Dr. No (1962) – Ηλίας Χουρζαμάνης
Το ντεμπούτο του 007, που συστήνεται: «My name is Bond, James Bond», έγινε το 1962, με την προβολή του Δόκτορος Νo (Dr. No), του Τέρενς Γιανγκ . Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Είναι η πρώτη κατά σειρά ταινία και το έκτο βιβλίο. 6+1=7, που τυγχάνει το αγαπημένο μου νούμερο. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, σ’ αυτή τη ζωή. Η άσημη τότε, αλλά όχι άσχημη (κάθε άλλο), Ούρσουλα Άντρες επιβεβαιώνει πως οι γοργόνες είναι πιο πραγματικές στο σινεμά απ’ ότι στα παραμύθια.
Αναδύεται από τον βυθό της θάλασσας στον αφρό και αποκαλύπτεται στον πιο μάγκα κατάσκοπο, Κόνερι, εμπνέοντας μετέπειτα τον Γιάννη Δαλιανίδη να γυρίσει το φιλμ Γοργόνες και μάγκες. Η Γερμανίδα Άντρες υποδύεται μια Τζαμαϊκανή femme fatale. Τι άλλο μπορεί να θέλει κάποιος από ένα James Bond film; Ένα καλό, καταπληκτικό σάουντρακ βέβαια και την πιο γκρούβυ σκηνή σε όλη τη σειρά ταινιών, όπου μέχρι και το crew της ταινίας χορεύει υπό τους ήχους του Jamaica.
Goldfinger (1964) – Γιώργος Παπαδημητρίου
Η τρίτη ταινία της Bond series, και η πρώτη από τις τέσσερις συνολικά που σκηνοθέτησε ο Γκάι Χάμιλτον, θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως το εγχειρίδιο του καλού Τζέιμς Μποντ. Βαρύς ο τίτλος, συμφωνώ μαζί σας, αλλά αν το καλοσκεφτούμε, όλα τα ποιοτικά Bond films που ακολούθησαν πάτησαν, ως ένα βαθμό, στις διδαχές και στα θεμέλια του Goldfinger. Για πρώτη φορά ο Μποντ συνδέεται με ένα στρατό από απολαυστικά συνοδευτικά gadgets που τον βοηθούν να σώσει την Αγγλία, τον εαυτό του και τον κόσμο ολάκερο και για πρώτη φορά ακούμε το θρυλικό “Martini. Shaken, but not stirred.” Επιπλέον, το Goldfinger εισάγει ένα από τους πιο μυστηριώδεις και ιδιαίτερους villains στην ιστορία του νταμπλ όου σέβεν. Ο Χαβανέζος, με ιαπωνικές ρίζες, Χάρολντ Σακάτα, αν και σωματοφύλακας του κυρίως ειπείν ‘κακού’ της ταινίας, κλέβει την παράσταση και το φονικό του ημίψηλο καθίσταται ένα από τα πιο εμβληματικά φονικά εργαλεία στην ιστορία του σινεμά.
Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω για να αγαπήσουμε το Goldfinger, μας προσέφερε και μία αξέχαστη σκηνή, χαραγμένη στην ανθολογία κάθε σινεφίλ καρδιάς. Η εικόνα του άψυχου κορμιού της, από την κορφή ως τα νύχια καλυμμένης με χρυσή μπογιά, Σίρλεϊ Ίτον να κείτεται στο κρεββάτι είναι από εκείνες τις στιγμές που ανυψώνουν μία ταινία από την κατάσταση δημοφιλίας στο στάτους του μύθου. Και για να μην ξεχνιόμαστε, να τον φοβάστε τον Χρυσόδακτυλο, να είστε πάντα σε επιφυλακή. He’s the man, the man with the Midas touch. A spider’s touch. Such a cold finger. Beckons you to enter his web of sin. But don’t go in.
On Her Majesty’s Secret Service (1969) – Στάθης Κόλιας
Αφήστε ήσυχο τον Τζορτζ Λέιζενμπι. Η συγκεκριμένη επιλογή ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της και γι’ αυτό ο εν λόγω Μποντ άντεξε μόλις μία ταινία. Σκεφτείτε όμως πόσο πρωτοποριακός ήταν ο Λέιζενμπι που άλλαξε το προφίλ του -πολύ ωραίου μέχρι τότε- Τζέιμς Μποντ σε κάτι πιο συναισθηματικό. Τότε, χαλούσε την όλη εικόνα του πράκτορα 007. Τώρα, δεν θα χάλαγε κανένα αν ο Κόλιν Φερθ γινόταν ο νέος Τζέιμς Μποντ. Αλλά το πιο σημαντικό και πιο άδικο είναι άλλο. Όταν ο Λέιζενμπι έδειξε τον Μποντ να κλαίει, έδειξε γιατί δεν μπορεί να παραμείνει σε μία σχέση και ποια είναι η τραγική ιστορία που κρύβεται από πίσω του, τότε ο Μποντ ήταν φλώρος. Τώρα που έκανε ο Ντάνιελ Γκρεγκ ακριβώς το ίδιο πράγμα στο Casino Royale, ο Τζέιμς Μποντ δείχνει την πιο ανθρώπινη πλευρά του. Τέλος, στην υποκρισία των Τζέιμς Μποντ. Λευτεριά στον Τζορτζ Λέιζενμπι.
Υ.Γ. Ο σκληρός και φαλακρός Τέλης Σαβάλας (στην Αμερική να τον λέτε Τέλι) ήταν υπέροχος ως James Bond villain.
GoldenEye (1995) – Φίλιππος Χατζίκος
Στα μέσα των 90’s, το franchise είχε τελματώσει. Οι ταινίες – ναυάγια με τον Τίμοθι Ντάλτον έσερναν τον Μποντ σταδιακά προς την αφάνεια και οδήγησαν σε εξαετή εξαφάνιση του 007 από το κινηματογραφικό πανί. Το Επιχείρηση: Χρυσά Μάτια έπρεπε να αλλάξει τα πάντα και το καταφέρνει εντυπωσιακά. Ο νέος Μποντ, Πιρς Μπρόσναν, βρίσκει το χαρακτήρα του ανάμεσα στη γοητεία του Κόνερι και το χιούμορ του Μουρ, σβήνοντας ολότελα από τον χάρτη τον προκάτοχό του και προσθέτοντας αυτό που έμελλε να αποτελέσει την ειδοποιό διαφορά σε σχέση με τους λοιπούς Μποντ: τις επαρκείς δόσεις αλητείας. Η νέα M, Τζούντι Ντεντς, κάνει εντυπωσιακό περίπατο και από κορίτσια, η Ιζαμπέλλα Σκορούπκο (ποια;) ως το καλό και η Φάμκε Γιάνσεν ως το κακό bond girl, με το επικό όνομα Ζένια Όνατοπ και τα μπούτια του θανάτου, συνθέτουν ένα από τα πιο εντυπωσιακά duos των 90’s.
Τα πολλά εφέ ίσως την κάνουν λίγο παρωχημένη σήμερα, αλλά για μένα ο Μποντ θα είναι πάντα αυτός που ήταν πριν το “νολανισμό” του 21ου αιώνα. Καταδίωξη με τανκς στην Αγία Πετρούπολη, τοποθέτηση προϊόντων, κομμουνιστές κακοί κι ένας ήρωας που κινείται πιο γρήγορα από αεροπλάνα, τα προλαβαίνει, τα πιλοτάρει, σώζει τον κόσμο και παίρνει το κορίτσι. Είναι η αντρική Ντίσνεϊ, τι να κάνουμε; Μπόνους: o Σον Μπιν, ως ο κακός της ταινίας, γίνεται δέκτης της ίσως πιο γραφικής bond ατάκας, όταν ρωτά: «For England, James?» για να δεχθεί την απάντηση «No, for me.», από τον σκληροτράχηλο γόη.
Die Another Day (2002) – Στάθης Κόλιας
Να με συγχωρέσετε για τη χρήση του πρώτου ενικού, αλλά η συγκεκριμένη επιλογή μόνο υποκειμενικά μπορεί να αιτιολογηθεί, και με μεγάλη προσπάθεια και αλτρουισμό, ίσως να συγχωρεθεί. Το Die Another Day είναι σίγουρα μία από τις χειρότερες ταινίες του πράκτορα 007. Βέβαια, θα υπάρχει πάντα και το Quantum of Solace, οπότε όλα καλά. Τη συγκεκριμένη, όμως, ταινία την είδα στην τρυφερή ηλικία των 12, σε αποκλειστική πρεμιέρα με προσκλήσεις (συνέβαιναν αυτά τότε, ΠΑ.ΣΟ.Κ.), γεγονός που έκανε αυτή την εμπειρία μοναδική (παρόλο που η ταινία ήταν ακριβώς το αντίθετο). Στο δια ταύτα όμως, το Die Another Day έχει ένα από τα πιο ωραία Bond Girls του franchise και μόνο γι’ αυτό παίρνει πόντους. Η Χάλι Μπέρι είναι απλά εντυπωσιακή και η εμφάνιση – έξοδός της από τη θάλασσα στιγμάτισε κόσμο και έκανε την Ούρσουλα Άντρες να ζηλέψει. Επίσης, χάρη σε αυτή την ταινία το ευρύ κοινό έμαθε τη Ρόζαμουντ Πάικ, πριν γίνει κορίτσι και χαθεί, ενώ να μην ξεχνάμε και την εμφάνιση της Aston Martin.
Όμως, και παρά τα ελάχιστα θετικά του, το Die Another Day είναι γενικά καλό, γιατί μετά από ένα σημείο είναι τόσο κακό που περνά στην άλλη πλευρά. Επεξηγώ και απαριθμώ: α) η εμφάνιση του Πιρς Μπρόσναν, λες και ετοιμάζεται για το sequel του Ροβινσώνα Κρούσου, β) η σάπια προπαγάνδα κατά της Βόρειας Κορέας, γ) η χωρίς λόγο εμφάνιση της Μαντόνα στην ταινία (ο Γκάι Ρίτσι πρέπει να έφαγε πολύ κρεβατομουρμούρα), δ) ο πρώτος απαράδεκτος κακός, που το πρόσωπο του ήταν σαν διαφήμιση των κοσμημάτων Swarowski, ε) ο δεύτερος απαράδεκτος κακός που, για να αντιμετωπίσει τις αϋπνίες του, έπρεπε να κοιμηθεί σε κάσκα κομμωτηρίου και σαν να μην έφτανε αυτό, είχε κλέψει και τις δυνάμεις του Μαγκνίτο και στ) τελευταίο και πιο ενοχλητικό το ότι για να σκοτώσουν το Τζέιμς Μποντ, έπρεπε να τον τοποθετήσουν σε ένα ξενοδοχείο από πάγο που λιώνει. Με άλλα λόγια μόνο για το στήθος της Χάλι Μπέρι, για την Aston Martin και για όλα τα παραπάνω cult στοιχεία, το Die Another Day είναι καλό.
Casino Royale (2006) – Γιάννης Σμοΐλης
Το Casino Royale δεν είναι μόνο ένας καθοριστικός Bond, μια από τις κορυφαίες ταινίες της μακριάς ιστορίας του (για τον γράφοντα, η κορυφαία), είναι και μια απ’ τις τελειότερες περιπέτειες που γυρίστηκαν ποτέ. Για πολλούς λόγους: αρχικά διαθέτει έναν απίστευτα φορμαρισμένο Ντάνιελ Κρεγκ που πέφτει με φόρα πάνω στον τοίχο από αρνητικά σχόλια που είχαν χτίσει οι φανατικοί του 007, απ’ την ώρα που ακούστηκε τ’ όνομά του και, επιδεικνύοντας αστραφτερό ταλέντο, τσαμπουκά και όρεξη, τον συντρίβει, αναγκάζοντάς τους να καταπιούν τη γλώσσα τους. Έπειτα είναι, εκτός από ένα συναρπαστικό φιλμ δράσης (ο σκηνοθέτης Μάρτιν Κάμπελ θα μπορεί να περηφανεύεται μέχρι τα στερνά του, γι’ αυτόν τον α-π-ί-σ-τ-ε-υ-τ-ο ρυθμό) και μια απ’ τις ωραιότερες ιστορίες –τραυματισμένης- αγάπης στην ιστορία του σινεμά.
Τέλος, έχει μια εντελώς ιδιότυπη αξία ως απόδειξη για το ότι όχι μόνο δε σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν (μέχρι τη στιγμή της προβολής του, το franchise είχε κουράσει πραγματικά, κινδυνεύοντας να θαφτεί οριστικά μετά από δυο εκ των χειρότερων Bond ταινιών, τα The World is Not Enough και Die Another Day, που δεν είχαν να επιδείξουν πολλά παραπάνω απ’ τις –κλασσικά καλογυρισμένες- σκηνές δράσης) αλλά και πως, υπό προϋποθέσεις –αν πρόκειται δηλαδή για «καθαρόαιμα» σαν τον κύριο «Double-Ο-Seven»- τα περήφανα, γηραιά άτια, μπορούν να ντροπιάσουν πολλά «πουλάρια» της σύγχρονης χολιγουντιανής παραγωγής.
Skyfall (2012) – Γιάννης Σμοΐλης
Μονάχα μισό σκαλί κάτω από το αξεπέραστο Casino Royale, πρόκειται έτσι κι αλλιώς για ταινιάρα! Εξαιρετικό δείγμα ποιοτικού ψυχαγωγικού κινηματογράφου που προσκομίζει άλλη μια τρανή απόδειξη για το ότι ο Ντάνιελ Κρεγκ είναι ο καλύτερος Bond όλων των εποχών (sorry Sean). Σκηνοθετικά άπαιχτο, με ένα καταπληκτικό Σαμ Μέντες να φιλμάρει ουσιαστικά μια ταινία δημιουργού κάτω απ το προκάλυμμα της καταιγιστικής, Bond περιπέτειας, σεναριακά πολυσχιδές και βαθύ (όσο βαθύ τέλος πάντων μπορεί να είναι ένα θέαμα ακραιφνώς μαζικό),το Skyfall είναι μια σκοτεινή, εξαιρετικά ενορχηστρωμένη, κινηματογραφική συμφωνία δράσης που λειτουργεί άψογα σε όλα τα πιθανά επίπεδα και, ταυτόχρονα, ένα ρομαντικό σχόλιο -ή μάλλον, το σχόλιο ενός αθεράπευτα ρομαντικού- για το τι σημαίνει η λέξη «πατρίδα», όταν αφαιρούνται οι πολιτικάντικες επικαλύψεις.
Ένα ακαταμάχητο instant classic, της σειράς, εξαίσια στυλιζαρισμένο, όσο πρέπει σκοτεινό (από μόνος του ο ανατριχιαστικός κακός του Μπαρδέμ, «σκιάζει» την χρωματική παλέτα) μεγαλόπρεπο και (περισσότερο από κάθε άλλη φορά) ικανό να σταθεί από μόνο του ως αυτόνομη δημιουργία (αγαπώ περισσότερο το Casino Royale αλλά αναγνωρίζω ότι επιτελεί μια λειτουργία: πρέπει να επανεφεύρει τον πράκτορα, ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να αποσπαστεί απ’ το σύνολο και να υπάρξει ως ανεξάρτητο φιλμ, είναι μια «γέφυρα»). Απολαυστικό, είτε δηλώνεις φανατικός, είτε όχι.