The Hangover Part III

Σκηνοθεσία: Τοντ Φίλιπς

Παίζουν: Ζακ Γαλιφιανάκης, Μπράντλεϊ Κούπερ, Εντ Χέλμς, Τζον Γκούντμαν

Διάρκεια: 100’

Άτιμο πράγμα το χρήμα. Είναι τόσο γλυκός ο πειρασμός να το αποκτήσεις, ο οποίος μάλιστα γίνεται ακόμη γλυκύτερος όταν η απόκτησή του μπορεί να συμβεί άκοπα και ξεκούραστα. Για χάρη του χρήματος πολλές φορές αναγκαζόμαστε ή πειθόμαστε οικειοθελώς να προβούμε σε πράξεις που σε άλλες συνθήκες θα μας φαίνονταν απαγορευτικές ή έστω ανούσιες. Η ιστορία της σημερινής μας ταινίας είναι μία τέτοιου είδους ιστορία. Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, μεταφερόμαστε στο διόλου μακρινό 2009. Χρονιά κατά την οποία βγαίνει στις αίθουσες μία κωμωδία με τον τίτλο «The Hangover».

Με σχετικά μετριοπαθή προϋπολογισμό και όχι μεγαλεπήβολες προσδοκίες, η ταινία αποδεικνύεται νικηφόρο δελτίο «Τζόκερ» μετά από εξαπλό τζακ ποτ. Με εισπράξεις που ξεπέρασαν το μισό δισεκατομμύριο δολάρια παγκοσμίως και ένα τρελό συνοδευτικό ντόρο. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο επήλθε η αναμενόμενη μοιραία εξέλιξη. Ένα προϊόν που ξάφνου πούλησε μανιωδώς, δεν το αποσύρεις από την αγορά. Το παραλλάσσεις ελαφρώς και το λανσάρεις εκ νέου περιμένοντας ακόμη πιο αστρονομικά κέρδη. Τα sequels της τριλογίας ήταν τελειωμένη απόφαση και κάπως έτσι μία ιστορία που ξεκίνησε όμορφα ή έστω ευχάριστα πήρε μία τροπή αδιάφορη ως και εκνευριστική.

Στο πρώτο «Hangover» είχα εκτιμήσει πολλά και διάφορα στοιχεία. Α) Τον γνήσιο και καθάριο χαβαλέ, ο οποίος αν και έρεπε προς την καφρίλα ορισμένες στιγμές, ομολογώ πως σε κανένα σημείο δεν μου έγινε δυσάρεστος ή ενοχλητικός. Το αντίθετο, μου ήταν σταθερά ευχάριστος και ενίοτε διασκεδαστικότατος. Β) Τον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλωνόταν η πλοκή. Η ξέφρενη νύχτα δεν αναπλάθεται στα μάτια μας, μονάχα υπονοείται συνεχώς. Την ανακαλύπτουμε σταδιακά μέσα από θολές αναμνήσεις και την αναζήτηση του χαμένου φίλου. Γ) Το πηγαίο, αυθεντικό και σαρωτικό κωμικό ταλέντο του Ζακ Γαλιφιανάκη. Δ) Τον αεράτο ρυθμό της ταινίας που υποβοηθούταν και από το εξίσου αεράτο στιλ του Μπράντλεϊ Κούπερ Ε) Τη Χέδερ Γκρέιαμ. Έρωτας.

Μετά ήρθε δυστυχώς η καταστροφή. Η πανωλεθρία του sequel του 2011. Η φαλκονέρα της made in Thailand δεύτερης συνέχειας της ιστορίας. Κακόγουστα, αν όχι και χονδροκομμένα αστεία. Ένα σενάριο επί της ουσίας ανύπαρκτο, το οποίο προκειμένου να στριμώξει τον πυρήνα του όλου αστείου κατέφευγε σε γραφικότητες και ηλιθιότητες. Ο κύριος Τσόου αηδιαστικός σε σημείο σιχαμάρας. Μια ιστορία που σε γενικές γραμμές κουράζει αντί να ξεκουράζει. Παρά τις σχεδόν ομόφωνες κριτικές κατακραυγής, το part two έφερε αστρονομικές εισπράξεις που προκαλούν ίλιγγο. Λογικό, καθότι όλοι όσοι αγάπησαν το πρώτο σκέλος, έσπευσαν να δουν και το επόμενο, προκειμένου να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι την αποτυχία του. Μετά λοιπόν από το αίσχος του Νο 2, ήγγικεν η ώρα και για το Νο 3…

Αυτή τη φορά, δεν έχουμε να κάνουμε με ακατάσχετες ποσότητες αλκόολ και κάποιο κοκτέιλ χαπιών που ετοιμάζει ο Άλαν (Γαλιφιανάκης) και χορηγεί στα μουλωχτά στους ανυποψίαστους φίλους του. Το αστείο έχει παλιώσει για τα καλά πλέον και δεν γινόταν να φορεθεί για τρίτη φορά. Αυτή τη φορά, το επίκεντρο της πλοκής μετατοπίζεται ξεκάθαρα στον Άλαν, ο οποίος ούτως ή άλλως τραβούσε το μεγαλύτερο κωμικό κουπί. Στο όλο πάζλ προσθέστε τον Τζον Γκούντμαν που υποδύεται μία εγκληματική περσόνα που θα κινήσει τα νήματα, μπόλικες σκηνές καταδίωξης, τον πανταχού παρόντα κύριο Τσόου (που γίνεται κουραστικός σε σημείο εξάντλησης) και το τέταρτο μέλος της παρέας που είναι για τρίτη σερί φορά απών από το όλο πατιρντί.

Από εκεί έπειτα, τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου και τίποτα περισσότερο. Αναμασημένα αστεία, ανακυκλωμένες καταστάσεις και το κυριότερο, ήρωες που ενώ τους συμπαθήσαμε πλέον δεν θέλουμε επ’ ουδενί να τους ξαναδούμε. Η έστω και προσχηματική απόπειρα σεναριακής κατασκευής αρκεί από μόνη της για να κατατάξει το part III στη δεύτερη θέση της τριλογίας, πάνω από το απαράδεκτο part II. Το βασικότερο όμως είναι ότι δεν υπήρχε κανένας μα κανένας λόγος για οποιαδήποτε συνέχεια. Υπάρχουν κάποιες μεμονωμένες και σποραδικές στιγμές γέλιου αλλά τίποτα που να συναρπάζει. Ένα hangover μας ήταν υπέρ το δέον αρκετό, τα υπόλοιπα ήταν αχρείαστες καταχρήσεις.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑