κατάσταση των οποίων τίθεται ως σημείωση στο περιθώριο των νομικών κειμένων που διέπουν το καθεστώς μετανάστευσης και ασύλου. Μόνο που η δική τους πραγματικότητα εξακολουθεί να κυλάει αδυσώπητα και οι ζωές τους βρίσκονται κυριολεκτικά κάθε στιγμή σε κίνδυνο, αφού ο διακινητής που τους έφερε στο Βέλγιο δε σταματά να τους εκβιάζει και τους κατάσχει κάθε χρηματικό ποσό που καταφέρνουν να εξασφαλίσουν ως βαποράκια.

Είναι τόσο ευθύβολη η ταινία που φτιάχνουν οι Νταρντέν που καθιστά σχεδόν αδύνατο να μη βιώσει κανείς τη ντροπή στο πετσί του βλέποντας τις τραγικές συνθήκες στις οποίες διαβιούν οι νεαροί ήρωες. Ήδη από την εισαγωγική σεκάνς, στην οποία η Λοκίτα οφείλει να αποδείξει ότι δικαιούται να μείνει στη χώρα και μοιάζει σαν να απολογείται σε μία δικαστικής φύσεως διαδικασία με διακύβευμα το ίδιο το δικαίωμά της να υπάρχει, οι δημιουργοί βρίσκουν τον τρόπο με αξιοθαύμαστη οικονομία να θέσουν τους όρους της αφήγησης.

Το δράμα τους εδράζεται στη συστηματική απάθεια που φροντίζει να επιδείξει κάθε αρμόδιος φορέας απέναντι στα εκατομμύρια των μεταναστών που λογίζονται ως παρίες, αποκλεισμένοι δια βίου από την κοινωνική ευημερία και ισορροπία που παπαγαλίζουν όλοι δεξιά και αριστερά. Εξαιρετικά φειδωλοί με τις πολυπόθητες σφραγίδες έγκρισης και σε υπερθετικό βαθμό καχύποπτοι απέναντι στις ιστορίες που ακούν, οι εκπρόσωποι των θεσμών νίπτουν τας χείρας τους, εξορίζοντας τα παιδιά σε μέρη έτοιμα να κατασπαράξουν κάθε ίχνος αθωότητας που μπορεί να έχει απομείνει μέσα τους.

Παρότι η παιδική παρουσία συνιστά μία αυτόματη επίκληση στο συναίσθημα του κοινού, οι Νταρντέν ελέγχουν μαεστρικά τον τόνο του έργου, φτιάχνοντας ένα σφιχτοδεμένο, αγωνιώδες δράμα κλιμακούμενης έντασης, με τρόπο που μας αναγκάζει ίσως να παραγνωρίσουμε και ορισμένες ευκολίες στον τρόπο που ξεδιπλώνεται η πλοκή. Η συνθήκη των δύο χαρακτήρων είναι τραγική, η τύχη τους κρέμεται διαρκώς από μία κλωστή, σε κάθε στροφή της διαδρομής τους καιροφυλακτεί ένα κακό. Η αδυναμία μας να εξασφαλίσουμε σε αυτά τα παιδιά ένα περιβάλλον που δύναται να τους προσφέρει στοιχειώδη ασφάλεια, είναι συλλογική και βαραίνει όλους μας ˙ οι αμείλικτοι θεσμοί, άλλωστε, είναι καρπός και έκφραση της δημοκρατίας μας, έργο που καθρεφτίζει εμάς τους ίδιους. Η ειλικρινής και εγκάρδια σχέση των δύο αδερφών εκθέτει την αποτυχία μας ακόμα περισσότερο, καθώς η αγάπη που τους ενώνει, που τους εφοδιάζει με απροσμέτρητο κουράγιο όσο περνούν δια πυρός και σιδήρου σε κάθε πιθανή δοκιμασία, αντιδιαστέλλεται οδυνηρά με τη συστημική και συστηματοποιημένη αδιαφορία που εισπράττουν.

Όσο η ταινία οδεύει προς ένα από τα πιο σφοδρά νταρντενικά φινάλε, ένα «μα είναι παιδιά» σκαλώνει στα χείλη, βαραίνοντας για πάντα την καρδιά, καταβάλλοντας με το αδιαπραγμάτευτο δίκιο της απλότητάς του κάθε πιθανή άμυνα, διαλύοντας κάθε υπόνοια υπεκφυγής μέσα από τη στείρα νομική ανάγνωση των συνθηκών. Αυτή ίσως είναι και η μεγαλύτερη δύναμη του έργου, ότι δεν αφήνει χώρο για αναδιπλώσεις ˙ όσο υπάρχουν ακόμα παιδιά που αναγκάζονται να υποστούν όσα ο Τόρι και η Λοκίτα, είναι δείγμα ελάχιστης αυτογνωσίας η ομολογία της αποτυχίας. Το μόνο που απομένει είναι η αίσθηση της οργής και μιας θλιμμένης ντροπής.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑