What's On The Dead Don’t Die

19 Ιουλίου 2019 |

0

The Dead Don’t Die

Σκηνοθεσία: Τζιμ Τζάρμους

Παίζουν: Μπιλ Μάρεϊ, Άνταμ Ντράιβερ, Κλόι Σεβινί, Τίλντα Σουίντον, Τομ Γουέιτς, Στιβ Μπουσέμι, Ντάνι Γκλόβερ, Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Σελίνα Γκόμεζ, Ίγκι Ποπ, Σάρα Ντράιβερ, Ρόουζι Πέρεζ 

Διάρκεια: 103′

Ελληνικός τίτλος: “Οι Νεκροί δεν Πεθαίνουν”

Το Σέντερβιλ είναι μία ήσυχη πόλη που βρίσκεται στο κέντρο των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά μοιάζει στην πραγματικότητα να βρίσκεται στη μέση του πουθενά. Το σύστημά της καλοκουρδισμένο και οι περίπου επτακόσιοι κάτοικοί της συμβιώνουν διατηρώντας μία βαρετή αρμονία, στα όρια της απόλυτης άπνοιας. Δύο αστυνομικοί περιπολούν δίχως να προσμένουν κάποιο σημαντικό εύρημα, με το ενδιαφέρον τους να στρέφεται περισσότερο στο αν θα πάρουν ντόνατς και καφέ στο γυρισμό προς το τμήμα όπου τους περιμένει η συνάδελφός τους.

Σε τούτο το ξεχασμένο από τον Θεό μέρος όμως είναι που χτυπά η αποκάλυψη. Και τι αποκάλυψη: το ξύπνημα το νεκρών, βγαλμένο από τους υγρούς σινεφιλικούς εφιάλτες του ντόπιου geek! Ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, η γη κουνιέται από τη θέση της και τους τους άξονές της (!) και οι τεθνεώτες επιστρέφουν στη ζωή ως αιμοδιψή ζόμπι, τα οποία εκτός από ανθρώπινη σάρκα αποζητούν και αγαθά που είχαν στην προηγούμενη ζωή τους. Ο Ίγκι Ποπ φέρ’ ειπείν, ο οποίος ανοίγει τον χορό των νεκραναστημένων, ψάχνει απεγνωσμένα καφέ, σε μία επίδειξη απολαυστικής αυτοαναφορικότητας του δημιουργού.

Οι «Νεκροί» του Τζάρμους είναι μία ταινία καμωμένη χωρίς εξαντλητική φροντίδα, στα όρια της προχειρότητας, με τον αγαπημένο σκηνοθέτη να μαζεύει την παλιοσειρά του και, με την προσθήκη λίγων νέων, να χαράσσει τον δρόμο πάνω στον οποίο θα σπάσουν την πλάκα τους. Και όμως, το πλούσιο καστ κουβαλά την ταινία με άνεση και ανά στιγμές υπάρχουν αληθινά ξεκαρδιστικά σημεία, τα οποία υπαγορεύονται πάντα από την ίδια αρχή. Ο Τζάρμους αρνείται πεισματικά να πάρει στα σοβαρά όχι μόνο της ταινία του, αλλά και ολόκληρο το είδος στο οποίο αυτή εντάσσεται. Βέβαια, ουδέποτε το εξευτελίζει, ούτε καν το ειρωνεύεται ευθέως ∙ η ειρωνική του ματιά στρέφεται προς τον σύγχρονο άνθρωπο που καταναλώνει με μανία και ελάχιστα διαφέρει από τα εικονιζόμενα ζόμπι, ακόμα και ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον κινηματογραφικό τρόμο.

Εδώ, ολόκληρες υποπλοκές μένουν ανεκπλήρωτες, οι χαρακτήρες είναι μονοδιάστατοι σε βαθμό εξαντλήσεως, και τα «μηνύματα» απολύτως προφανή ∙ ο Τζάρμους, αποτίνοντας φόρο τιμής στους προπάτορες του τρόμου και μην επιθυμώντας να σταθεί πλάι τους, σπάει πλάκα με την σύγχρονη κατάντια του είδους, τον ξεπεσμό το φθηνού εντυπωσιασμού, την απουσία ενός μεγάλου οράματος που θα μετατρέψει τον τρόμο από εξωπραγματικό σε πραγματικό. Ακόμα και η χωλή πολιτική διάσταση του έργου, η τόσο πασιφανής και εύκολη κατηγορία στο σύγχρονο τραμπικό γίγνεσθαι και την ανθρώπινη απάθεια μπροστά σε φρικώδη τεκταινόμενα, εντάσσεται στο πλαίσιο μίας ανισόρροπης σάτιρας που ηθελημένα δεν εμβαθύνει σε κανένα από τα θιγόμενα ζητήματα.

Στα σημεία που η οικολογική και πολιτική επαγρύπνηση του Τζάρμους φορτώνεται επιθετικά στον θεατή, μέσω μεγαλόστομων δηλώσεων δια στόματος του ερημίτη Τομ Γουέιτς, οι «Νεκροί» χάνουν τη δύναμή τους και φλερτάρουν με την ολίσθηση στο παρωχημένο. Η δύναμη της ταινίας ανιχνεύεται στην αίσθηση της αβίαστης σατιρικής απεικόνισης ενός απλοϊκού μα απολαυστικού μοτίβου, με τους ήρωες να αντιδρούν αλλόκοτα στη ζόμπι αποκάλυψη και να επιδίδονται σε διαλόγους που διαθέτουν τη χαρακτηριστική σπιρτάδα του δημιουργού. Ακόμα, πρόκειται για ένα φιλμ πλούσιο σε αναφορές, στο οποίο το Twin Peaks μοιάζει να συναντά τον Τζορτζ Ρομέρο και να πορεύονται μαζί σ’ έναν δρόμο στον οποίο παροικούν οι Κοέν, ο Ταραντίνο και πολλοί άλλοι.

Τα ζόμπι του Τζάρμους, λοιπόν, σκορπούν τον τρόμο σε ένα υπέρπληρες καστ που τα αντιμετωπίζει με μπρίο ικανό να ανασηκώσει το φιλμ από τις λακκούβες στις οποίες ανά διαστήματα πέφτει. Μπορεί οι ατάκες να είναι επαναλαμβανόμενες, η πολιτικοποίηση άτονη και προφανής και ο ρυθμός ασταθής, αλλά η ταινία με έναν μαγικό τρόπο επιβιώνει, μοιράζει γέλιο και δεν συνθλίβεται ποτέ υπό το βάρος της προχειρότητάς της. Ίσως επειδή αντί να προσπαθήσει να την κρύψει κάτω από το χαλί και να πείσει ότι κουβαλά κάποιο μεγαλόπνοο μήνυμα, την μετατρέπει σε φυσικότητα και την φέρει πάνω στο σώμα της σαν αρετή.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑