What's On Ma Rainy’s Black Bottom

25 Απριλίου 2021 |

0

Ma Rainy’s Black Bottom

Σκηνοθεσία: Τζορτζ Σι Γουλφ

Παίζουν: Τσάντουικ Μπόουζμαν, Βαϊόλα Ντέιβις

Διάρκεια: 94’

Ελληνικός τίτλος: «Η Θρυλική Μα Ρέινι»

Σικάγο, 1927. Μία μπλουζ μπάντα προβάρει στο υπόγειο ενός στούντιο ηχογραφήσεων περιμένοντας την πολυθρύλητη ντίβα Μα Ρέινι. Καθώς τα μέλη συζητούν, ανακύπτουν σημαντικές αντιθέσεις στην κοσμοθεωρία τους και έτσι όταν καταφτάνει, εμφανώς αργοπορημένη,  η εκκεντρική «Μητέρα των Μπλουζ» με τις δικές της ανυποχώρητες θέσεις, συναντά ένα κλίμα ήδη τεταμένο. Σύντομα καθίσταται σαφές ότι αυτή δεν πρόκειται να είναι μία τυπική μέρα ηχογράφησης ενός καινούριου άλμπουμ, αλλά μία αρένα ποικίλλων αντιπαραθέσεων. Κύριο πρόσωπο της ιστορίας είναι ο τρομπετίστας της μπάντας, ο Λέβι, ένας φιλόδοξος μουσικός που πασχίζει να περάσει τις καινοτομίες του στο τελικό μουσικό αποτέλεσμα και να αναρριχηθεί στη μπλουζ σκηνή.

Η ταινία του Τζορτζ Σι Γουλφ αποτελεί διασκευή του ομώνυμου θεατρικού του Όγκαστ Γουίλσον και φορά με καμάρι τις θεατρικές περγαμηνές της. Το καθ’ αυτό κείμενο του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα, όπως μετουσιώνεται σε κινηματογραφικός λόγο από τους πρωταγωνιστές της ταινίας, είναι σαφέστατα η κεντρομόλος δύναμη και αναδεικνύεται χάρη στην ηπιότητα των λοιπών παραγόντων του έργου. Το προσεγμένο production design, η αναπαράσταση της εποχής, το εξαίσιο soundtrack, η επιλογή των πολλών κοντινών πλάνων στα πρόσωπα των ηθοποιών, ο σεβασμός στους πεντακάθαρα θεατρογενείς μονολόγους, αλλά και γενικότερα κάθε επιλογή του Γουλφ μοιάζουν να τίθενται στην υπηρεσία του κειμένου του Γουίλσον. Αντίστοιχες επιλογές έκανε και ο –εκτελών εδώ χρέη παραγωγού– Ντένζελ Γουάσινγκτον όταν μετέφερε στο πανί επιτυχημένα το έργο «Fences» του ίδιου συγγραφέα.

Στο «Ma Rainy’s Black Bottom», λοιπόν, το θεατρικό στήσιμο δεν προδίδεται ποτέ. Ο Γουλφ μεριμνά ώστε να αποσπάσει σπουδαίες ερμηνείες ∙ δεσπόζει φυσικά η εμφατική larger than life παρουσία της Βαϊόλα Ντείβις, η οποία πλημμυρίζει  την οθόνη με το κολοσσιαίο ανάστημά της. Αιχμή του δόρατος όμως είναι ο αδικοχαμένος Τσάντουικ Μπόουζμαν ο οποίος στην τελευταία ερμηνεία της σύντομης καριέρας του γεμίζει κάθε σημείο του χαρακτήρα του, απαγγέλει μονολόγους με ένταση που φέρνει στο νου τον αρχιερέα του είδους Ντένζελ και ραγίζει συναισθηματικά με καθηλωτική φυσικότητα. Υπηρετεί με ευλάβεια τόσο το πρόσωπο του χαρακτήρα του όσο και το προσωπείο που αυτός επιμελώς έχει συνθέσει.

Παρότι η σαρωτική δύναμη του λόγου του Γουίλσον σε κάποια σημεία μοιάζει να έρχεται δίχως την απαιτούμενη (κινηματογραφική) κλιμάκωση, οι πολυσχιδείς δυναμικές του έργου δεν παραμερίζονται, ούτε υποτιμώνται. Η μπλουζ, μουσική πατρίδα των μαύρων της Αμερικής, ένας οίκος από πένθιμες νότες αξιοπρέπειας που τους ενώνει, είναι πανταχού παρούσα και συντροφεύει κάθε έκρηξη ή κάθε βωβό σπαραγμό τους. Η βιωμένη αδικία που έχει σημαδέψει τη ζωή τους είναι έκδηλη ακόμα και μετά τον εμφύλιο. Άλλωστε, στο Σικάγο του προηγμένου αμερικανικού βορρά, οι όροι διαβίωσης ενός μαύρου είναι ακόμα δυσχερέστατοι. Η δουλεία μπορεί να μην υπάρχει ως νομική έννοια, ωστόσο η θέση του μαύρου στην αμερικανική κοινωνία παραμένει ακόμα αυτή ενός ανθρώπινου όντος δεκτικού άτυπης ιδιοκτησίας που δεν επιτρέπεται να εξουσιάζει τον εαυτό του.

Γι αυτό και η Μα Ρέινι αρνείται οποιαδήποτε υποχώρηση στις επί της αρχής παράλογες απαιτήσεις της: αντιλαμβάνεται ότι είναι και αυτή ένα ακριβοπληρωμένο γρανάζι ενός συστήματος που κινείται προς ικανοποίηση λευκής πλουτοκρατίας και πως όταν πάψει να τους προσφέρει κέρδος, θα εκπέσει όλων των βραχύβιων προνομίων της. Ο φοβισμένος λευκός μάνατζέρ της και ο πλούσιος νταής ιδιοκτήτης του στούντιο της προκαλούν μία εγγενή απέχθεια που αδυνατεί να τιθασεύσει, οδηγούμενη πολλάκις σε παραλογισμούς.

Στον αντίποδά της, ο Λέβι φιλοδοξεί να ανελιχθεί στη βιομηχανία πιστεύοντας ότι έτσι θα διαφύγει του λευκού κατεστημένου, δημιουργώντας έναν δικό του μικρόκοσμο ανεξαρτησίας τον οποίο θα συντηρεί χάρη στην επιτυχία των τραγουδιών και της μπάντας που θα φτιάξει. Θέλει να μοιάσει στη Μα Ρέινι, μία φιγούρα που του προκαλεί δέος, της πλανάται όμως ως προς τον τρόπο που εκλαμβάνει τη θέση της απέναντι στο λευκό σύστημα της βιομηχανίας. Το δίπολο μεταξύ των δύο χαρακτήρων, οι οποίοι έχουν μεταξύ τους ολίγιστη επαφή, είναι το κέντρο βάρους της ταινίας και περνάει στην ψυχή του θεατή δίχως να υπερτονίζεται από δραματικές σκηνές.

Ο Γουλφ αφηγείται μία ιστορία συσσωρευμένης φυλετικής αδικίας και ανείπωτης εσωτερικής έντασης στο πρόσωπο του Λέβι σχεδόν σε real time αφήγηση. Στέκεται στις λεπτότερες αποχρώσεις των εκφράσεων των ηθοποιών του και αφήνει τη μουσικότητα του ρυθμού να κυριαρχήσει, ειδικά στο πρώτο μέρος. Κατορθώνει επίσης να αναδείξει την επαφή του κειμένου του Γουίλσον με τη σημερινή αμερικανική πραγματικότητα, δημιουργώντας πολυδιάστατους χαρακτήρες με τσακισμένες ψυχές που αδυνατούν να αποδράσουν από τα δεσμά των τραυμάτων τους και όχι απλώς θύματα ενός δαιδαλώδους και απάνθρωπου στερεοτυπικού κοινωνικού γίγνεσθαι. Παρότι οι σπουδαιότερες αρετές της ταινίας πηγάζουν από το θεατρικό κείμενο, η αξία της σκηνοθετικής δουλειάς εν προκειμένω βρίσκεται στην ανάδειξη της δύναμης του συγγραφικού λόγου και αυτό πιστώνεται στον Γουλφ και την πολύτιμη εν προκειμένω διακριτικότητά της σκηνοθετικής του προσέγγισης.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑