Sicario 2: Soldado

Σκηνοθεσία: Στέφανο Σολίμα

Παίζουν: Μπενίσιο ντελ Τόρο, Τζος Μπρόλιν

Διάρκεια: 122’

To απουσιολόγιο, σε σύγκριση με το αρχικό Sicario (2015), περιλαμβάνει πολλά και ηχηρά ονόματα, με πρώτο και καλύτερα -φυσικά- αυτό του Ντενί Βιλνέβ, στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Από εκεί και πέρα, το κουαρτέτο των απόντων συμπληρώνουν η Έμιλι Μπλαντ, ο θρυλικός διευθυντής φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς, καθώς και ο προσφάτως εκλιπών Ισλανδός συνθέτης Γιόχαν Γιόχανσον. Οι σταθερές, πάντως, των Μπενίσιο ντελ Τόρο και Τζος Μπρόλιν, παρέα με τον σεναριογράφο Τέιλορ Σέρινταν (που πέρα από την πρώτη ταινία του συγκεκριμένου franchise, υπέγραψε και το σενάριο του υπέροχου περσινού Hell or High Water) αποδείχθηκαν αρκετές για ένα σίκουελ αναπάντεχο (δεδομένου ότι το original Sicario δεν αποτελεί τυπικό sequel material), αλλά επί της ουσίας αναμενόμενο, καθότι είχε ήδη δρομολογηθεί λίγο μετά την έξοδο της ταινίας του Βιλνέβ στις αίθουσες (ενώ, όπως όλα δείχνουν, θα υπάρξει και τρίτη ταινία). Όσο για τον διάδοχο του Βιλνέβ, αυτός δεν ήταν άλλος από τον Ιταλό Στέφανο Σολίμα, σκηνοθέτη του πρόσφατου Suburra (2015), καθώς και του τηλεοπτικού Gomorrah (2014-), ο οποίος διαθέτει επαρκές βιογραφικό στη σκιαγράφηση της διαπλοκής του οργανωμένου εγκλήματος με την -ακόμη πιο οργανωμένη- συγκάλυψή του στα παρασκήνια της πολιτικής (αλλά και κάθε είδους) εξουσίας.

Το Sicario 2: Soldado δεν διαθέτει την τυπική υφή και διάρθρωση ενός σίκουελ, υπό την έννοια ότι δεν πιάνει το νήμα της ιστορίας από το σημείο όπου το άφησε η πρώτη ταινία, αλλά περισσότερο μας μεταφέρει σε μία καινούργια καταβύθιση στο ίδιο λαγούμι του ίδιου ανήλιαγου κόσμου. Στη συνοριογραμμή μεταξύ Μεξικού και ΗΠΑ, η οποία λαμβάνει διαστάσεις συμβολικές, πέρα από αυτές του γεωγραφικού ορόσημου, δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα αντίπαλα στρατόπεδα. Σε όποιον σκοπό κι αν ταχθείς, είσαι μπλεγμένος στην ίδια κατάμαυρη δίνη, που διαιωνίζει ένα γόρδιο δεσμό. Σε αυτή τη no god’s land, ο άνθρωπος δεν είναι ο σκοπός, αλλά μονάχα το μέσο, δεν είναι το ζητούμενο, αλλά ένα απλό αναλώσιμο αγαθό.

Ο Σολίμα βαδίζει (με ολίγη διάθεση κοπιαρίσματος, παρά απόδοσης τιμών, είναι η αλήθεια) στα χνάρια του αρχικού Sicario, αποφεύγοντας τον καταιγισμό της δράσης και τις αλλεπάλληλες οριακές στιγμές, επιλέγοντας τον δρόμο μιας βαρύτονης και υπόκωφης τραγωδίας, η οποία επιλέγει με προσοχή και σύνεση πότε και πώς να ανεβάσει τους τόνους, μέσα από σκηνές καλοκουρδισμένης έντασης. Ο Τζος Μπρόλιν αποτυπώνει με ακρίβεια και λεπτότητα τις σκόρπιες αναλαμπές εσωτερικής πάλης και βουβής θλίψης ενός ήρωα που έχει απολέσει τόσο ολοκληρωτικά και βαθιά το προνόμιο της ελεύθερης βούλησης, που δεν έχει πλέον καν την ανάγκη να αποδεικνύει το ψυχρό του αίμα ως εκτελεστικό όργανο σκοτεινό εντολών. Είναι πλέον αναπάντεχα ανθρώπινος, ακριβώς επειδή έχασε την ανθρωπιά του τόσο καιρό πριν που δεν τον βαραίνει καν το τραύμα της απώλειας.

Στην ίδια -και όχι στην απέναντι- πλευρά ενός ρινγκ που έχει άπλετο χώρο για μια αναμέτρηση όλων εναντίον όλων, αντικρίζουμε τον Μπενίσιο ντελ Τόρο, στον (τόσο κατάλληλο για το ερμηνευτικό του οπλοστάσιο) ρόλο του μονίμως πληγωμένου και περιπλανώμενου αγριμιού, που αποζητά περισσότερο τον εξανθρωπισμό, παρά την εκδίκηση. Η ρεβάνς δεν έγκειται πλέον στην αποπληρωμή με το ίδιο νόμισμα, αλλά στην υπέρβαση του ελέους και της κάθαρσης.

Η εξουσία, που βρίσκει πνιγηρή δίοδο μόνο στους αθέατους διαδρόμους της πολιτικής σκηνής, αποκρυσταλλώνει μια υπερδύναμη φοβισμένη, φοβική, μπερδεμένη και συγχυσμένη, μπλεγμένη ανάμεσα στα άπειρα μέτωπα που έχει αλαζονικά ανοίξει, χωρίς να είναι σε θέση να εξασφαλίσει το κλείσιμό τους. Η Αμερική, στο σύμπαν του Sicario 2 αδυνατεί να εντοπίσει, να ερμηνεύσει και να αποκωδικοποιήσει την τρομοκρατία που την απειλεί, έχοντας χάσει τον μπούσουλα με τις αμέτρητες πιθανές διόδους και διακλαδώσεις της. Παράλληλα, επιφυλάσσει μεν στον εαυτό της το ανήθικο προνόμιο της παρέκκλισης από τους κανόνες (χαρακτηριστική η σκηνή της ανάκρισης του Σομαλού πειρατή), αλλά την ίδια στιγμή δείχνει ανήμπορη να κυριαρχήσει σε ένα σκηνικό χάους και αναρχίας, το οποίο σχεδόν εξ ορισμού δεν της ταιριάζει και το οποίο δεν έχει την ικανότητα να ελέγξει.

Στον αντίποδα, τα προβλήματα που μπορεί κανείς να εντοπίσει είναι δύο. Το πρώτο, το οποίο είναι κάπως αυτοφυές και το οποίο η ταινία αδυνατεί να επιλύσει, είναι η κάπως αφρόντιστη ελλειπτικότητα (που είναι, ωστόσο, απαραίτητη, ως γενικό μοτίβο) και οι κάπως υπερβολικά χαλαρές και αυθαίρετες μεταβάσεις από τη μια διάθεση στην άλλη. Οι διαφορετικές πτυχές της ιστορίας είναι κατά βάση οι πολλές όψεις του ίδιου νομίσματος. Η πανικόβλητη και ραδιούργα εξουσία. Η ματαιότητα ενός πολέμου στον οποίο ο σκοπός δεν είναι η νίκη, αλλά τα ατέρμονα χαρακώματα. Ο προσωπικός αγώνας για συντριβή και εξιλέωση (η μια θα φέρει την άλλη) ενός μοναχικού λύκου. Τα αθώα θύματα που φορούν προβιά λύκου, επειδή είναι το μόνο διαθέσιμο ένδυμα.

Το Sicario 2 δεν τοποθετεί όλα τα παραπάνω σε κάποια χοάνη, όπου το καθένα μπορεί να ιδωθεί ως το ένα και το αυτό με όλα τα υπόλοιπα, αλλά μεταβαίνει από το ένα στο άλλο λίγο ακανόνιστα. Το δεύτερο πρόβλημα είναι, τρόπον τινά, «αυτό-επιβαλλόμενο», εξαιτίας της πρεμούρας ενός φινάλε ανοιχτού όχι σε ερμηνείες και σκέψεις, αλλά σε περαιτέρω εξελίξεις (αυτό ακριβώς που δεν υπήρχε στην αρχική ταινία, που δεν υπολόγιζε να αποκτήσει σίκουελ). Τα διλήμματα και οι αποφάσεις στην τελική ευθεία μοιάζουν να μην απορρέουν από την βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, καθώς οι ήρωες περισσότερο τρακάρουν πάνω τους, παρά βασανίζονται από την σιωπηλή τους ύπαρξη.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑