Reviews The Man who Killed Don Quixote

23 Σεπτεμβρίου 2018 |

0

The Man who Killed Don Quixote

Σκηνοθεσία: Τέρι Γκίλιαμ

Παίζουν: Άνταμ Ντράιβερ, Τζόναθαν Πράις, Όλγκα Κιριλένκο, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Τζοάνα Ριμπέιρο, Ρόζι ντε Πάλμα

Διάρκεια: 131′

Όταν η ιδέα ήρθε για πρώτη φορά στο μυαλό του Τέρι Γκίλιαμ, το έτος ήταν το μακρινό 1989. Για περίπου δέκα χρόνια, του ήταν αδύνατο να εξασφαλίσει χρηματοδότηση. Η παταγώδης αποτυχία του Βαρόνου Μινχάουζεν είχε προκαλέσει κρότο στο Χόλιγουντ, το οποίο δεν φαινόταν πρόθυμο να ρισκάρει ξανά για να χρηματοδοτήσει τις φαντασιώσεις του Γκίλιαμ. Ως εκ τούτου, αναγκάστηκε  να στραφεί στην άλλη μεριά του Ατλαντικού και το 1998 ήταν πλέον έτοιμος να πραγματοποιήσει μία υπερφιλόδοξη και απλησιάστη για τα μέχρι τότε ευρωπαϊκά δεδομένα παραγωγή. Με τον Ζαν Ροσφόρ στο ρόλο του Δον Κιχώτη και τον Τζόνι Ντεπ ως Σάντσο Πάντσα, ο Γκίλιαμ έβαλε για πρώτη φορά μπροστά το εγχείρημα που έμελλε να του σημαδέψει τη ζωή.

Στα 20 χρόνια που μεσολάβησαν, ο Κιχώτης του βίωσε τον ακατάσχετο πόλεμο της πραγματικότητας. Ασφαλιστικές εταιρίες, δικαστικές διαμάχες με παραγωγούς, πλημμύρες, νατοϊκές δοκιμές και απρόοπτες σοβαρές ασθένειες του καστ έδωσαν στο τόλμημα του Γκίλιαμ ένα άρωμα καταραμένου, από αυτά που ματαιώνουν τις κινήσεις κάθε πιθανού χρηματοδότη και προκαλούν σύγχυση στον κινηματογραφικό κόσμο, δείχνοντας ότι όλα τα σχέδια χάθηκαν για πάντα στη Μάντσα. Μέχρι και το φεστιβάλ των Καννών του 2018, στο οποίο η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της, οι δικαστικές διαμάχες καλά κρατούσαν. Κάθε άλλος δημιουργός, κατά πάσα πιθανότητα, θα είχε εγκαταλείψει το καράβι προ πολλού και κανένας δε θα μπορούσε να τον αδικήσει. Τι είναι όμως αυτό που έκανε τον Τέρι Γκίλιαμ ανήμπορο να ελευθερωθεί ποτέ από το συγκεκριμένο δημιούργημα;

Η ταινία που τελικά έφτασε στις αίθουσες, έστω σε λυπηρά περιορισμένη κυκλοφορία, αποτελεί μακράν το πιο αυτοβιογραφικό δημιούργημά του. Ο μόνος αμερικανός Πάιθον είναι ο ίδιος ένας πρότυπος Δον Κιχώτης της κινηματογραφικής πραγματικότητας˙ασυμβίβαστος, όχι λόγω κάποιας διάθεσης ρήξης με κάποια καθεστηκυία τάξη, αλλά επειδή αδυνατεί να κατανοήσει τη έννοια του συμβιβασμού. Σε συνεχή ανάγκη αναζήτησης υψηλότατων μπάτζετ για να εκπληρώσει τα οράματά του, καταδικασμένος να μην ξέρει ποτέ αν θα ολοκληρώσει οποιοδήποτε εγχείρημα ξεκινά. Με λίγα λόγια, ο Τέρι Γκίλιαμ ίσως είναι ο τελευταίος μεγάλος ρομαντικός ποιητής του κινηματογράφου και η κυκλοφορία του Δον Κιχώτη στις αίθουσες είχε γι’ αυτόν σημασία σε επίπεδο υπαρξιακό, καθώς ήταν το μόνο που θα του επέτρεπε να συνεχίσει να βλέπει γίγαντες στη θέση ανεμόμυλων.

Με ένα καστ ολότελα διαφορετικό από αυτό με το οποίο ξεκίνησε και έχοντας βρεθεί αμέτρητες φορές μεταξύ σφύρας και άκμονος, ο Γκίλιαμ παρουσίασε μία ταινία με αλλαγές σε σχέση με την αρχική του σκέψη, οι οποίες μαρτυρούν και τις πληγές του από τον κυνισμό της πραγματικότητας. Στην αρχική εκδοχή, ένας μαρκετίστας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο και συναντά τον Δον Κιχώτη, σε μία ταινία που αν τελικά κατέληγε στις σκοτεινές αίθουσες θα έμοιαζε με λογοτεχνική συνάντηση του Θερβάντες με τον Μαρκ Τουέιν και τον Γιάνκη του Κονέκτικατ στην αυλή  του Βασιλιά Αρθούρου. Στη σημερινή εκδοχή, αντίθετα, η πλοκή εκτυλίσσεται στη σημερινή εποχή, όπου ένας σκηνοθέτης τηλεοπτικών διαφημίσεων, ο Τόμπι Γκριζόνι, επιστρέφει στην Ισπανία για ένα γύρισμα και επισκέπτεται το μέρος που γύρισε την πρώτη του ταινία, την ιστορία του Δον Κιχώτη, με πρωταγωνιστές κάποιους ντόπιους χωρικούς, για να ανακαλύψει ότι ο υποδηματοποιός που είχε ενσαρκώσει τότε τον Κιχώτη ζει έκτοτε μέσα σε αυτόν το ρόλο.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η ταινία είναι μία πλήρης εξτραβαγκάνζα, γεμάτη έντονα χρώματα και εικόνες που καταργούν τη διάκριση πραγματικότητας και φαντασίας. Οι χαρακτήρες κινούνται πότε σε ονειρικό και πότε σε εφιαλτικό ύφος, έχοντας εγκαταλείψει πάντως από νωρίς το ρεαλισμό. Ο Γκίλιαμ όμως, σαν πολύπειρος μαέστρος, γνωρίζει πολύ καλά ότι το (κινηματογραφικό) χάος, προκειμένου να λειτουργήσει, απαιτεί εξαντλητική οργάνωση και μία αλλόκοτη συμμετρία. Παρότι δεν καταφέρνει να γλυτώσει την ταινία του από κάποιες στιγμές αμηχανίας, δίνει μια συνολική ενέργεια που διαπνέει κάθε λεπτό και σηματοδοτεί και τη μεγάλη μάχη στην οποία βασίζεται το έργο του, αυτήν ανάμεσα σε ιδεαλισμό και κυνισμό. Για κάθε ρομαντική τροπή, υπάρχει και μία εφιαλτική εξέλιξη, μία συνεχής απειλή αδιεξόδου σαν αυτή που συναντά κάθε ονειροπόλος δημιουργός στην πορεία του, σαν και αυτή που έχει συνοδεύσει τον ίδιο από τα πρώτα σκιρτήματα της καριέρας του.

Ο Δον Κιχώτης είναι ταυτόχρονα αντικείμενο χλεύης και θαυμασμού. Ένας άνθρωπος που κυνηγά ορκισμένα το όνειρο και υπερασπίζεται την αθωότητα, ευρισκόμενος πάντα χαμένος στις νεφέλες του εκτροχιασμένου λογισμού του. Η συγκεκριμένη ταινία όμως, όπως και ο τίτλος της, δεν αφορά τον φαντασιόπληκτο ήρωα του Θερβάντες. Εξετάζει την οπτική ενός λογικού ανθρώπου –αν μπορεί να οριστεί ως τέτοιος ένας αντιπαθής και ψωνισμένος σκηνοθέτης διαφημίσεων– που έρχεται σε επαφή με το λυτρωτικό παράλογο. Αυτόν που βρίσκεται στη φυλακή του πραγματισμού και της λογικής επεξεργασίας των πάντων και γνωρίζει την εναλλακτική προσέγγιση ενός αιθεροβάμονα υπερήλικα που έχει παραδοθεί στις ιπποτικές φαντασιώσεις του. Φαντασιώσεις οι οποίες, όσο λαβωμένο και αν τον αφήνουν, είναι οι μόνες που τον κρατούν στη ζωή, είναι αυτές που εξυψώνουν το πνεύμα του και το οδηγούν μακριά από την ταπεινή αλήθεια της καθημερινότητας, που σε τελική ανάλυση τον απελευθερώνουν. Η προσγείωση άλλωστε ενός Δον Κιχώτη στο ζόφο της πραγματικότητας θα ισοδυναμούσε με λοβοτομή.

Το πιο δύσκολο ίσως κομμάτι της πραγμάτωσης ενός ονείρου που παρέμενε ζωντανό για τόσο μεγάλο διάστημα είναι το να το βλέπει κανείς όντως να πραγματοποιείται. Ο Άνθρωπος που Σκότωσε τον Δον Κιχώτη συνόδευσε τον Γκίλιαμ για σχεδόν τρεις δεκαετίας, εκ των οποίων τις δύο προσπαθούσε ενεργά να τον φέρει ενώπιον του κοινού. Θα μπορούσε κάλλιστα να παραμείνει στο στάδιο της πάντα ομορφότερης ανεκπλήρωτης προσδοκίας, ενός ματαιωμένου μεγαλείου, ενός τεράστιου what if. Ωστόσο, ο Αμερικανός προτίμησε τον δύσβατο δρόμο, δεν αφέθηκε στην μελαγχολική έλξη του ναυαγίου του.

 Όλα ξεκίνησαν όταν αισθάνθηκε ότι είναι ο τέλειος άνθρωπος για να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μια ιστορία που περιλαμβάνει τον Δον Κιχώτη, επιδεικνύοντας μία μάλλον δικαιολογημένη αυτοπεποίθηση. Στη συνέχεια, με όλες τις τρικυμίες, το ζήτημα πήρε διαστάσεις εμμονής, καθώς δήλωσε πως όποια ταινία έχει κάνει από το 2000 και έπειτα την έκανε απλώς γιατί δεν μπορούσε να δουλέψει τον Κιχώτη. Στο τέλος κατέληξε να αισθάνεται ότι πρέπει να το βγάλει από μέσα του προκειμένου να συνεχίσει. Όποιος και αν είναι ο λόγος που τούτο το εγχείρημα έμεινε στη ζωή, αποτελεί ο, τι πιο προσωπικό έχει καταθέσει ποτέ ο Τέρι Γκίλιαμ στον κόσμο του κινηματογράφου. Αυτό από μόνο του τού δίνει πολύ μεγάλες διαστάσεις και το καθιστά σπουδαίο κινηματογραφικό γεγονός. Ακόμα και αν δεν είναι η αρτιότερη ταινία του, γεννά την ανάγκη για μία υπόκλιση σ’ έναν άνθρωπο που παραμένει δημιουργικός πολεμώντας πότε με ανεμόμυλους και πότε με γίγαντες. Ένας Δον Κιχώτης είναι εξαιρετικά απαραίτητος, σε κάθε εποχή.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑