What's On Mamma Mia! Here We Go Again

3 Αυγούστου 2018 |

0

Mamma Mia! Here We Go Again

Ήταν το καλοκαίρι του 2008 όταν η Μέριλ Στριπ και η κεφάτη παρέα της επισκέφθηκαν το ελληνικό νησί «Καλοκαίρι», κουβαλώντας στις αποσκευές τους την ανθολογία των ΑΒΒΑ και μία σαρωτική θετική διάθεση. Φέτος, η παρέα επέστρεψε, χωρίς όμως τη Μέριλ Στριπ και με την Ελλάδα εκτός της εξίσωσης. Ένα ακόμα σύγχρονο θαύμα της ελληνικής  κινηματογραφικής πραγματικότητας οδήγησε τους ιθύνοντες της παραγωγής του δεύτερου μέρους στο συμπέρασμα ότι είναι προσφορότερο να μεταμφιέσουν ένα κροατικό νησί σε ελληνικό και έτσι το Βις αντικατέστησε επάξια τη Σκόπελο. Εύγε στους εγχωρίως αρμόδιους.

Στο Mamma Mia: Here we go Again εκτίθενται παράλληλα και ισομερώς δύο ιστορίες. Τα χρόνια της νιότης της Ντόνα, το πώς έφτασε να ερωτευτεί το νησί και να ζήσει εκεί, αλλά και η ιστορία της κόρης της, η οποία πλέον είναι υπεύθυνη για της διαχείριση της πανσιόν της μητέρας η οποία απεβίωσε. Τα στοιχήματα της ταινίας είναι πάρα μα πάρα πολλά: Η βασική προβληματική του αν η ταινία θα έχει κάτι (καινούριο) να κομίσει, υφολογικά ή νοηματικά. Το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα σουξέ του Σουηδικού συγκροτήματος είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί σε όμορφες και αξιομνημόνευτες σκηνές. Κυρίως όμως, η απώλεια της Μέριλ Στριπ, η οποία είχε σηκώσει στις πλάτες την πρώτη ταινία και έστεκε σαν κομψός και  υπερπολύτιμος συνδετικός κρίκος.

Ευτυχώς, τα περισσότερα τα κερδίζει με άνεση. Η Λίλι Τζέιμς, που διανύει μια ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο προτού συμπληρώσει τα τριάντα, φέρνει εις πέρας μια αποστολή αληθινά δύσκολη: ερμηνεύει με τρόπο ουσιωδώς ανεξάρτητο τον ίδιο χαρακτήρα, χωρίς όμως να τον εκθέτει σε ασυνέχειες. Από κει και πέρα, είναι σαφές ότι η ταινία απευθύνεται σε πιο σκληροπυρηνικούς οπαδούς του μιούζικαλ, καθώς δίνει μεγάλη βαρύτητα στα μουσικά νούμερα, εξισορροπώντας έτσι την απουσία μερικών από τα βασικά τραγούδια των ΑΒΒΑ. Ο πολύ σκληρός πυρήνας των γνωστότερων κομματιών πάντως έχουν συμπεριληφθεί και σε αυτή την ταινία.

Το σημαντικότερο όμως επίτευγμα της ταινίας είναι ότι αναζητά και βρίσκει το δικό της χαρακτήρα. Αγκαλιάζει δίχως φειδώ το γκροτέσκο στοιχείο της, δε φοβάται τις καρικατούρες της, βρίσκει το δικό της γλυκανάλατο μοτίβο και γενικότερα δεν πασχίζει να αντιγράψει την πρώτη ταινία. Η διάθεση είναι στα ύψη από την αρχή – το εναρκτήριο νούμερο είναι απολαυστικότατο- και παράλληλα εμφανής είναι η διάθεση όλων να μην προσηλωθούν στα δεδομένα του προηγούμενου μέρους. Προφανείς ασυνέπειες ως προς τα γεγονότα, οι οποίες όμως οδηγούν σε μία καλώς νοούμενη ελαφρότητα που συνοδεύει τη διάθεση της ταινίας. Ελαφρότητα, πάντως, η οποία κάμπτεται με την παράθεση κάποιων όμορφων και αληθινά συγκινητικών σκέψεων σχετικά με τη μητρότητα που προσθέτουν το αναγκαίο δραματικό βάρος στην ταινία, ως αντιστάθμισμα στο αχαλίνωτο κιτς.  Σε αυτό το σημείο είναι φανερή και η συμμετοχή του θαυματοποιού Ρίτσαρντ Κέρτις στην υπόθεση, του ανθρώπου που κρύβεται πίσω από ουκ ολίγες σηματικές ρομαντικές κινηματογραφικές στιγμές (Τέσσερις Γάμοι και μια Κηδεία, Μία Βραδιά στο Νότινγκ Χιλ και Love Actually, μεταξύ άλλων).

Πρόκειται για ένα φιλμ που αναγκάζει σε πολλές στιγμές το χείλος του θεατή να σκάσει ένα χαμόγελο, όπου η πλοκή έχει χαρακτήρα επικουρικό αλλά όχι παρακολουθηματικό ως προς τη μουσική του, σεβόμενο έτσι την ουσία του είδους που υπηρετεί. Η feelgood ατμόσφαιρα του είναι σαρωτική, πιστή στην αύρα της υπέροχης σουηδικής μπάντας. Σχεδόν αναγκάζει τον θεατή να παραβλέψει τις αβλεψίες και τον επιφανειακό χαρακτήρα. Άλλωστε, η μουσική των ΑΒΒΑ δεν καλεί σε ενδοσκόπηση και εσωστρέφεια. Αποτελεί όμως μια μοναδική ευκαιρία να σταθεί κανείς για λίγο κάτω από super trouper φώτα, χωρίς ποτέ να αναγκάζεται να παραδεχτεί πόσο πολύ το χρειάζεται. Ας αφεθούμε στην αφτιασίδωτη όσο και καλοδουλεμένη μαγεία τους.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑