Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες
Παίζουν: Ντανιελ Κρεγκ, Λέα Σεϊντού, Ρέιφ Φάινς, Μπεν Γουάισο, Κριστόφ Βαλτς, Μόνικα Μπελούτσι
Διάρκεια: 148′
Είναι γεγονός ότι από τότε που ανέλαβε ο Ντάνιελ Κρεγκ να υποδυθεί τον θρυλικό Βρετανό πράκτορα, στο αλησμόνητο (και αξεπέραστο μέχρι στιγμής) Casino Royale, οι ταινίες Bond ανέβηκαν επίπεδο. Με εξαίρεση το Quantum of Solace (που δεν είναι και τόσο κακό όσο λένε όλοι, απλώς υστερεί αισθητά σε σύγκριση με τα υπόλοιπα), ο Κρεγκ έφερε στο franchise την αύρα της σοβαρής δραματουργίας που, μετά τον Κόνερι, όλο και μειωνόταν στις ταινίες του 007, φτάνοντας στο σημείο να εξαφανιστεί εντελώς με τα δύο τελευταία, ανεκδιήγητα Bond του Πιρς Μπρόσναν, που οι οπαδοί προτιμούν να ξεχάσουν και όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουν κανέναν λόγο να θυμούνται.
Αυτό, βέβαια, δεν ήταν αποκλειστικά δικό του κατόρθωμα: στο Casino Royale, το εξαιρετικό σενάριο του -βραβευμένου με όσκαρ για το Crash– Πωλ Χάγκις και η άψογη σκηνοθεσία του επαγγελματία Μάρτιν Κάμπελ (που χτύπησε peak καριέρας, χωρίς ούτε ο ίδιος να το περιμένει), ήταν τα, επίσης καθοριστικά, στοιχεία που ανέστησαν τον μύθο του double-O-seven, και τον παρέδωσαν στον 21ο αιώνα, απαστράπτοντα, δυνατό, μεγαλειώδη.
Ο Bond του Κρεγκ, ο σκληρότερος αλλά και πιο συναισθηματικός, ο πιο αρρενωπός και ταυτόχρονα εύθραυστος, ο πλέον περίπλοκος και ανθρώπινος Bond που είδαμε ποτέ (γιατί, ας μην γελιόμαστε, ο Κρεγκ είναι ο καλύτερος ηθοποιός που ενσάρκωσε ποτέ τον πράκτορα: ο -εμβληματικός λόγω στυλ και παλαιότητας- Κόνερι, δεν εμβάθυνε ποτέ, αρκούταν στο να οπτικοποιεί ένα σύμβολο), επινόησε τον χαρακτήρα από την αρχή. Αγγίζοντας τα όρια της βλασφημίας για τους πολύ «παραδοσιακούς», θα τολμούσαμε να πούμε ότι, με τον Κρεγκ, ένα αξιοπρεπές σινεμά είδους (στα ένδοξα 60s και 70s), που κατέληξε στα 90s να υιοθετεί την καρτουνίστικη φόρμουλα δράσης του Χόλιγουντ, μετατράπηκε για πρώτη φορά σε κάτι πολύ ανώτερο: σε σοβαρό κινηματογράφο.
Το Quantum of Solace, παρά τα πολλά προβλήματά του, δεν υποχώρησε απ’ αυτή τη γραμμή αλλά η κορυφή του Casino Royale θα έμενε ασυντρόφευτη αν δεν ερχόταν να σταθεί δίπλα της, η άλλη κορυφή, το αριστουργηματικό Skyfall του 2012. Με τον σπουδαίο Σαμ Μέντες πίσω απ’ την κάμερα, το φιλμ που γιόρτασε τα 50 χρόνια του πράκτορα, ήταν ένα όνειρο για τους φανατικούς και μια υπέροχη ταινία, ανεξάρτητα από οπαδιλίκια, για όλους. Ο πήχης μπήκε πάρα πολύ ψηλά απ’ τον Μέντες.
Πώς ξεπερνάς, λοιπόν, ένα έργο τόσο ιδιαίτερο, μια καλλιτεχνική ταινία σε συσκευασία περιπέτειας, που πραγματεύεται τη φθορά, το ανεπίστρεπτο του χαμένου χρόνου, το Γήρας, την Προδοσία, τη Μνήμη, τον Θάνατο ως αφορμή αναγέννησης, την ιδέα της Πατρίδας σαν μήτρα ψευδαισθήσεων αλλά και ιδανικών ικανών να αναπληρώσουν την αποτυχία του πρώτου κοινωνικού κυττάρου γι’ αυτούς που έχουν ανάγκη ένα άνωθεν βλέμμα να δικαιώσει τις ζωές και τις επιλογές τους; Πολύ απλά, δεν το ξεπερνάς, δεν προσπαθείς καν. Εμμένεις στην ίδια κατεύθυνση, κρατάς σκοτεινό τον τόνο, πολλαπλασιάζεις τα «φαντάσματα» και τις αναμνήσεις.
Συνεχίζεις να «σκάβεις» προς τα βάθη, μετριάζοντας, όμως, λιγάκι τις ψυχαναλυτικές αναφορές (ήδη, άλλωστε, ο ανατριχιαστικός Μπαρδέμ του Skyfall, με μια πολυδιάστατη ερμηνεία που έχει γράψει ιστορία χρήζοντάς τον όχι μόνο κορυφαίο Bond Villain αλλά και έναν απ’ τους συναρπαστικότερα αμφίσημους «κακούς» στην ιστορία του σινεμά- εξάντλησε την θεματική των τραυματικών σχέσεων που καθορίζουν τις ευρύτερες «στρατηγικές»), κάνεις χρήση μιας πιο «συμβατικής» (η λέξη μπαίνει σε εισαγωγικά γιατί τίποτα στο Spectre δεν είναι συμβατικό με την αρνητική έννοια) σκηνοθετικής φόρμας σε σχέση με το Skyfall, δηλαδή μιας πιο καθαρής γραμμικότητα στην σύνδεση των σκηνών, που έχει κάτι το καλοδεχούμενα ρετρό, κι έχεις ένα Bond αρχοντικό, ρέον, καθηλωτικό, λιγότερο «βαρύ» απ’ το Skyfall -υπάρχει και περισσότερο χιούμορ εδώ- αλλά εξίσου ποιοτικό.
Αν πρέπει σώνει και ντε να κατατρυβόμαστε με επιγραμματικές αξιολογήσεις, όντως το Spectre δεν αγγίζει το τέλειο με τον τρόπο που το έκανε η προηγούμενη ταινία, αλλά και τι μ’ αυτό; Παραμένει σινεμά υψηλής κλάσης, πιστοποιεί ότι ο Σαμ Μέντες είναι το καλύτερο πράγμα που συνέβη στον 007 από την αρχή της ιστορίας του, διαθέτει δύο τουλάχιστον σκηνές ανθολογίας (την αρχική της καταδίωξης σε εξαιρετικό μονοπλάνο κι αυτήν στο τρένο) και ικανοποιεί στο έπακρο.
Ο Ντάνιελ Κρεγκ, απ’ την άλλη, εξελίσσει τον χαρακτήρα ιδανικά, συνεχίζοντας στον δρόμο που χάραξε με το «Casino Royale» πλάθοντας έναν Bond με συνείδηση, ένα αγρίμι που κρύβει καλά μέσα του ευαισθησίες και αίσθηση δικαιοσύνης , έναν φύσει ηθικό ( «είσαι καλός άνθρωπος Τζέιμς», όπως του λέει κάποια στιγμή η Μαντελέν Σουάν -μια έξοχη αναφορά στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο του Προυστ: τα Skyfall και Spectre είναι επίσης δυο φιλμ για τον χαμένο χρόνο και την ανάκτησή του) που από πληγωμένο εγωισμό καμώνεται τον κυνικό, και προσδίδει στις τέσσερις ταινίες μια οργανικότητα που τις συνέχει, αφού στην καθεμιά μπορούμε να διακρίνουμε ένα στάδιο απ’ το οποίο διέρχεται ο ήρωας, καθώς ολοκληρώνεται ως προσωπικότητα. Αυτό είναι ένα κατόρθωμα τόσο των σεναριογράφων, όσο και των Κρεγκ και Μέντες.
Σε κανένα προηγούμενο Bond δεν είχαμε την αίσθηση ότι ο double-O-seven «οδεύει» κάπου, ότι ωριμάζει. Ακόμα και στην «χρυσή» περίοδο του Κόνερι, ήταν ένα γοητευτικό στερεότυπο, μια ανδρική φαντασίωση υπεροχής που παρέμενε στάσιμη στην παγωμένη της αυτάρκεια. Εδώ που τον έφεραν μαεστρικά ο Κρεγκ με τον Μέντες, είναι πια άνθρωπος και ως άνθρωπος έχει δικαίωμα στην αλλαγή, τον έρωτα και το δράμα του. Το Spectre, παρά τις κωμικές ανάσες και την διασκεδαστική χλαπαταγή, είναι μια εξόχως δραματική προσθήκη σ’ αυτό το επιβλητικό αρχιτεκτόνημα που είναι πια ο Bond. Και, για το καλό του σοβαρού ψυχαγωγικού σινεμά που αγαπάμε, μακάρι να παραμείνει έτσι.