What's On A Star is Born

9 Οκτωβρίου 2018 |

0

A Star is Born

Σκηνοθεσία: Μπράντλεϊ Κούπερ

Παίζουν: Μπράντλεϊ Κούπερ, Lady Gaga, Σαμ Έλιοτ

Διάρκεια: 135′

Ελληνικός τίτλος: Ένα Αστέρι Γεννιέται

Ο Τζάκσον Μέιν είναι ένας  κάουντρι/ροκ σταρ που επιχειρεί να ξεγελάσει την προσωπική του δυστυχία με την άλογη κατανάλωση αλκοόλ. Μία από τις νυχτερινές επιδρομές του σε συνοικιακά μπαρ θα τον οδηγήσει σ’ ένα drag  bar (στο οποίο εισήλθε χωρίς να γνωρίζει τον χαρακτήρα του μέρους). Εκεί θα γνωρίσει την Άλι, η οποία θα τον γοητεύσει με την προσωπικότητά και τη φωνή της, δίνοντας του μία νέα πνοή. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένα ρομάντζο από αυτά που συμβαίνουν μόνο στις ταινίες. Η Άλι θα βρεθεί ξαφνικά να ακολουθεί τον Τζάκσον σε συναυλίες, να τραγουδάει κομμάτια που της έχει γράψει και να ζει ένα όνειρο που φάνταζε άπιαστο. Η ώθηση που έδωσε στον Τζάκσον όμως αποδεικνύεται βραχύβια και αυτός ολισθαίνει και πάλι στο ποτό.  Ένα αστέρι γεννιέται, ενώ ένα άλλο σβήνει.

Η όμορφη εναρκτήρια σκηνή που συστήνει τους χαρακτήρες και προσφέρει μία ανθρώπινη ματιά σε δύο από τις όψεις της καλλιτεχνικής επιτυχίας (άπιαστο όνειρο για τη μία, ανεπαρκής παρηγοριά για τον άλλον) δίνει τη θέση της σ’ ένα πάρα πολύ μεγάλο σε διάρκεια μέρος του φιλμ κατά το οποίο οι χαρακτήρες βυθίζονται σε στερεότυπα και συμπεριφορές που έλκουν την καταγωγή τους από άλλες δεκαετίες. Την όμορφη στιγμή της ερμηνείας της Lady Gaga στο La Vie en Rose της Εντίθ Πιάφ, με την έξυπνη ειρωνεία, ακολουθεί μία σειρά από ρομαντικές εικόνες που προκύπτουν εντελώς βεβιασμένα και σαν σε εφηβικό παραμύθι. Ο έρωτας των δύο μουσικών ολοένα και θεριεύει αλλά ο θεατής δεν βλέπει ποτέ να γεννιέται μία πηγαία ένταση ανάμεσα τους˙απλώς παρατίθεται μία αποσπασματική απεικόνιση κάποιων σπουδαίων γεγονότων της κοινής τους πορείας, που διαγράφηκε με χαρακτηριστική ευκολία.

Πρόθεση του δημιουργού Μπράντλεϊ Κούπερ μάλλον ήταν να αποτίσει φόρο τιμής στην αφέλεια του είδους, η μέθοδος όμως είναι το λιγότερο αδόκιμη και αποσπασματική. Το πρωταγωνιστικό ζεύγος αγγίζει τα όρια της καρικατούρας και η ταινία επιχειρεί να συνδεθεί τόσο με το παρελθόν όσο και με το παρόν, με συνεχείς πλάγιες προσεγγίσεις στην me too εποχή, αλλά βυθίζεται τελικά στο κενό που βρίσκεται ανάμεσα. Ογδόντα ολόκληρα χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου «αστεριού», το αρχετυπικό ρομάντζο και οι διαθέσεις του είναι πιο ποπ από ποτέ. Επιπλέον, μπορεί η ταινία να μην αποτελεί με κανέναν τρόπο μιούζικαλ, η απουσία όμως οποιασδήποτε αξιομνημόνευτης πρωτότυπης μουσικής επένδυσης είναι μία τρανταχτή έλλειψη, που παραμερίζει και τις απαράμιλλες φωνητικές δυνατότητες της Lady Gaga.

Ευτυχώς, στην τρίτη πράξη μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι η ταινία αγκαλιάζει τις τραγικές της στιγμές, ελευθερώνεται από τις παθογένειές της και οδηγείται σ’ ένα -ελαφρώς βεβιασμένο λόγω του προηγούμενου ύφους- συγκινητικό φινάλε. Μπορεί οι καταβολές του έρωτα να μην αναπτύχθηκαν παρά μόνο σχηματικά, η ατυχής του πορεία όμως τυγχάνει ωριμότερης κινηματογραφικής μεταχείρισης. Παράλληλα, αυτό είναι και το μόνο μέρος του φιλμ στο οποίο οι δύο κύριοι πρωταγωνιστές μπορούν να αναπτύξουν το υποκριτικό τους βάθος. Ο Μπράντλεϊ Κούπερ, που για αρκετή ώρα κυκλοφορεί σαν χαμένος αδερφός του Έντι Βέντερ σε μόνιμη συνθήκη ημιμέθης, μετατρέπει τον χαρακτήρα του σε έναν άνθρωπο που η εποχή του τον έχει ξεπεράσει και μοιάζει με θλιβερό κατάλοιπο του παρελθόντος που όλοι περιμένουν στωικά να εξαφανιστεί. Από την άλλη, η Lady Gaga και κατά κόσμον Στέφανι Τζερμανότα, όσο είναι ακόμα η άσημη Άλι παρουσιάζεται εμφανώς σφιγμένη και στημένη, ζήτημα να ανοιγοκλείνει τα μάτια της πάνω από τρεις φορές σε ογδόντα λεπτά. Όσο όμως ο χαρακτήρας τον οποίο υποδύεται αρχίζει να προσεγγίζει την περσόνα την οποία αυτή έχει υιοθετήσει την τελευταία δεκαετία, το θέαμα αποκτά ένα εξωκινηματογραφικό ενδιαφέρον.

Πρόκειται για ένα φιλμ που δεν είναι τίποτα από όσα προσπαθεί, τουλάχιστον με ακρίβεια. Δεν αποτελεί ψυχωμένη παρατήρηση μίας a priori καταδικασμένης σχέσης που συντρίβεται από τον ανταγωνισμό, ούτε ενδελεχής μελέτη των κακώς κειμένων της τιτάνιας βιομηχανίας του θεάματος. Βρίσκει κανείς τη φυσικότητα και ειλικρινή ευαισθησία σε προχωρημένα στάδια του έργου, όταν πλέον το κλίμα έχει ήδη οριστεί και είναι δύσκολο να ανατραπεί. Πάντως, σε κάποιες φωτεινές στιγμές που η ταινία μοιάζει να ρέει ελεύθερα και να κορυφώνει τη δραματική της ένταση δίχως τεχνάσματα, βλέπει κανείς ότι αυτό το φτιασιδωμένο σύνολο κρύβει μία ανθρώπινη ματιά πάνω στη συνύπαρξη δύο ψυχών που δε μπόρεσαν να μοιραστούν όσα θα ήθελαν. Κρίμα που αυτή η οπτική είναι τελικά δευτερεύουσα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑