What's On The Boy and the Heron (2023)

7 Φεβρουαρίου 2024 |

0

The Boy and the Heron (2023)

Σκηνοθεσία: Χαγιάο Μιγιαζάκι

Με τις φωνές των: Σόμα Σαντόκι, Μασάκι Σούντα, Γιοσίνο Κιμούρα

Διάρκεια: 124′ 

Τέρατα σιωπηλά και ντροπαλά που κρύβουν μέσα τους καλοσύνη και ευγένεια. Στοιχειωμένοι τόποι και πανάρχαιες κατάρες με διδακτική αποστολή, που μας φέρνουν αντιμέτωπους με ό,τι παλέψαμε επίμονα να απωθήσουμε. Πνεύματα και νεκρές ψυχές που κόβουν βόλτες ανάμεσα στους ζωντανούς, υφαίνοντας έναν κύκλο όπου η ζωή και ο θάνατος λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Πόρτες που ανοίγουν καταμεσής του ουρανού, ωκεανοί που ξεπροβάλλουν στο κατώφλι του σπιτιού μας. Μύθοι, δοξασίες και παραμύθια που λιώνουν σαν μπογιά στα χέρια, αλλάζουν δέρμα και μεταμορφώνονται ασταμάτητα, φουσκώνουν σαν μπαλόνια και χάνονται στον ορίζοντα. Επώδυνες μνήμες και μαύρες κηλίδες από την ιστορία της σύγχρονης Ιαπωνίας που ξορκίζονται χωρίς ποτέ να πέφτουν στη λήθη. 

Πολύχρωμα ταξίδια στους πιο μύχιους φόβους μας που γίνονται πάντα λίγο πιο προσιτοί μόλις βρεις το κουράγιο να τους κοιτάξεις στα μάτια, να τους παραδεχτείς στα φωναχτά, ίσως και να τους αγαπήσεις λιγάκι. Πάνω απ’ όλα, το παιδί στο απόλυτο επίκεντρο: πηγή και προορισμός των πάντων, ελπίδα και ανάχωμα απέναντι στην οκνηρία και παραίτηση των ενηλίκων. Διόλου τυχαία στις περισσότερες ταινίες του Χαγιάο Μιγιαζάκι το παιδικό βλέμμα, γουρλωμένο αλλά πάντα ακάθεκτο, είναι εκείνο που ξετρυπώνει τις πύλες που οδηγούν στην πίσω όψη του καθρέφτη, σε κόσμους αναποδογυρισμένους και παραμορφωτικούς, γεμάτους αφανέρωτες αλήθειες. Στο σινεμά του Μιγιαζάκι, το τελικό ζητούμενο δεν είναι κάποια φαντασιακή ή εξιδανικευμένη αθωότητα, αλλά το κουράγιο της αναμέτρησης και η αποδοχή του λάθους και της αδυναμίας. Κι αν τυχόν δυσκολευτείς στην πορεία, θα βρεθεί πάντα κάποιος ανέλπιστος φίλος να σε προστατεύσει από την βροχή, κρατώντας υπομονετικά μια ομπρέλα πάνω από το κεφάλι σου. 

Σαράντα πέντε χρόνια μετά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο (The Castle of Cagliostro, 1979) και εξήντα από την παρθενική του εμφάνιση στον χώρο του animation, ο Χαγιάο Μιγιαζάκι ανακεφαλαιώνει τις εμμονές, τις αγάπες και τα πάθη που όρισαν τη ζωή και την τέχνη του, επαναδιατυπώνοντας όλες τις θεματικές της καριέρας του. Η αρχέγονη και μυστικιστική δύναμη της φύσης, το αιωνίως ανολοκλήρωτο πένθος και τα μυστικά περάσματα του μυαλού. Η ελευθερία της φύγης, αλλά και η αναγκαιότητα της επιστροφής. Η ιαματική δύναμη της δημιουργίας, η υπόγεια κραυγή για κατανόηση και ανοχή σε έναν εξ ορισμού βίαιο κόσμο. 

Στην πραγματικότητα, το βαθύτερο νόημα που φωλιάζει στο The Boy and the Heron καθρεφτίζεται στον πρωτότυπο ιαπωνικό τίτλο της ταινίας, ο οποίος παραπέμπει στο βιβλίο How Do You Live? του Γκενζαμπούρο Γιοσίνο, το οποίο μάλιστα εμφανίζεται φευγαλέα σε ένα καρέ της ταινίας. Ο Χαγιάο Μιγιαζάκι, σε ένα δειλινό ενδοσκόπησης που δεν μοιάζει ούτε στο ελάχιστο με απολογητικό ρέκβιεμ, εξακολουθεί λοιπόν να αναρωτιέται με την ίδια ζέση και λαχτάρα. Πώς ζούμε τελικά αυτό που ονομάζουμε ζωή; 

Στα εναρκτήρια πλάνα της ταινίας (που κλείνουν ελαφρά το μάτι και στο The Grave of the Fireflies [1988] του Ισάο Τακαχάτα) ο Μιγιαζάκι επιστρέφει στην πιο επώδυνη ανάμνηση της παιδικής του ηλικίας: τον βομβαρδισμό της Ουτσονομίγια τον Ιούλιο του 1945 και την αναγκαστική μετακόμιση στην επαρχία, λίγο πριν τη φρίκη της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, με τις αναφορές στα παιδικά του (και όχι μόνο) βιώματα να μην περιορίζονται εκεί. Ο πατέρας του Μιγιαζάκι, όπως ακριβώς και του Μαχίτο, του 11χρονου ήρωα της ταινίας, ήταν διευθυντής σε εργοστάσιο κατασκευής εξαρτημάτων για πολεμικά αεροσκάφη, ενώ όπως έχει δηλώσει ο Τόσιο Σουζούκι, πρόεδρος και συνιδρυτής του Studio Ghibli, η ταινία κλείνει το μάτι σε πολλά από τα περιστατικά και τις διαπροσωπικές σχέσεις-συγκρούσεις που σημάδεψαν τη σταδιοδρομία του Μιγιαζάκι τις περασμένες δεκαετίες. 

Ο ανθρωπόμορφος ερωδιός -κάτι ανάμεσα σε καλικάντζαρο και ξωτικό αν θέλουμε να τον προσαρμόσουμε σε πιο οικείες αναφορές- που παρασέρνει τον Μαχίτο σε μια ξέφρενη περιπέτεια σε έναν κόσμο μαγικό και μαγεμένο, είναι σαν το σαράκι και αντιφάσεις που σιγοτρώνε την ψυχή του καλλιτέχνη: ανταγωνιστής και σύντροφος, έμπνευση και απογόητευση, απάτη και σωτηρία μαζί. Την ίδια στιγμή, μέσα από το πανέξυπνο εύρημα μιας μητρικής σωτηρίας που μπορεί οδηγεί αναπόφευκτα σε έναν πρόωρο θάνατο, ο Μιγιαζάκι συνυφαίνει το τέλος με την αρχή, τον πόνο της απώλειας με τη δίψα για ζωή.

Παράλληλα, αποφεύγοντας με θάρρος να εξιδανικεύσει το παρελθόν, αμφισβητεί και καταρρίπτει τον μύθο της δικής του (αλλά και κάθε) κληρονομιάς. Δεκατρία τουβλάκια, όσες και οι ταινίες της φιλμογραφίας του, ατάκτως ερριμμένα και αδέξια τοποθετημένα, είναι ό,τι έχει να παραδώσει ο γέροντας δημιουργός-πλάστης στον νεαρό μαθητευόμενο (μια ακόμη αλληγορική σύμπλευση του τέλους και της αρχής), με την ευχή και παράκληση να φτιάξει τον (εναλλακτικό) κόσμο από την αρχή, με μεγαλύτερη αρμονία και λιγότερη αδικία.

Κι όμως, το τελικό επιμύθιο ξεπροβάλλει τρυφερό και αμείλικτο. Ακόμη και τα πιο εκθαμβωτικά υλικά ενδέχεται να φανούν σκάρτα και μολυσμένα στον τελικό απολογισμό. Ακόμη και τα πιο πολύτιμα καταφύγια, η φαντασία και το όνειρο, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν για πάντα την τέχνη της ζωής. Που τη ζούμε όλοι μας με φόβο και με πάθος, με νοσταλγία και με προσμονή. Απειροελάχιστα αλλά πολύτιμα κομμάτια σε μια περιπέτεια που δεν τελειώνει σε εμάς, που δεν σταματά ποτέ.  




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑