Reviews Annette

22 Σεπτεμβρίου 2021 |

0

Annette

Σκηνοθεσία: Λέος Καράξ

Παίζουν: Άνταμ Ντράιβερ, Μαριόν Κοτιγιάρ

Διάρκεια: 

Όπως έκανε και πριν εννιά χρόνια με την εισαγωγική σεκάνς του «Holy Motors», έτσι και στην αρχή του «Annette», ο Λεός Καράξ θέλει να ενημερώσει τον θεατή ότι αυτό που θα παρακολουθήσει είναι ψεύτικο. Τι πάει να πει «ψεύτικο», όμως, όταν πρόκειται για μια κινηματογραφική ταινία, κάτι που είναι εξ ορισμού προϊόν μυθοπλασίας; Αυτονόητα πράγματα, θα πει κάποιος, γιατί να επιμένουμε στο προφανές;

Κι, όμως, δεν είναι πλεονασμός αυτό που επιχειρεί -και- εδώ ο Γάλλος auteur. Αν επιμένει στο «φτιαχτό» της ταινίας του, στον «κατασκευασμένο» χαρακτήρα της, είναι για να διαχωρίσει τη θέση του απ’ όλους εκείνους που κάνουν τα πάντα ώστε να μοιάζουν τα έργα τους «ρεαλιστικά», «αληθοφανή», βγαλμένα μέσα απ’ τα σπλάχνα της πραγματικότητας, μόνο και μόνο για να πουν τα ψέματά τους με καλή συνείδηση.

Η αλήθεια (όπως λέει κάποια στιγμή στο κοινό του ο -stand up comedian με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Ape of God» – Henry McHenry) υπάρχει μονάχα ένας τρόπος να ειπωθεί και να μη βάλει σε κίνδυνο τη ζωή αυτού που την εκστομίζει: να ενδυθεί τη μεταμφίεση μιας κοινωνικά αποδεκτής σύμβασης όπως η τέχνη, να μετατραπεί σε ψυχαγωγία, σε διασκέδαση. Στην περίπτωση του McHenry, αυτή η σύμβαση είναι η κωμωδία: μπορεί να είναι όσο καυστικός θέλει, να προσβάλει το κοινό του, να του εκτοξεύει κατάμουτρα τις πιο πικρές κι αβάσταχτες αλήθειες, αρκεί να παραμένει κωμικός, να κάνει τον κόσμο να γελάει.

Αν τους διασκεδάζει, μπορούν να του συγχωρέσουν το ελάττωμα της επώδυνης ειλικρίνειας. Ο Καράξ χρειάζεται, επίσης, μια μεταμφίεση για να πει την αλήθεια, μια μάσκα. Φτιάχνει, λοιπόν, κινηματογραφικές ταινίες, έργα τέχνης που δεν θέλουν να είναι ούτε «πειστικά», ούτε αληθοφανή. Θα διαχωρίσουν κατευθείαν τη θέση τους απ’ την οποιαδήποτε έννοια ρεαλισμού κι έπειτα θα μπορούν να πουν την αλήθεια.

Ποια είναι η δυσάρεστη, δυσβάσταχτη και επικίνδυνη αλήθεια που θέλει να αποκαλύψει το «Annette», για την οποία χρειάζεται να πάρει τόσες προφυλάξεις; Δεν είναι μία, είναι πολλές, αλλά υπάρχει μία ειδικά που μοιάζει πιο «παράνομη» απ’ όλες: αυτή που λέει ότι η πραγματική αγάπη στον σύγχρονο κόσμο είναι περίπου αδύνατο να επιβιώσει. Γιατί είναι τόσα πολλά τα δηλητήρια που την απειλούν (ναρκισσισμός, ματαιοδοξία, εγωκεντρισμός, πλεονεξία, αδυναμία απεγκλωβισμού απ’ τη φυλακή του Εγώ, φοβίες, άγχη), ώστε το να καταφέρει να τα βγάλει πέρα σ’ αυτό το αφιλόξενο, εχθρικό περιβάλλον να μοιάζει με θαύμα.

Επίτηδες ο Λεός Καράξ, αναθέτει το δύσκολο εγχείρημα να κάνουν την αγάπη να πετύχει, σε δύο ανθρώπους του θεάματος, επιτυχημένους, λατρεμένους απ’ το κοινό τους, για τους οποίους η ρήξη με το Εγώ (ίσως η πιο βασική προϋπόθεση της αληθινής αγάπης), ισοδυναμεί σχεδόν με κοινωνικό θάνατο. Τους διαλέγει, φυσικά, μόνο και μόνο για να τους δει να αποτυγχάνουν αλλά αυτή η αποτυχία δεν τον ενδιαφέρει τόσο όσο αυτό που έπεται εκείνης και την ολοκληρώνει με τον πλέον σκοτεινό τρόπο: η γέννηση ενός παιδιού απ’ αυτούς τους δύο αδιαπέραστους εγωισμούς.

Η Annette του τίτλου, ένα παιδί-παιχνίδι, ένα παιδί-ξύλινη κούκλα, ένα παιδί-αντικείμενο, δεν αποτελεί μονάχα το επιστέγασμα της καταστροφής δύο ατόμων που δεν μπόρεσαν ποτέ να είναι κάτι περισσότερο από άτομα, αλλά το μέλλον αυτού του κόσμου (του κόσμου των Εγώ-Φυλακών), για τον οποίο κανένα ενδεχόμενο σωτηρίας δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Ναι, το «Annette» είναι ένα κατάμαυρο έργο.

Πέρα απ’ το να κοροϊδεύει τους γελοίους μηχανισμούς της κοινωνίας του θεάματος (οι βασικές εξελίξεις στη σχέση του Henry με την Ann, μας κοινοποιούνται πάντα μέσω των γνωστών «κουτσομπολίστικων» εκπομπών που ασχολούνται μονίμως με την προσωπική ζωή των διάσημων), εντός της οποίας η αξία χρήσης έχει αντικατασταθεί πλήρως από την αξία αναπαράστασης -όπως γράφει ο Ραούλ Βανεγκέμ-, πέρα απ’ το να σχολιάζει καυστικά τα αδιέξοδα μιας μετα-νεωτερικότητας για την οποία τα μεγάλα θέματα της ύπαρξης (ο έρωτας, ο θάνατος, ο εαυτός, ο Άλλος, η οδύνη, η ευτυχία) οφείλουν είτε να βιωθούν δια αντιπροσώπου, είτε να μη βιωθούν καθόλου γιατί παραείναι σοβαρά και δύσκολα (φαινόμενο που, εκ των πραγμάτων, μετατρέπει τους καλλιτέχνες σε προβληματικά πλάσματα, τραγικά, γεμάτα αντιφάσεις, χάσματα και ρωγμές, αφού έχουν επιφορτιστεί με το καθήκον να ζήσουν τις ζωές τόσων άλλων, χιλιάδων, εκατομμυρίων άλλων που υπεκφεύγουν μέσω της καθημερινότητας), ο Καράξ τραγουδάει το τέλος των οπτιμιστικών ψευδαισθήσεων σε σχέση με τους «ανθούς του μέλλοντος» που δήθεν θα τα κάνουν όλα καλύτερα.

Γεννημένα για να καλύψουν κενά (ή το Κενό ως τέτοιο), να χρησιμοποιηθούν ως παυσίπονα, αντιπερισπασμοί ή ντοπαμίνες, τα παιδιά που προκύπτουν από τέτοιους γονείς, δεν θα μπορούσαν παρά να είναι, κατά βάθος, «κούκλες». Πραγματικούς ανθρώπους θα τους κάνει μονάχα ο πόνος, όταν και αν αποφασίσουν να τον αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο. Η ιδιοφυΐα του Καράξ μας αφήνει να μαντέψουμε αυτό που στο τέλος θα καταστήσει εντελώς ξεκάθαρο μέσα από ένα συγκλονιστικό φινάλε μετωπικής σύγκρουσης και κάθαρσης, αλλά ακόμα κι αν υποθέτουμε πού περίπου το πάει, ποτέ δεν μπορούμε να αποδεχτούμε εντελώς αυτό που βλέπουν τα μάτια μας για δυο ώρες: ένα άψυχο παιχνίδι στη θέση ενός πραγματικού παιδιού.

Κι αυτό είναι ακριβώς που θέλει ο μεγάλος δημιουργός: η μικρή Annette οφείλει να μας ενοχλεί διαρκώς, να μας ξεβολεύει και να μας ξενίζει ώστε να μην πέσουμε στιγμή στην παγίδα της ταύτισης, της αληθοφάνειας (πράγμα που επιδιώκεται, σαφώς, και μέσα από τη φόρμα του μιούζικαλ). Είπαμε, το «Annette» πρέπει να παραμένει, καθ’ όλη του τη διάρκεια, ένα -εμφανές- ψέμα που λέει την -κρυμμένη- αλήθεια.

Στήνοντας τη μία αισθητικά σαγηνευτική σκηνή μετά την άλλη, τιμώντας όσο λίγοι σύγχρονοι συνάδελφοί του τον καλλιτεχνικό κινηματογράφο ως διανοητική περιπέτεια και συναισθηματική έκρηξη, ποίηση, όνειρο και θαύμα, ο Καράξ σε αγαστή συνεργασία με τους Sparks, εξαπολύει μια οπτικοακουστική θύελλα, επιτρέποντας, μεταξύ άλλων, στον Άνταμ Ντράιβερ να μας χαρίσει ένα ντελίριο υψηλής υποκριτικής. Πάνω απ’ όλα, βέβαια, αυτό που καθιστά την «Annette» συνταρακτικό αριστούργημα, είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταγγίζει το αβυσσαλέο περιεχόμενό της στη φόρμα για να σου πει ότι τα λογικά θεμέλια πάνω στα οποία χτίζεις τη ζωή μοιάζουν με ένα σύντομο τραγούδι που όσο όμορφο κι αν είναι, νομοτελειακά κάποια στιγμή θα σιγήσει.

Γιατί η λογική είναι, σε τελευταία ανάλυση, η σύμβαση, το ψέμα, η «σκηνοθεσία», η «κατασκευή», το φτιαχτό, η -με μια ευρύτερη έννοια- φόρμα. Η λογική προστατεύει, καλύπτει, οργανώνει, βάζει τα όρια. Πέρα απ’ αυτήν υπάρχει μόνο το χάος (η άβυσσος εντός της οποίας θέλησε να κοιτάξει ο Henry McHenry). Γι’ αυτό όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας τραγουδάνε, γι’ αυτό η «Annette» είναι μιούζικαλ: όλοι πασχίζουν, ως την ύστατη στιγμή, να παραμείνουν λογικοί, να σταθούν στην άκρη του γκρεμού. Όμως οι τελευταίες λέξεις του Henry McHenry (με το απόσταγμα πικρής εμπειρίας και οριστικής συνειδητοποίησης που κουβαλάνε), δεν λέγονται τραγουδιστά. Διότι η αλήθεια -της ταινίας και του ανθρώπου- δεν μπορεί να γίνει τραγούδι.

 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑