Σκηνοθεσία: Νόα Μπάουμπακ
Παίζουν: Ανταμ Ντράιβερ, Γκρέτα Γκέργουιγκ, Ντον Τσιντλ, Ράφι Κάσιντι, Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ, Σαμ Νίβολα, Μπαρμπάρα Σουκόβα
Διάρκεια: 136′
Ελληνικός τίτλος: Λευκός Θόρυβος
Ο Λευκός Θόρυβος του Ντον ΝτεΛίλο κυκλοφόρησε το 1985 και αναγνωρίστηκε άμεσα ως ένα από τα σπουδαία έργα του μεταμοντερνισμού. Διαβασμένο εκτενώς, βραβευμένο και αγαπημένο, είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτηριστικού ύφους και βαθιά σημερινών προβληματισμών στην αφήγησή του. Ο κλήρος για την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του έπεσε στον Νόα Μπάουμπακ και αυτός επέλεξε να υπακούσει στα κελεύσματα του πρωτογενούς υλικού και να απομακρυνθεί σταθμούς από την πεπατημένη της φιλμογραφίας του, προκειμένου να αποδώσει στην οθόνη την τόσο ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος.
Είναι πάντα ένα ερώτημα στις διασκευές λογοτεχνικών έργων ο βαθμός ελευθερίας που θα χαρακτηρίσει την κινηματογραφική μεταφορά˙ ερώτημα χωρίς απάντηση βέβαια, καθώς δεν υπάρχει σωστή ή λάθος μέθοδος για μια τέτοια αποστολή. Εν προκειμένω, πάντως, ο Μπάουμπακ προσπάθησε να μείνει απόλυτα πιστός στο βιβλίο. Όσον αφορά την πλοκή του έργου ελάχιστα λοξοδρόμησε από την πορεία του ΝτεΛίλο, ο οποίος εύλογα αποφάσισε για λόγους αφηγηματικής οικονομίας να αφαιρέσει ορισμένους περιφερειακούς χαρακτήρες και να επιχειρήσει να θέσει σε κινηματογραφικό τέμπο μία αφήγηση εγγενώς λογοτεχνική, με κλιμακώσεις και παρεκβάσεις που κατά την ανάγνωση φαντάζει αδύνατο να κινηματογραφηθούν.
Η προσήλωσή του είναι περισσότερο σαφής στην απόπειρά του να προσδώσει στο φιλμ τον ίδιο τόνο με αυτόν του μυθιστορήματος, να υποτάξει δηλαδή τη δική του αισθητική αντίληψη, όπως έχει διαφανεί στη μέχρι τώρα καριέρα του, στην ανάδειξη μίας ατμόσφαιρας όπως ακριβώς προκύπτει από τις σελίδες του βιβλίου. Το κινηματογραφικό White Noise δεν είναι απλώς ένα έργο που εμφορείται από σεβασμό στο πρωτογενές υλικό. Αντιθέτως, είναι μία ερωτική επιστολή, ένας φόρος τιμής, μία φιλμική υπόκλιση σε ένα τεράστιο λογοτεχνικό επίτευγμα μελετημένου κυνισμού και βασανιστικού υπαρξισμού, σε μία αφήγηση που αγκαλιάζει το παράλογο και το θέτει δίπλα στον πρωτόλειο φόβο που ορίζει την ανθρώπινη κατάσταση: τον φόβο του θανάτου.
Βέβαια, η επιλογή του Μπάουμπακ εγκυμονεί κινδύνους, ουκ ολίγες φορές οι (κινηματογραφικοί) δημιουργοί μεταφράζουν την αγάπη τους για το πρωτότυπο έργο σε δέος, με αποτέλεσμα να στερούνται την πρόσβαση στον πυρήνα της ιστορίας που αφηγούνται. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, όμως, είναι έμπλεο θεματικών και μοτίβων που δε χρήζουν «επικαιροποίησης», οπότε η διακριτική προσέγγιση στη διασκευή μάλλον δικαιώνεται. Έτσι, στο φιλμ απαντώνται η διακωμώδηση των πιο τραγικών ανθρώπινων αδυναμιών, οι αγκυλώσεις γύρω από την ψευδαίσθηση του (ατομικού και κοινωνικοπολιτικού) ελέγχου και το εύθραυστο των καθημερινών ισορροπιών που είναι στα πρόθυρα μόνιμης κατάρρευσης. Η θεματολογική πυκνότητα του υλικού μεταφράζεται σε εξαντλητικά προσεγμένη mise-en-scène, δηλωτική της αγωνίας του δημιουργού να χωρέσει ετερόκλητα στοιχεία σε κάδρα ενιαίας πνοής.
Τόπος της ιλαροτραγωδίας είναι τα περίφημα αμερικανικά προάστια, σύμβολο της απραξίας και της καπιταλιστικής ευμάρειας, και καρδιά της η οικογένεια, «το λίκνο της παραπληρόφορησης» . Ο Τζακ και η Μπαμπέτ μοιάζουν ανίκητοι, ζουν με τα παιδιά τους σε ένα όμορφο σπίτι γεμάτο βαβούρα, επαγγελματικά κραταιοί και συντροφικά άρτιοι. Αγοράζουν και καταναλώνουν αφειδώς αγαθά από το τοπικό σούπερ μάρκετ, βλέπουν αποχαυνωμένοι τηλεόραση, είναι φάροι εφησυχασμού για τις ευθύβολες παιδικές και εφηβικές ερωτήσεις που του τίθενται από τα νεότερα μέλη της οικογένειας. Ώσπου κάπου κοντά τους συμβαίνει μία έκρηξη, ο μαύρος καπνός σκεπάζει τον ουρανό και μία νέα φράση προστίθεται βίαια στο λεξιλόγιό τους: the airborne toxic event.
Στο White Noise βλέπουμε εικόνες που η εμπειρία της πανδημίας τις καθιστά αφόρητα οικείες. Μάσκες και ατομική ευθύνη, προστατευτικά μέτρα που αναθεωρούνται με μία συναρπαστική τυχαιότητα, κραυγαλέα θεσμική ανημποριά και ένα γενικότερο θέατρο του παραλόγου που υπό τις αναμενόμενες συνθήκες θα έμοιαζε αποκύημα νοσηρής και παιγνιώδους φαντασίας, πλέον βρίσκεται σε παραλληλισμό με τη βιωμένη πραγματικότητά μας, απογειώνοντας τον χρονισμό της κινηματογραφικής διασκευής. Ο θάνατος έγινε θέαμα σε όλο τον πλανήτη, χτύπησε αδόκητα την πόρτα και έφερε τους προβληματισμούς περί θνητότητας σε απόλυτη πρωτοκαθεδρία. Μαζί με αυτούς, βέβαια, και τη σαρκαστική αποτύπωση της αδυναμίας να ξεφύγουμε από τα δεσμά της μοναδικής μας απόλυτης βεβαιότητας.
Στο φιλμ, αλλά και στο μυθιστόρημα, αποδομούνται μερικοί από τους ισχυρούς μηχανισμούς άμυνας του ανθρώπου της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας απέναντι στον τρόμο του τέλους. Επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος δίνουν φρούδες ελπίδες καταπολέμησης, αν όχι του ίδιου του θανάτου, τουλάχιστον του φόβου που μας παραλύει («αν νικήσεις τον φόβο, νικάς και τον θάνατο», λέει ο συνάδελφος του Τζακ, η σύλληψη του ΝτεΛίλο για τη λειτουργία του επίμαχου χαπιού που παραμερίζει τον φόβο είναι πραγματικά αφοπλιστική). Αδυνατούν όμως να χτυπήσουν στον πυρήνα της υπαρξιακής μας αγωνίας: φοβόμαστε τον θάνατο επειδή δεν τον καταλαβαίνουμε και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να τον ελέγξουμε και το absurd στοιχείο του κλίματος της ταινίας αναδεικνύει το θλιβερά ατελέσφορο της απόπειράς μας να επιβληθούμε.
Στα ίδια άτοπα καταλήγουν και διαχρονικοί φορείς που θέτουν κανόνες επί της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως η θρησκεία, που δεν έχει απαντήσεις και θεμελιώνει την ισχύ της στη σίγαση των ερωτήσεων, και η εξουσία, η ρυθμιστική δράση της οποίας προκαλεί άλλοτε θυμηδία και άλλοτε ηχηρό γέλιο. Ακόμα και η προσωποποίηση του θανάτου επί της γης με την αιμοσταγή σιδηρά πυγμή, ο Χίτλερ, στον οποίο ο Τζακ έχει αφιερώσει εμμονικά την επιστημονική του σταδιοδρομία, δεν έχει απαντήσεις στο πρόβλημα της θνητότητας, αφού η αθανασία που εξασφαλίζουν οι ιστορικές φιγούρες είναι ασήμαντη ωφέλεια μπροστά στη συνειδητοποίηση του θανάτου.
Το μόνο που απομένει σαν προσωρινή γιατρειά είναι οι εξορμήσεις στο σούπερ μάρκετ, το ναό της καταναλωτικής δέησης, την οποία υπερτονίζει σπαρταριστά ο Μπάουμπακ σε μία ομολογουμένως εμπνευσμένη σεκάνς τίτλων τέλους. Είναι εκεί όπου η ύλη θριαμβεύει επί της αδύναμης και ταλαίπωρης ψυχής, ένας σύγχρονος τόπος λατρείας που οι άνθρωποι συναντιούνται και συνυπάρχουν ασφαλείς, απαλλαγμένοι προσωρινά από τις φοβίες τους. Όπως κάθε εκκλησία, έχει και τον δικό της ιεροκήρυκα: την τηλεόραση που σχεδόν τελετουργικά η οικογένεια της ταινίας παρακολουθεί.
Μπορεί η δημιουργία του Νόα Μπάουμπακ να φαντάζει κάπως ασθμαίνουσα προκειμένου να χωρέσει αυτά που στις σελίδες του ΝτεΛίλο εμφανίζονται αβίαστα και με το δικό τους ρυθμό, ωστόσο δεν παύει να συνιστά μία αξιόλογη προσπάθεια, γεμάτη λεπτομέρειες που η πρώτη θέαση συνήθως δεν επιτρέπει να εμφανιστούν. Το φόντο κάθε κάδρου κρύβει σχεδόν πάντα μία πινελιά που συντονίζει το φιλμικό κείμενο στην αύρα του σαρκαστικού παραλόγου. Παρότι οι ιδέες ασφυκτιούν να χωρέσουν σε 135 λεπτά και αυτό κοστίζει στο ρυθμό, ο δημιουργός κατορθώνει να αποφύγει την αίσθηση της κατακλυσμιαίας συλλογής προβληματισμών. Το White Noise είναι σίγουρα χαώδες όπως προδίδει και ο τίτλος του. Είναι, όμως, και προσεγμένο στην εντέλεια, με τρόπο που το καθιστά πηγή απολαυστικού πονοκεφάλου για όσους και όσες συντονιστούν με την αφήγησή του.