Reviews American Beauty (1999)

1 Αυγούστου 2023 |

0

American Beauty (1999)

 Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες

Παίζουν: Κέβιν Σπέισι, Ανέτ Μπένινγκ, Κρις Κούπερ, Πίτερ Γκάλαχερ

Διάρκεια: 122′

O σεναριογράφος Άλαν Μπολ είχε ξεκινήσει, ήδη από το 1992, να απεργάζεται ένα σενάριο που αντλούσε έμπνευση από την αληθινή ιστορία της Έιμι Φίσερ. Η Φίσερ, που έμεινε γνωστή με το προσωνύμιο “Long Island Lolita”, μονοπώλησε το ενδιαφέρον των tabloids στις αρχές των 90s, όταν πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά τη Μέρι Τζο Μπαταφουόκο, τη σύζυγο του παράνομου εραστή της, Τζόι Μπαταφουόκο. Η ανήλικη Φίσερ εξέτισε ποινή λίγων ετών και μόλις βγήκε από τη φυλακή έγραψε (όπως αναμένετο) τα απομνημονεύματά της και ακολούθησε λαμπρή καριέρα πορνοστάρ (αυτό δεν ήταν και τόσο αναμενόμενο). Ο Μπολ, ο οποίος είχε ήδη στο ενεργητικό του μία αξιομνημόνευτη sitcom θητεία, δοκίμασε μία υπονομευτική σεναριακή προσέγγιση, απελευθερώνοντας σαρκασμό και μελαγχολία κάτω από το δέρμα της βασικής πλοκής.

Το σενάριο του Μπολ, λοιπόν, έβαλε στο στόχαστρο όχι ακριβώς το American Dream και τις σκοτεινές του πλευρές, αλλά την υπονόμευση της ίδιας της ευτυχίας από τη μεσοαστική καλοβολεμένη Αμερική. Η κρίση της μέσης ηλικίας κυριαρχεί μεν σε ολόκληρη τη ραχοκοκαλιά της ταινίας, αλλά σε κανένα σημείο δεν εξυμνείται ή καθαγιάζεται. Στο σενάριο του Μπολ, ακόμη και η επαναστατική αντίδραση απέναντι στην καταπίεση δεν είναι παρά μία φαρσοκωμωδία που ξεφουσκώνει στον αέρα, αφήνοντας πίσω της μια μάταια ψευδαίσθηση.

Η DreamWorks, που εξασφάλισε τα δικαιώματα του σεναρίου, πέρα από τον Μπολ, έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης σε έναν ακόμη rookie του κινηματογράφου. Ο Σαμ Μέντες, κουβαλώντας μονάχα τα θεατρικά γαλόνια του Broadway, βρέθηκε να ντεμπουτάρει στο σινεμά μόνο και μόνο επειδή δεκάδες φτασμένα ονόματα του χώρου απέρριψαν την ιδέα να σκηνοθετήσουν το American Beauty. Κακό του κεφαλιού τους, όπως αποδείχθηκε.

To American Beauty, όσο και να περιτριγυρίζεται από ενδιαφέροντα ηλεκτρόνια, δεν παύει να στηρίζεται σε έναν πολύ στιβαρό πυρήνα. Ο Lester ενσαρκώνει και εκφράζει την οικειοθελή συντριβή: ένας κατά συρροή loser που μετατρέπει τη μιζέρια της καθημερινότητας σε υψηλή τέχνη. Με ειρωνεία που θαρρείς και πετιέται από τα μάτια κι ένα σαρδόνιο μειδίαμα που κρέμεται από τα χείλη, αποπνέει εγκλωβισμένη εξυπνάδα από χιλιόμετρα και κάνει την ηττοπάθεια να δείχνει γοητευτική.

Μία ανεμική καρικατούρα ανδρός, οικογενειάρχη, επαγγελματία, εραστή, που είναι όμως εξοπλισμένος με μια ιδιότυπη -και επώδυνη- αυτογνωσία. Μια αυτογνωσία που δεν δρα ως εφαλτήριο βελτίωσης, αλλά ως παρηγορητική νάρκωση που εξορίζει την αλλαγή ολοένα και πιο μακριά. Ο Lester, μολονότι στερημένος από αυτοπεποίθηση και ελπίδα για το μέλλον, εμπνέει ταύτιση και συμπάθεια ακόμη και στις πιο χαμηλές και ευτελείς του στιγμές (που είναι μάλλον μπόλικες, αν αναλογιστούμε ποιο είναι το peak of his day).

Το American Beauty δεν ξεσκεπάζει κάποια αθέατη δυστυχία, ούτε ξύνει την επιφάνεια σε μια καλογυαλισμένη και απατηλή ευτυχία. Δεν φέρνει στο φως κάποια βαθιά ριζωμένη υποκρισία, ούτε αρκείται σε κάποιο μάταιο ευχολόγιο για μια υποτιθέμενη αλλαγή που θα επέλθει κάπου, κάπως, κάποτε. Αντίθετα, μοιράζεται τη λύπη του με ειλικρίνεια και χωρίς ανάγκη να εντυπωσιάσει, (χαμο)γελώντας στοργικά με τους ήρωές του, δίχως να τους κοροϊδεύει.

Οι χαρακτήρες της ταινίας δεν χτίζουν κάποιον γυάλινο και ψεύτικο κόσμο, δεν ψάχνουν να οχυρωθούν σε κάποιο προσωρινό καταφύγιο. Το κάθε άλλο, μάλιστα. Λες και είναι κήπος με γκαζόν και μπάρμπεκιου, φροντίζουν και περιποιούνται καθημερινά μια πολύ οικεία -και μέτρια από κάθε άποψη και κλίμακα- δυστυχία. Η Χάνα Άρεντ έγραφε για την κοινοτοπία του Κακού. Ο Σαμ Μέντες κινηματογραφεί την κοινοτοπία της παραίτησης και τον βαθύ εθισμό στη μετριότητα που καταπίνει τα πάντα. Ακόμη και τη δυστυχία, τον θυμό και το παράπονο.

Ο Κέβιν Σπέισι συμπυκνώνει σε μορφασμούς και ανεπαίσθητες κινήσεις τόσο τον αυτό-οικτιρμό όσο και τη στιγμή αναλαμπής ενός ανθρώπου που είχε ανάγκη -όσο τίποτα άλλο- να πιστέψει στα αυτονόητα. Ο Lester δεν είναι ούτε εκμεταλλευτής, ούτε αισθηματίας. Έχει απλώς ανάγκη από ένα όνειρο κάπου εκεί γύρω, αρκετά κοντά ώστε να το αγγίξει, μπας και καταφέρει να ξεφύγει από την αυτολύπηση. Σε μια νύχτα όπου η κωμωδία και το δράμα θα γίνουν ένα, η τελική έκλαμψη αξιοπρέπειας και αυτοεκτίμησης, ακόμη και την ύστατη στιγμή, στέκεται πιο ψηλά ακόμη και από την προδιαγεγραμμένη τραγωδία. Γιατί χωρίς αυτή, η ζωή μοιάζει ούτως ή άλλως με ατελείωτο θάνατο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑