What's On Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης: Φωτογράφοι που συγκλόνισαν τον κόσμο

8 Δεκεμβρίου 2018 |

0

Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης: Φωτογράφοι που συγκλόνισαν τον κόσμο

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ

Κυριακή 09/12 – 21.00

Βγαλμένη από τη μήτρα εκείνη που γέννησε ταινίες όπως το Missing (1982) του Κώστα Γαβρά και το Salvador (1986) του Όλιβερ Στόουν, το Under Fire (1983) του Καναδού Ρότζερ Σπότισγουντ μεταφέρει τη δράση του όχι σε έναν επινοημένο τόπο που παραπέμπει σε κάποια λατινοαμερικάνικη χούντα, από εκείνες που άνθισαν σαν σαρκοφάγα φυτά δεκαετία του ΄70, αλλά σε σαφώς προσδιορισμένο χωροχρονικό πλαίσιο: βρισκόμαστε στην ταλαίπωρη Νικαράγουα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν η αιμοσταγής, βάναυση -και πέρα για πέρα αμερικανοτραφείσα- δικτατορία του Σομόζα πνέει τα λοίσθια μετά από 12 χρόνια παραμονής στην εξουσία.

Ο Αναστάσιο Σομόζα υπήρξε το τρίτο κατά σειρά μέλος της οικογενειακής δυναστείας των Σομόζα που βρέθηκε στον προεδρικό θώκο της χώρας και η ανατροπή του από το αντάρτικο κίνημα των Σαντινίστας έδωσε τέλος σε μια 43ετή (με μικρά τεχνητά διαλείμματα, με φυτευτούς προέδρους – μαριονέτες) διακυβέρνηση της χώρας από την εξουσιομανή οικογένεια. Η ιστορία, ως γνωστόν, κινείται ταυτόχρονα με ράθυμους, αλλά και με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Οι σαρωτικές αλλαγές κινούνται σαν τεκτονικές πλάκες, αργά αλλά σταθερά, και εκδηλώνονται πάντα με τη μορφή του σεισμού.

To Under Fire προσπαθεί να φανεί πιστό και ταιριαστό στη θεματική του και η κινηματογράφησή του μιμείται τους πρωταγωνιστές του. Είναι νευρώδης και τρεμάμενη, λουσμένη σε μια γκρίζα σκόνη ερειπίων και ολέθρου, με απότομα cuts στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών τις στιγμές που καλούνται να πάρουν θέση σε στριφνά ηθικά διλήμματα. Ακριβώς, δηλαδή, σαν φωτογραφικά ενσταντανέ που αιχμαλωτίζουν τον ψυχισμό, τις αμφιβολίες, τις στιγμές μικροπρέπειας και μεγαλείου.

Το Under Fire μας συστήνει ευθύς εξαρχής, χωρίς να φλυαρήσει σε οποιοδήποτε σημείο, τους 3 βασικούς του πρωταγωνιστές, οι οποίοι καλύπτουν τον ένα πόλεμο μετά τον άλλο, ανά την υφήλιο. Είναι εθισμένοι στις αποτρόπαιες εικόνες, είναι συνηθισμένοι στον πόνο, τη φρίκη, το αίμα, τα βασανιστήρια, την απόλυτη έκπτωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τον πλήρη ξεπεσμό της έννοιας της ανθρώπινης ζωής. Είναι κυνηγοί της αλήθειας, την οποία ταυτίζουν ώς τώρα με την καταγραφή, με την αποτύπωση.

Οι εικόνες κουβαλούν ολόκληρο το φορτίο, είναι τα σημαίνοντα από τα οποία απορρέουν όλα τα σημαινόμενα. Οι εικόνες αποκρυσταλλώνουν το όλο νόημα, αποτυπώνουν την ουσία. Σύντομα, όμως, θα διαπιστώσουν ότι είναι αδύνατον να παραμένεις ψυχαναγκαστικά ουδέτερος σε ένα κινούμενο τρένο, όπως είχε πει κάποτε και μια ψυχή. Σύντομα, θα συνειδητοποιήσουν ότι κάποιες στιγμές τα γεγονότα είναι ετυμολογικά α-νόητα κι έχουν ανάγκη από ερμηνεία, από εμπλοκή, από πρωτοβουλία, από σκέψη και συναίσθηση.

Ούτως ή άλλως, είναι μπλεγμένοι σε ένα κόσμο που κινείται σε ένα μόνιμο καθεστώς μεταίχμιου, σαν μια λατινοαμερικάνικη εκδοχή ενός μυθιστορήματος του Γκράχαμ Γκριν ή του Τζον Λε Καρέ. Η συντριβή με τη λύτρωση περπατούν χέρι με χέρι, η ματαιωμένη ηθική των ίσων αποστάσεων συνομιλεί με τις τύψεις της δεοντολογικής απόκλισης στο όνομα ενός σκοπού, ο έρωτας μοιάζει να έχει φυτρώσει μέσα από τις δραματικές περιστάσεις, αλλά την ίδια στιγμή δείχνει καταδικασμένος ακριβώς επειδή γεννήθηκε εν μέσω κόλασης. Το Under Fire θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκτραπεί προς την στατική καταγγελία ή/και προς την πατενταρισμένη εξύμνηση του ιερού άγραφου καθήκοντος της δημοσιογραφίας, αλλά κατορθώνει να υπερβεί κάθε τέτοιο σκόπελο, κινούμενο στις σκιές μιας κατάστασης έκρυθμης και οριακής. Πατώντας σε ερμηνείες στέρεες και στιβαρές, που στραγγίζουν τους χαρακτήρες από οποιαδήποτε μανιέρα.

Υγ: ο σκηνοθέτης της ταινίας, δέκα χρόνια αργότερα, μας χάρισε μια εξαιρετική τηλεταινία με τίτλο And the Band Played On, σε παραγωγή HBO, μια από τις πρώτες ενδοσκοπικές ματιές στις κοινωνικές διαστάσεις της μάστιγας του AIDS.

ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΗ ΒΙΒΙΑΝ ΜΑΪΕΡ

Δευτέρα 10/12 – 21.00

Η Βίβιαν Μάιερ ήταν μία μάλλον καθημερινή γυναίκα. Μυστικοπαθής και μόνη, δίχως συγγενείς και με ελάχιστους φίλους, εργαζόταν ως νταντά. Αυτή η γυναίκα που φαινομενικά δεν είχε τίποτα το εξαιρετικό ζούσε σε έναν δικό της κόσμο, στον οποίο ο κόσμος ημών των υπολοίπων αποτυπώθηκε με σαγηνευτικό τρόπο. Γιατί η κυρία Μάιερ όπου βρισκόταν και στεκόταν κουβαλούσε μαζί της μία μαγική μηχανή που μπορούσε να μετατρέψει τις στιγμές από φευγαλέες σε αθάνατες.

Παρότι η δουλειά της ήρθε στην επιφάνεια μετά το θάνατό της, ανάμεσα στις εκατό χιλιάδες φωτογραφίες που βρέθηκαν στο αρχείο της μπορεί κανείς να εντοπίσει υλικό που αιχμαλωτίζει την έννοια της αστικής καθημερινότητας με τρόπο που ανάγκασε μέχρι και σπουδαίους φωτογράφους να υποκλιθούν. Ο Τζον Μαλούφ, που εμφανίζεται και μπροστά απ’ την κάμερα, και ο Τσάρλι Σίσκελ μαγεύτηκαν από την ιστορία της Μάιερ και αποφάσισαν να καταδυθούν στην ουσία αυτής της αινιγματικής φιγούρας που έγραψε τη δική της ιστορία στην τέχνη της φωτογραφίας.

Οι προθέσεις των δημιουργών είναι σαφείς από την αρχή. Προσπαθούν να ενώσουν τα κομμάτια ενός παζλ που θα τους δώσει μία πλήρη εικόνα για την προσωπικότητα της Μάιερ, δίχως να ενδιαφέρονται για ένα αγιοποιημένο προφίλ της εικονιζόμενης ή μία άνευ όρων καταβαράθρωσή της. Χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό, συνεντεύξεις και πολλές φωτογραφίες που τράβηξε η ίδια, αναζητούν την αληθινή της υπόσταση και αγκαλιάζουν τις αντιφάσεις της.

Ενδιαφέρονται τόσο για το έργο της, όσο και για τους γενεσιουργούς παράγοντες της μοναδικής ματιάς της. Δίνουν έναν τόνο μυστηρίου στη διαδικασία, μην αφήνοντας τον θεατή ποτέ να εφησυχάσει. Η Μάιερ είναι πρωταγωνίστρια δια της απουσίας της, ο χαρακτήρας της συντίθεται σταδιακά και είναι πολυσχιδής, σε βαθμό που η προσπάθεια σκιαγράφησής του στέκει ισορροπημένα δίπλα στην αποθέωση του σαγηνευτικού έργου της.

Στην ταινία υποβόσκει και μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προβληματική σχετική με τα όρια της τέχνης και τη σχέση του ίδιου του καλλιτέχνη με το έργο του. Ο άξονας αυτός είναι διττός: αγγίζει τόσο τους δημιουργούς του φιλμ όσο και την εικονιζόμενη. Άπαντες διεισδύουν απρόσκλητοι στις ζωές των άλλων ˙ η Μάιερ στων προσώπων που φωτογραφίζει, οι Μαλούφ και Σίσκελ στη δική της και μάλιστα μετά θάνατον.

Ανιχνεύουν το αποτύπωμα που άφησε στους ανθρώπους που τη γνώρισαν, αλλά και τη θέση της, έστω αναδρομικά ισχυρή, στον χώρο της τέχνης της αστικής φωτογραφίας. Το κατά πόσο έχουν το ηθικό δικαίωμα να επιδιώξουν τη μεταθανάτια αναγνώριση της Μάιερ, πιθανότατα ενάντια στην εικαζόμενη θέλησή της, είναι ένα ερώτημα συνυφασμένο με τον πυρήνα της ίδιας της Τέχνης. Το παραγόμενο έργο «ανήκει» στον δημιουργό ή στον κόσμο που το απολαμβάνει; Είναι ο καλλιτέχνης κομιστής ενός υπεράνθρωπου μεγαλείου, μεσάζων ανάμεσα στην ανθρωπότητα και ένα άυλο αγαθό; Δικαιούται –και πάλι από ηθική σκοπιά– να στερήσει από τον κόσμο το δημιούργημά του;

Απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δε θα βρει κανείς στο συγκεκριμένο φιλμ. Και αυτό είναι ευχής έργο, γιατί αυτό που έχει σημασία είναι τελικά η ίδια η σκέψη, η αμφισβήτηση του ρόλου και όχι η υπεράσπιση κάποιας συγκεκριμένης θέσης. Πρόκειται για μία αποθέωση αδιάκριτης ματιάς του κινηματογράφου, που σε αυτό είναι εξαιρετικά συγγενής με τη φωτογραφία, και αρέσκεται να εξερευνά ιδιωτικές σκέψεις και ιστορίες.

Θύτης και ταυτόχρονα θύμα αυτής της διάθεσης είναι η μυστηριώδης Βίβιαν Μάιερ. Μία γυναίκα που αρνούνταν πεισματικά να εγκλωβιστεί εντός μίας ταυτότητας, ένα φυσικό ταλέντο που ήρθε για να καταγράψει τον κόσμο όπως είναι, χωρίς απώτερο σκοπό, προς χάριν της ίδιας της καταγραφής. Μία γυναίκα που διέθετε τη σπάνια ικανότητα να χαρίζει την πολυπόθητη ψευδαίσθηση αιωνιότητας σε στιγμές φύσει εφήμερες.

ΜΕΪΠΛΘΟΡΠ: ΚΟΙΤΑ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Τρίτη 12/12 – 21.00

Υπάρχουν κάποιες φωτογραφίες που πυροδοτούν λυσσαλέες αντιδράσεις, κραυγές παθιασμένου μίσους και εξάρσεις πουριτανισμού. Εικόνες που καλούν τον υφέρποντα συντηρητισμό στην επιφάνεια, μετατρέπουν τους απανταχού στερημένους σε σταυροφόρους που φέρουν το λάβαρο της καθαρότητας του δημόσιου λόγου και τελικά νοηματοδοτούν εκ νέου τη θέση της τέχνης σε κάθε κοινωνία. Για μερικά από τα διασημότερα προκλητικά κλικ των τελευταίων δεκαετιών του εικοστού αιώνα ευθύνεται ένας άνθρωπος: ο μέγας προβοκάτορας Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, που ασχολήθηκε επισταμένα με θέματα ταμπού, όπως το ολόγυμνο ανθρώπινο σώμα, η απεικόνιση σεξουαλικών πράξεων και ο σαδομαζοχισμός.

Ο περφεξιονιστής φωτογράφος μαγευόταν από την ομορφιά και την αναζητούσε σε κάθε του κάδρο. Ενώ λοιπόν το αποτέλεσμα του έργου του θεωρούνταν από τους κύκλους της κρατούσης ηθικής της εποχής μία αντιαισθητική κηλίδα στο πάλλευκο χρώμα των προτύπων που τόσο υποκριτικά κομπορρημονούσαν ότι ακολουθούν, στην πραγματικότητα διεπόταν από μία απαράμιλλη τελειότητα, μία εσωτερική ισορροπία που ήταν αποτέλεσμα βαθιάς αναζήτησης της ομορφιάς που φέρουν τα γυμνά κορμιά. Οι οργίλες αντιδράσεις μπροστά στα ουκ ολίγα πέη σε στύση που απεικόνισε ο Μέιπλθορπ ελάχιστα τον πτοούσαν. Φωτογράφος υπήρξε μόνο συμπτωματικά, στην ουσία ήταν ένα τρυγητής του σωματικού κάλλους, ένας καλλιτέχνης ερωτευμένος με αυτό που βλέπει, σαστισμένος μπροστά στο μεγαλείο της φυσικής τελειότητας ενός σώματος.

Μέσα από την γραμμική παράθεση των βιογραφικών στοιχείων του Μέιπλθορπ και συνδυάζοντας πλάνα αρχείου και συνεντεύξεις των οικείων του, οι Μπέιλι και Μπαρμπέιτο αφηγούνται και την ιστορία μίας βραχύβιας μα πολυθρύλητης γενιάς. Πρόκειται για τον εναλλακτικό κόσμο της Νέας Υόρκης στις δεκαετίες του 1970 και 1980, περήφανο μέρος του οποίου υπήρξε και ο αμφιλεγόμενος φωτογράφος μαζί με άλλους σπουδαίους δημιουργούς, μερικοί εκ των οποίων παρελαύνουν και στην ταινία. Μία γενιά που αποτελεί το ώριμο τέκνο της σεξουαλικής απελευθέρωσης που προηγήθηκε. Καθορίστηκε αισθητικά από τη γουορχολική επανάσταση της εικόνας, προσπάθησε να μετουσιώσει σε έργο την αύρα ελευθερίας που τη γέννησε και έφτασε σε ακραίες πράξεις, γιατί ακραία ήταν και η καταπίεση που είχαν υποστεί οι ιδέες από τις οποίες εμφορούταν.

Η ταινία προσφέρει στον θεατή και την ευκαιρία να γνωρίσει τι ήταν αυτό που γέννησε τη ματιά του Μέιπλθορπ, οι συνθήκες της ζωής του που καθόρισαν τη σκέψη του. Οικογενειακοί, σεξουαλικοί, ακόμα και θρησκευτικοί παράγοντες συνδιαμόρφωσαν το προφίλ του ταλαντούχου προβοκάτορα. Από τα λόγια των ανθρώπων που τον έζησαν αντιλαμβάνεται κανείς ότι επρόκειτο για έναν παθιασμένο άνδρα που συνεχώς επιχειρούσε να διευρύνει τα όρια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας. Επιζητούσε με άκρατο εγωισμό την επιτυχία και την αναγνώριση, μα περισσότερο όλων την σαρκική και μη επαφή. Μία γοητευτική, σεξουαλικά φορτισμένη φιγούρα, που απολάμβανε τον θρίαμβο του παραδομένου στα χέρια του ανθρώπινου σώματος δίχως αναστολές, είτε επρόκειτο να το φωτογραφίσει είτε να μοιραστεί μαζί του τη σεξουαλική ηδονή που αδιάκοπα λαχταρούσε.

Πέραν όμως της αναγνώρισης, του πλούτου, των απολαυστικά γραφικών αντιδράσεων που προκάλεσε, ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ είναι ένας από τους καλλιτέχνες που άλλαξαν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο η φωτογραφία προσλαμβάνεται σαν τέχνη από τον κόσμο. Στο μικρό διάστημα που έζησε, τσάκισε εμφατικά διάφορα συμπλέγματα και προσδιόρισε με ριζικά διαφορετικό τρόπο τα όρια υποκειμένου και αντικειμένου στην εικόνα. Ζητούσε από τους ανθρώπους που φωτογράφιζε να αγκαλιάσουν μία όψη τους που κρυβόταν κάτω από δεκάδες στρώσεις επιφυλακτικότητας, ανούσιας συστολής και ντροπής.

Ο τρόπος του ήταν να επιτεθεί ολομέτωπα στην πηγή του συντηρητισμού, το πεδίο που τον γιγαντώνει: τη θέα των γεννητικών οργάνων, που σηματοδοτεί το απώτατο σημείο αντίδρασης των απανταχού πουριτανών που στέλνουν στο πυρ το εξώτερον όποιον τολμά να μην υποκρίνεται ότι το σώμα του επιζητά τη σεξουαλική ηδονή. Με αυτόν τον τρόπο αυτός ο «μιαρός ομοφυλόφιλος» κατέστη κόκκινο πανί για τους οπισθοδρομικούς και δύναμη αλλαγής για τους υπολοίπους.

Ο φωτογράφος που ανακάλυψε κάτι πρωτοφανές για το ανθρώπινο σώμα ουσιαστικά διακήρυσσε σε όλη του την καριέρα ότι μόνη υποχρέωση του ανθρώπου είναι να αφουγκράζεται τις ανάγκες που αναβλύζουν από το ίδιο του το κορμί, γιατί έτσι έχει μία πιθανότητα να γνωρίσει τον εαυτό του. Με τα λόγια της μούσας και συνοδοιπόρου του Πάτι Σμιθ μέσα από το βιβλίο της Just Kids, το οποίο εξερευνά τη σχέση της με τον Μέιπλθορπ: Where does it all lead? What will become of us? These were our young questions, and young answers were revealed. It leads to each other. We become ourselves.”




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑