Σκηνοθεσία: Τζον Γουέλς
Παίζουν: Μπράντλεϊ Κούπερ, Σιένα Μίλερ, Ντάνιελ Μπρουλ, Μάθιου Ρις, Εμα Τόμσον, Ούμα Θέρμαν
Διάρκεια: 100′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Ο Σεφ που έπαιζε με τη φωτιά”
Ας είμαστε ειλικρινείς: δεν είναι η υψηλή γαστρονομία το θέμα, όπως δεν είναι ο πρωταθλητισμός, η σπουδαία τέχνη, οι κατακτήσεις της επιστήμης, οι θρίαμβοι του στοχαζόμενου πνεύματος, οι οικονομικές επιτυχίες. Το βασικό θέμα είναι η ανάγκη του ανθρώπου να υπερβαίνει διαρκώς τα όριά του, τα όρια που του επιβάλουν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τα όρια που του επιβάλει το σώμα του, οι αδυναμίες, τα πάθη, ο διπλανός του, το σύνολο, το μαλακό εκείνο κομμάτι της ψυχής του που ψιθυρίζει «ως εδώ, τώρα πρέπει να σταματήσεις».
Αυτή η ανάγκη, κόντρα σε ό,τι μας έχει διδάξει ο αφελής οπτιμισμός αιώνων (στο σινεμά, τη λογοτεχνία, την αστική ιδεολογία), δεν έχει τίποτα το ευχάριστο ή το καθησυχαστικό. Είναι μια εσωτερική θύελλα που ξεριζώνει τα πάντα, παίρνει αυτά που έχεις φτιάξει και τα κάνει κομμάτια, σε φέρνει διαρκώς σε σύγκρουση με τον εαυτό σου και τους άλλους, είναι ένα είδος αρρώστιας. Που, για λίγους εκλεκτούς, μετατρέπεται στο πιο σαρωτικό είδος δύναμης. Εκλεκτοί σe αυτό το παιχνίδι, πολύ συχνά είναι κάτι τελειωμένα «ρεμάλια» σαν αυτό που ενσαρκώνει καταπληκτικά ο Μπράντλεϊ Κούπερ στο Burnt.
Ένας υπερταλαντούχος σεφ, που η φύση φρόντισε να αντισταθμίσει το εκπληκτικό χάρισμά του με ένα πλήθος ελαττωμάτων. Αλαζόνας, σκληρός, αυτοκαταστροφικός (με αξιοσημείωτη θητεία αλκοολικού και πρεζάκια), ο Άνταμ Τζόουνς κυνηγάει το τρίτο αστέρι Μισελέν -διαθέτει ήδη δύο που πιστοποιούν τις τεράστιες ικανότητές του-, την υψηλότερη γαστρονομική διάκριση, σαν να εξαρτάται η ίδια η ζωή του από αυτό. Και πραγματικά, αυτό συμβαίνει. Μπαίνει στην κουζίνα όπως ένας αξιωματικός στα χαρακώματα. Φωνάζει στους «στρατιώτες» του, δίνει παραγγέλματα, τους ζορίζει δίχως οίκτο, με απώτερο σκοπό να κερδίσει τη μάχη. Κακά τα ψέματα όμως.
Η πραγματική μάχη δεν είναι αυτή ανάμεσα στους πελάτες και τον τελειομανή σεφ, αλλά αυτή που μαίνεται χωρίς σταματημό στο εσωτερικό του Τζόουνς, μεταξύ του καλού και του καλύτερου εαυτού του. Σε αυτήν θέλει κι ο σκηνοθέτης Τζον Γουέλς να επικεντρωθούμε. Όχι όμως με τον τρόπο που μας το ζητά αυτό η χολιγουντιανή μανιέρα της αποθέωσης της θέλησης, το τυπικό αμερικάνικο φιλμ-ύμνος σε ποικίλα ατομικά κατορθώματα (που το έχουμε δει και ξαναδεί αμέτρητες φορές), αλλά με μια διάθεση αποδόμησης του κεντρικού ήρωα, που δεν έχει τίποτα το γλυκανάλατο.
Τόσο η άριστη ερμηνεία του Κούπερ, όσο και το στιβαρό, καλογραμμένο σενάριο του Στίβεν Νάιτ (που μας έδωσε ένα ακόμα, εξαιρετικό πορτραίτο ανδρικής ψυχοσύνθεσης υπό κρίσιμες υπαρξιακές συνθήκες, με το περσινό Locke), αποφεύγουν τις κακοτοπιές της κοινοτοπίας και προσδίδουν στο Burnt μια καλοδεχούμενη αψάδα. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι το φιλμ θα μπορούσε να διεκδικήσει δάφνες πρωτοτυπίας.
Προβλέψιμο στην εξέλιξή του, περνάει από όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς μιας ιστορίας ανάνηψης, ανακάλυψης των ουσιαστικών και αναμενόμενης μεταστροφής (πάντα το ζητούμενο είναι να βρεθεί ο δρόμος που οδηγεί απ’ το Εγώ -κι εδώ το Εγώ είναι υπερτροφικό κι αδηφάγο- στο Εμείς) για να καταλήξει με σιγουριά στη φωτερή απλοχωριά των ιδεαλιστικών λύσεων που το μεγάλο κοινό του απαιτεί, προδίδοντας αυτούς που, παρακινούμενοι απ’ την συμπλεγματική περσόνα του Τζόουνς, μπορεί να είχαν ελπίσει μια πιο «γκρίζα» κατακλείδα.
Οι καινοτομίες κι οι λαμπρές επινοήσεις, δυστυχώς, περιορίζονται αποκλειστικά στον χώρο του εστιατορίου, όπου και οριοθετείται η πλέον συναρπαστική δράση. Ο Γουέλς, όχι μόνο μεταδίδει ατόφια την ένταση και την αγωνία της κουζίνας, που μετατρέπουν τη διαδικασία του μαγειρέματος σε ριψοκίνδυνη χορογραφία επιβίωσης, αλλά καταφέρνει να αποτυπώσει και μια ιδιότυπη ομορφιά: αυτή που γεννιέται όταν καταλαγιάζει ο κουρνιαχτός κι η προσωπική εμμονή μετουσιώνεται σε αντικειμενική αλήθεια (και τι άλλο είναι μια τροφή που εκρήγνυται στο στόμα ως θεϊκή γεύση;).
Σημαντικότερη νίκη του, όμως, θεωρώ το γεγονός ότι, καθόλη τη διάρκεια της ταινίας -που διαθέτει καταιγιστικό ρυθμό και δεν γίνεται ούτε στιγμή πληκτική- συμμεριζόμαστε απόλυτα το όραμα του Τζόουνς και τους εσωτερικούς κραδασμούς του, ακόμα κι όταν δεν εγκρίνουμε τις μεθόδους του. Κι αν ακόμη το κυνήγι του τέλειου πιάτου μας φαίνεται, στην καθημερινότητά μας, μια αδικαιολόγητη παραξενιά ή ίσως και μια εξοργιστική πολυτέλεια μιας κάστας προνομιούχων που καμιά επαφή δεν μπορεί να έχει με την πραγματική ζωή, στα 100 λεπτά που κρατάει το έργο, μοιάζει με εγχείρημα αδιαμφισβήτητης σπουδαιότητας. Αυτό δεν πρέπει να πετυχαίνει, όμως, το καλό σινεμά; Να μας αποσπά από τις πεποιθήσεις μας ολοκληρωτικά για να μας παραδώσει αγνούς, σχεδόν αρτιγέννητους, στον κόσμο που δημιουργεί ο σκηνοθέτης; Το Burnt κάνει ακριβώς αυτό, και το κάνει ολόσωστα.