Σκηνοθεσία: Gennaro Nunziante
Με τους: Checco Zalone, Nabiha Akkari, Ivano Marescotti, Michele Alhaique
Τον Checco Zalone τον γνωρίσαμε στην Ελλάδα πέρσι το καλοκαίρι. Συγκεκριμένα, στις 28 Ιουλίου του 2016 βγήκε στις ελληνικές αίθουσες η τελευταία (μέχρι τώρα) ταινία στην οποία ήταν πρωταγωνιστής, το περίφημο Πού πάω Θεέ μου; σε σκηνοθεσία του… Gennaro Nunziante. Εκείνη η ταινία είχε βγει την Πρωτοχρονιά του 2016 στην Ιταλία και κρατάει το ρεκόρ της πιο εμπορικής ταινίας όλων των εποχών! Και στην Ελλάδα έσκισε! Και συνεχίζει να σκίζει στα βιντεοκλάμπ! Ήταν μια κωμωδία όχι ιδιαίτερα ποιοτική, η οποία όμως πετύχαινε το στόχο της: να κάνει τον θεατή να γελάσει. Και ιδίως στην Ελλάδα εκτιμήθηκε ιδιαίτερα καθώς κατά πως φαίνεται, ισχύει το «ούνα φάτσα ούνα ράτσα»!
Η ελληνική εταιρία διανομής που εξασφάλισε τα δικαιώματα εκείνης της ταινίας (η Σπέντζος Film συγκεκριμένα) αγόρασε και τις προηγούμενες ταινίες του υπερ-επιτυχημένου Ιταλού ηθοποιού (ο οποίος πρωταγωνιστεί στις ταινίες του χρησιμοποιώντας το πραγματικό του όνομα). Έτσι, τώρα βλέπουμε τούτη την ταινία του 2011 και αργότερα μέσα στο καλοκαίρι θα δούμε το Και ο Θεός να βάλει το χέρι του, εννοείται σε σκηνοθεσία του Gennaro Nunziante! Ο άνθρωπος έχει σκηνοθετήσει τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες όλες κι όλες – τις τέσσερις ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστεί ο Checco Zalone! Την πρώτη τους συνεργασία, το Cado dalle nubi (2009) δεν την έχει αγοράσει ακόμα κανένα ελληνικό γραφείο διανομής. Πάντως, η αλήθεια είναι πως ο Zalone έχει τεράστιο σουξέ στη γείτονα χώρα, καθώς κάθε του ταινία σπάζει το ρεκόρ της πιο επιτυχημένης ιταλικής ταινίας όλων των εποχών, παίρνοντάς το από την προηγούμενη δική του ταινία!
Ο Κέκο είναι ένας μέσος καθημερινός άνθρωπος στα 30 του. Δουλεύει «πόρτα» σε διάφορα μπαρ, το όνειρό του όμως είναι να γίνει αστυνομικός. Δεν έχει όμως τα προσόντα για κάτι τέτοιο: και σωματικά αλλά κυρίως… πνευματικά! Έτσι, πολύ λογικά, απορρίπτεται και την τρίτη φορά που καταθέτει αίτηση για να γίνει καραμπινιέρος. Καθώς όμως είναι μέλος μιας οικογένειας που διαθέτει μέσα και γνωριμίες, ο Κέκο, χωρίς να το πολυκαταλάβει, προσλαμβάνεται ως μέλος της ασφάλειας του περίφημου καθεδρικού ναού του Μιλάνου! Εννοείται ότι τα κάνει θάλασσα και αφού αλλάζει διάφορα πόστα, εντέλει τον βάζουν κάπου όπου υποτίθεται δεν μπορεί να κάνει κάποια ζημιά! Τον βάζουν υπεύθυνο να φυλάει τη σκάλα που οδηγεί στην Παναγία, σε μία από τις κορυφές του Ντουόμο.
Είναι όμως η συγκεκριμένη Παναγία, που αποτελεί τον βασικό στόχο ανατίναξης από δύο αδέλφια αραβικής καταγωγής, τα οποία έχουν τους δικούς τους λόγους να θέλουν να εκδικηθούν τη Δύση. Η Φάρα λοιπόν μαζί με τον αδελφό της θέλουν να στείλουν το μήνυμά τους. Και ο Κέκο είναι το μόνο… εμπόδιο στο δρόμο της για να τα καταφέρουν. Θα τον πλησιάσει, θα του παρουσιαστεί ως φοιτήτρια αρχιτεκτονικής, θα του ζητήσει να τη βοηθήσει να βρει σπίτι. Ο Κέκο την ερωτεύεται! Και η Φάρα διαπιστώνει πως ο… εχθρός, όσο ανόητος, μη πολιτικά ορθός, καλοπερασάκιας και διαπλεκόμενος κι αν είναι, είναι εντέλει άνθρωπος…
Ο Checco Zalone είναι ένας κωμικός τύπου Adam Sandler. Δεν έχει ιδιαίτερο ταλέντο στην υποκριτική. Διαθέτοντας πλέον δύο δείγματα γραφής από τη φιλμογραφία του βλέπουμε ότι προσπαθεί να παίξει τον εαυτό του! Προφανώς ο άνθρωπος δεν είναι έτσι στην πραγματική του ζωή, η υποκριτική του όμως είναι νατουραλιστική. Και στις δύο ταινίες που τον έχουμε δει παίζει τον μαμάκια Ιταλιάνο, τον κακομαθημένο, τον βολεψάκια, που βρίσκει απολύτως λογικό να αφήσει το πόστο στη δουλειά του και να πάει να πάρει καφέ! Είναι πολιτικά μη ορθός (αυτό είναι και το γεγονός που σώζει τις ταινίες του) και θέτει στο στόχαστρο κάθε ταινίας του ένα κατά βάση θέμα. Στο Πού πάω Θεέ μου; ήταν η νοοτροπία του δημοσίου υπαλλήλου. Εδώ, στην παλιότερη ταινία του, είναι η… τρομοκρατία! Επικίνδυνο θέμα, σωστά;
Ο Sandler το ανάλογο θέμα της ισραηλο-παλαιστινιακής διαμάχης το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο για να γυρίσει την καλύτερη ταινία του, το Zohan. Ο Checco, αν και ατρόμητος, πρωταγωνιστεί εντέλει σε μια ταινία αμήχανη κατά το μάλλον ή το ήττον. Λίγο προσπαθεί να δικαιολογήσει τους τρομοκράτες, πολύ τους κοροϊδεύει, δεν βρίσκει ισορροπία. Το κυριότερο πρόβλημα; Στα «γεμίσματά» της η ταινία δεν έχει πλάκα. Ούτε με την υποπλοκή με τον πρώην συνεργάτη του Checco που είναι-ακόμα-παρθένος ούτε με την υποπλοκή με τον αστυνομικό διευθυντή που δεν αντέχει τον Checco κι όλο τον βρίσκει μπροστά του. Ούτε στις λεπτομέρειές της, όμως, η ταινία σε κερδίζει.
Η καλύτερη, πάντως, στιγμή της ταινίας είναι εκείνη που της έδωσε τελικά και τον τίτλο της. Για να μπορούν να αντιληφθούν τρομοκράτες, οι φύλακες αναγκάζονται από την υπηρεσία να μάθουν αραβικά. Και ο Checco διαβάζει κάποιες αραβικές φράσεις στη Φάρα, με την οποία έχει δαγκώσει τη λαμαρίνα. Οπότε, κάποια στιγμή της λέει στα αραβικά «σ’ αγαπώ». Η Φάρα, εννοείται, τον ρωτάει «τι σημαίνει αυτό;» (ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει, αλλά τι θηλυκό θα ήταν αν δεν έκανε την… ξανθιά;) και ο ντροπαλός (κι όμως!) Checco της απαντά: «τι όμορφη μέρα»! Άρα: Σ’ αγαπώ = Τι όμορφη μέρα!
Εννοείται ότι σε κάποια στιγμή ακούγεται το λατρεμένο «Sarà perché ti amo» των Richi e Poveri, στο πλαίσιο μιας βάπτισης. Σε ότι αφορά δε την πρωταγωνίστρια Nabiha Akkari, που υποδύεται τη Φάρα, εδώ κάνει την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση και είναι εμφανώς… αμήχανη. Πάντως, η κοπέλα έφτασε να παίζει φέτος στο Happy End του Haneke, να τα λέμε κι αυτά! Δεν πιστεύω πως η νέα – παλιά ταινία του Zalone θα αγγίξει τη μεγάλη επιτυχία της περσινής ταινίας – φαινόμενο στη χώρα μας, αλλά ποτέ δεν ξέρεις…
- Αναδημοσίευση από MoviesLtd