Μεταφρασμένος τίτλος: «Στο τέλος του δρόμου»
Σκηνοθεσία: Ντέρεκ Τσιανφράνς
Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Μπράντλεϊ Κούπερ, Εύα Μέντες, Ρέι Λιότα
Διάρκεια: 140΄
Πρώτη σκηνή. Κοντινό πλάνο στο γυμνόστηθο κορμί του Λουκ (Ράιαν Γκόσλινγκ) τίγκα στα τατουάζ ο οποίος περιφέρεται νευρικά στο ακατάστατο καμαρίνι του. Φοράει τα δερμάτινά του και η κάμερα τον ακολουθεί αγχωτικά καθώς βγαίνει από το καμαρίνι και μπαίνει σ’ ένα τσίρκο όπου τον περιμένουν δυο μοτοσικλετιστές, ένας παρουσιαστής, μια κλούβα, το εκστασιασμένο κοινό και η μηχανή του. Την καβαλάει, μαρσάρει και μπαίνει μαζί με τους άλλους δυο στην κλούβα όπου επιδίδονται σ’ ένα εξωφρενικά επικίνδυνο θέαμα. Αυτά τα πρώτα δυο λεπτά της ταινίας είναι τόσο μαγευτικά, ναρκισσιστικά καθώς η κάμερα γλύφει το κορμί του Γκόσλινγκ και «βρόμικα», που θα μπορούσα να τα ξαναδώ τουλάχιστον δέκα φορές χωρίς να βαρεθώ.
Στη συνέχεια παρακολουθούμε την ιστορία του κασκαντέρ Λουκ που αντιλαμβάνεται πως ένα παλιό του φλερτ (η εκθαμβωτική Εύα Μέντες) έχει φέρει στον κόσμο το δικό του παιδί και προκειμένου ο Λουκ να επωμιστεί το βάρος που του αναλογεί, ξεκινάει σε συνεργασία μ’ ένα φίλο του να κλέβει τράπεζες. Ξέρετε τι έχουμε μέχρι εδώ; Μια όαση. Μια ταινία εν μέρει στα χνάρια του «Drive», ίσως μάλιστα και αφηγηματικά πιο συναρπαστική, γοητευτικά μελοδραματική, ανεβάζοντας τους τόνους χωρίς να κουράζει, με εξαιρετικές σκηνές δράσης με κοφτό και απότομο μοντάζ και μια περσόνα που σε καθηλώνει. Ο Ράιαν Γκόσλινγκ, ό,τι πιο χοτ, κουλ, ουάου, χαρισματικό και ταλαντούχο έχει βγάλει το χόλιγουντ από τα σπλάχνα του τα τελευταία δέκα χρόνια βάζει φωτιές στο φιλμ και νομίζεις πως βλέπεις την πιο κουλ ταινία του αιώνα με τον πιο κουλ ηθοποιό της χιλιετίας.
Και τότε… περίπου στο πεντηκοστό λεπτό… μια σφαίρα… σκοτώνει τον Λουκ! Και σκέφτεσαι όχι, κάποια πλάκα μας κάνουν, θα πέσει σε κώμα και θα ξυπνήσει για να εκδικηθεί, αλλά όχι, έχει πεθάνει για τα καλά, πιο νεκρός δεν γίνεται, και πλέον τα σκήπτρα του πρωταγωνιστή παραδίδονται στον Έιβερι (Μπράντλεϊ Κούπερ), τον αστυνομικό που τον σκότωσε και κάπου εκεί αρχίζει ο άνευ όρων κατήφορος. Πέρα από το τραγικό λάθος να μεταφερθεί το βάρος από τον Γκόσλινγκ στον Κούπερ (σαν να βάζεις τον Άνταμ Σάντλερ μπροστά στον Μάρλον Μπράντο), αλλάζει η όλη υφή και αισθητική και το βάρος πέφτει σε αστυνομικές δολοπλοκίες και στα σχέδια πολιτικής ανέλιξης του φιλόδοξου Έιβερι. Και πάνω που αρχίζεις να συνηθίζεις τα αδικαιολόγητα, μεταφερόμαστε 15χρόνια μετά σ’ ένα λύκειο όπου οι γιοι των Λουκ και Έιβερι συναντιούνται για να συνεχίσουν τη… βεντέτα και το κινηματογραφικό ποτήρι ξεχειλίζει από γελοιότητα.
Ξέρω ότι σας είπα ήδη πάρα πολλά για την υπόθεση, αλλά ένιωσα το χρέος να σας προειδοποιήσω. Αυτό που ξεκινάει ως χάρμα οφθαλμών καταλήγει σε ένα φιλοσοφικό αχταρμά, ο οποίος διέπεται μάλιστα και από ανόητο ντετερμινισμό φασιστικής οπτικής, όπου το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά γονιδιακά, και η βία κυλάει στο DNA. Και φυσικά αν η βία κυλάει στο DNA, τότε και η ευφυΐα κυλάει στο DNA, τα πάντα κυλάνε στο DNA, και τότε μπορούμε να στοχεύσουμε στην τέλεια φυλή των τέλειων γονιδίων και ήδη μου σηκώνεται η τρίχα.
Τέλος πάντων, ο κατά τ’ άλλα ικανότατος σκηνοθέτης Ντέρεκ Τσιανφράνς (βλέπε «Blue Valentine») προσπαθεί να παραδώσει στο κοινό ένα έπος, αλλά τα κάνει θάλασσα και το μοναδικό που καταφέρνει είναι να απογοητεύσει, να ξενερώσει και να τρομάξει. Το γιατί στις Η.Π.Α. απέσπασε από μέτριες μέχρι διθυραμβικές κριτικές είναι κάτι που με ξεπερνάει. Το γιατί έπρεπε να πεθάνει ο Γκόσλινγκ στο ένα τρίτο της ταινίας είναι κάτι που επίσης με ξεπερνάει. Τον βασιλιά τον σκοτώνεις μονάχα στο τέλος…