Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Φίντσερ
Παίζουν: Μόργκαν Φρίμαν, Μπραντ Πιτ, Κέβιν Σπέισι, Γκουίνεθ Πάλτροου
Διάρκεια: 127′
Το 1995, ο Ντέιβιντ Φίντσερ ήταν 33 χρονών και το σκηνοθετικό του παλμαρέ εξαντλούταν σε μερικά βίντεο κλιπ της Μαντόνα και το αξιοπρεπές Alien 3. Είχε έρθει, όμως, το πλήρωμα του χρόνου για να μπει στο πάνθεον του αμερικανικού σινεμά, με εξασφαλισμένη θέση ακόμη και αν δεν γυρνούσε καμία άλλη ταινία ποτέ ξανά. Το μνημειώδες Se7ev έπιασε από την πρώτη στιγμή στασίδι στην κινηματογραφική αφρόκρεμα των 90s, δίνοντας παράλληλα το στίγμα και το τέμπο για τη μετέπειτα σκηνοθετική πορεία του Φίντσερ.
Η ταινία θα μπορούσε θεωρητικά και σχηματικά να περιγραφεί ως ένα αστυνομικό θρίλερ με καθηλωτική νέο-νουάρ ατμόσφαιρα. Είναι όμως κάτι πολύ παραπάνω από μια ταινία με εγκλήματα σε σκοτεινό φόντο. Είναι μια ζοφερή σκιαγράφηση της ανθρώπινης ύπαρξης, κατάμαυρη και τρομακτικά ενδελεχής. Μακριά από whodunit δομές και περιττούς εντυπωσιασμούς, το Se7en μαγνητίζει όχι τόσο χάρη σε όσα λέει και δείχνει, αλλά για όσα αφήνει να φανούν αχνά πίσω από τις ανώφελες ενέργειες των πρωταγωνιστών του.
Ο νέος αστυνόμος Μιλς και ο σχεδόν συνταξιούχος Σόμερσετ συγκροτούν ένα αντιθετικό δίδυμο. Οξύθυμος ο ένας, πράος ο δεύτερος. Παρορμητικός ο πρώτος, μετρημένος ο δεύτερος. Αυτό που τους χωρίζει όμως περισσότερο από όλα είναι ότι ο Μιλς διαθέτει ακέραια και χειμαρρώδη όρεξη για ζωή, ενώ ο Σόμερσετ είναι σε στάση αναμονής του τέλους. Μαζί λοιπόν πρέπει να εξιχνιάσουν μια σειρά από δολοφονίες που διαπράττονται με βάση τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα. Τα εγκλήματα αυτά μοιάζουν με φρικώδη θεόσταλτη απάντηση στον εκτροχιασμό του ανθρώπου, στοιχείο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δράστης είναι κάποιος ψυχοπαθής που θεωρεί ότι επαναφέρει την ανθρώπινη κοινωνία στη θεϊκή ισορροπία.
Όσο η έρευνα εξελίσσεται, τα εγκλήματα συνεχίζονται και ο δολοφόνος διατηρεί με άνεση το πάνω χέρι στο κρυφτό με τους αστυνομικούς. Σταδιακά, αυτοί αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι ο συγκεκριμένος εγκληματίας δεν είναι απλώς παρανοϊκός όπως βολικά είχαν πιστέψει, αλλά λειτουργεί βάσει σχεδίου, το οποίο έχει μελετήσει και προετοιμάσει τόσο εξονυχιστικά που το όλο σκηνικό αρχίζει να φαντάζει αλλόκοσμο και μεταφυσικό. Ο δράστης δεν προσπαθεί καν να αναδείξει τη σήψη της κοινωνίας, δεν βάλλει κατά της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Αντιθέτως, προσπαθεί να αποδείξει ότι ο άνθρωπος είναι δομικά ελαττωματικός, έτοιμος πάντα να υποκύψει στις αδυναμίες του, ανίκαντος να συγκροτήσει μια στοιχειώδη ηθική δομή, πρόθυμος πάντα να κατρακυλήσει στην έκπτωση, στην εξαίρεση, στη μικροπρέπεια. Με άλλα λόγια, ένα πλάσμα που ηττάται στο διηνεκές από την ίδια του τη φύση. Και για να το κάνει, χρησιμοποιεί το κυρίαρχο μέσο που ο εφηύραν οι ανθρώπινες κοινωνίες για να κρύψουν τις αδυναμίες τους, για να μασκαρέψουν τους φόβους και τη μικρότητά τους: τη θρησκεία και τις επιταγές της.
Η σκοτεινή και σκεβρωμένη πόλη που περιβάλλει συνεχώς τους ήρωες μοιάζει το ιδανικό τοπίο για τη δράση του δολοφόνου. Οι αστυνομικοί ξαφνικά βρίσκονται σε θέση υπερασπιστή της ανθρώπινης υπόστασης, έχοντας προ πολλού απεκδυθεί τον αρχικό τους ρόλο. Όπως είναι πλήρως φυσικό, αδυνατούν πλήρως να φέρουν σε πέρας αυτό το νέο τους καθήκον, καθώς όσα στοιχεία εκμεταλλεύεται ο «ψυχοπαθής» για να αποδείξει τη θέση του υπάρχουν και μέσα τους. Δίνουν έναν αγώνα με τους εαυτούς τους, με τον εγκληματία που αρχικά καταδιώκουν σε ρόλο καταλύτη μις καταστροφικής εσωτερικής αντίδρασης. Στο Se7en, ο αγώνας είναι πρωτίστως υπαρξιακός, ωθώντας τους ντετέκτιβ να αναμετρηθούν με τα δικά τους προσωπικά κρίματα και τραύματα.
Πίσω από τις ενέργειες των ηρώων, που συνθέτουν ένα πολυσχιδές (και αληθινά περιπετειώδες) αφηγηματικό παζλ, κρύβεται μια σκηνοθετική προσέγγιση τόσο μελετημένη που σχεδόν φέρνει αντανακλαστικά στο νου το διαβολικό σχέδιο του serial killer της πλοκής. Ο Φίντσερ πλάθει ένα σύμπαν χωρίς την παραμικρή ηλιαχτίδα φωτός, βυθισμένο σε βροχή, αντηλιά και μισοσκόταδο, προοικονομώντας μια αναπόδραστη πορεία προς την τραγωδία. Και η κάθαρση; Η απάντηση του Φίντσερ είναι σαφής. Κάθαρση δεν υπάρχει, ο άνθρωπος δεν μπορεί να την κερδίσει και ο θεατής δεν δικαιούται να την προσμένει.
Όσο οδηγούμαστε προς το φινάλε, το οποίο αποτελεί ακόμη και σήμερα σημεία αναφοράς για την ποπ κουλτούρα (φανταστείτε τον χαμό που έγινε στα 90s), οι πρωταγωνιστές μοιάζουν να χάνουν όλο και περισσότερο τον προσανατολισμό τους. Η σύλληψη του δολοφόνου τούς έχει ήδη υπερβεί (μάλιστα, συντελείται με τρόπο που τους στερεί οποιαδήποτε αίσθηση ολοκλήρωσης) και έχουν καταλήξει έρμαια ενός νοσηρού σχεδίου, το οποίο είναι ανίκητο ακριβώς επειδή αντλεί έμπνευση από το έρεβος της ανθρώπινης ψυχής. Η απόλυτη αδυναμία του ανθρώπου μοιάζει τόσο σίγουρη όσο το αποτέλεσμα μιας μαθηματικής πράξης, την οποία ο δολοφόνος έχει υπολογίσει με απόλυτη ακρίβεια.
Το Se7en δεν είναι απλώς ένα από τα πιο συνταρακτικά αστυνομικά-ψυχολογικά θρίλερ που έχουμε δει ποτέ στις αίθουσες. Είναι από εκείνες τις ταινίες που υπερβαίνουν το είδος τους και λειτουργούν ως αρχέτυπα που κρύβουν μέσα τους όχι μόνο ατελείωτους συμβολισμούς, αλλά και την ίδια τη δύναμη του σινεμά να δίνει χρησμούς και προφητείες. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια αφόρητα άψογη κατασκευή που στηρίζεται σε έναν πεσιμισμό τόσο στέρεο, τόσο βαθιά εδραιωμένο, που στο τέλος καταλήγει ακαταμάχητος και σκοτεινά γοητευτικός. Όπως μονομολογεί εξάλλου και ο Μόργκαν Φρίμαν, παραφράζοντας τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, αξίζει να παλεύεις για αυτόν τον κόσμο. Ακόμη και αν δεν είναι όμορφος.