What's On Barbie (2023)

25 Ιουλίου 2023 |

0

Barbie (2023)

Σκηνοθεσία: Γκρέτα Γκέργουιγκ

Παίζουν: Μάργκο Ρόμπι, Ράιαν Γκόσλινγκ, Γουίλ Φέρελ

Διάρκεια: 114′

Στη Barbieland όλα είναι όμορφα και λυμένα: η ροζ χώρα διοικείται από γυναίκες-μπάρμπι και παραμένει απαλλαγμένη από την ασχήμια του ανδροκρατούμενου κόσμου. Κάθε μέρα είναι η ωραιότερη μέρα, κάθε βράδυ είναι μία πρόσκληση για ξεφάντωμα. Κάθε Μπάρμπι έχει τον τομέα της, υπάρχει η συγγραφέας, η φυσικός, η πρόεδρος, και για τις περισσότερες υπάρχει και ο αντίστοιχος, παρακολουθηματικός Κεν. Όταν όμως η στερεοτυπική Μπάρμπι, «αυτή που σκέφτεσαι όταν ακούς τη λέξη μπάρμπι», νιώθει τις απαρχές μιας υπαρξιακής κρίσης και σκέφτεται για πρώτη φορά τον θάνατο, το οικοδόμημα συνταράσσεται. Για να βρει τη λύση, θα πρέπει να βρεθεί στον πραγματικό κόσμο, αλλά το ταξίδι της κρύβει κινδύνους που απειλούν με ολική κατάρρευση τη Barbieland.

Η εισαγωγική σεκάνς της ταινίας είναι γνωστή εδώ και μήνες χάρη στην κολοσσιαία διαδικασία μάρκετινγκ της ταινίας. Σε μια προϊστορική εποχή, τα κοριτσάκια είναι αναγκασμένα να παίζουν με κούκλες-μωρά ώστε να μαθαίνουν από νωρίς τον έμφυλο προορισμό τους, μέχρι που ένα παιχνίδι έρχεται και τα αλλάζει όλα. Σαν άλλος μονόλιθος, η Μπάρμπι ανοίγει στα κορίτσια νέους ορίζοντες, επιλύοντας μια για πάντα τα ζητήματα σεξισμού στον πλανήτη, όπως μας ενημερώνει η σαρδόνια αφηγήτρια Έλεν Μίρεν. Σε αυτή τη διασκεδαστική σκηνή, όμως, κρύβονται πολλά από τα αντιφατικά στοιχεία που συνθέτουν τον αφηγηματικό πυρήνα της ταινίας. Η ιστορική ανασκόπηση του ρόλου της πιο διάσημης κούκλας στην ιστορία συμβαδίζει με την ανάγκη της να βρει τη θέση της στην εποχή ενός εύλογου αναθεωρητισμού. Η αυτοκριτική για τις ατυχείς επιλογές του παρελθόντος λαμβάνει χώρα εντός ασφαλών ορίων και εν τέλει οδηγεί σε επίρρωση της θέσης της παραγωγού εταιρίας ως δισεκατομμυριούχου που δε φοβάται να ειρωνευτεί το παρελθόν της. Η ευθεία αναφορά στην περίφημη Οδύσσεια του Διαστήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ μαρτυρά μία μορφωμένη δημιουργό, η οποία ανατρέχει σε διάφορα ιερά τοτέμ της κινηματογραφικής ιστορίας δίχως να διστάσει να κοιτάξει κριτικά τη στάση του κοινού απέναντι σε αυτά. Κυριότερα, όμως, αυτή η εισαγωγή προμηνύει μία ταινία πρωτότυπη και αβασάνιστα αστεία, όσο και σκεπτόμενη.

Η ταινία της Γκρέτα Γκέργουιγκ είναι καμωμένη με φροντίδα που είναι εμφανής σχεδόν σε κάθε πλάνο. Ο σχεδιασμός της παραγωγής συγκέντρωσε όλο το ροζ του κόσμου και το άπλωσε σε ευφάνταστα οικοδομήματα που ανατρέχουν στο παρελθόν των διάφορων σπιτιών της κούκλας. Αντίστοιχα, τα κοστούμια των μπάρμπι είναι σε συστοιχία με αυτά των παιχνιδιών σε ευρύτατη κλίμακα, ενώ η συγκίνηση μέρους του κοινού είναι δεδομένη όσο το σύμπαν της μπάρμπι ζωντανεύει και κινηματογραφείται σε φυσικές διαστάσεις. Ο κόσμος που πλάθει η δημιουργική ομάδα, δηλαδή οι περίφημες Βρετανίδες Σάρα Γκρίνγουντ και Σάσα Σπένσερ, καθώς και η Τζακλίν Ντουράν που επιμελήθηκε τα κοστούμια, είναι όντως πλαστικός και φανταστικός, με εκτυφλωτικές παστέλ αποχρώσεις, χειροποίητος αλλά και φτιαχτός, όπως ταιριάζει στον σκοπό που υπηρετεί εντός της αφήγησης. Ένας λειτουργικά ενταγμένος φόρος τιμής στην ιστορική διαδρομή της κούκλας που αγαπήθηκε από τόσο πολλά παιδιά ανά την υφήλιο.

Ευτυχώς, η κατασκευαστική αρτιότητα δεν οδηγεί την αφήγηση σε στριφνές διαδρομές˙ η αφηγηματική χαλαρότητα της Μπάρμπι, όπως και η δημιουργική ελευθερία που χαρακτηρίζει τη σύνδεση του αληθινού κόσμου και της Barbieland είναι αναζωογονητική και απολύτως ταιριαστή με την ποπ αισθητική και αντίληψη που διαπνέει την αφήγηση. Με άλλα λόγια, η επιμέλεια της παραγωγής δεν πνίγει την ταινία, αντίθετα της επιτρέπει να κινηθεί στις ράγες του παραμυθιού που της ταιριάζουν απόλυτα, παραμένοντας διαρκώς ένα αληθινό χάρμα οφθαλμών που ισορροπεί ανάμεσα στη νοσταλγία και την περιπαικτική αποτύπωση των πιο χαρακτηριστικών εικόνων που εμφανίζονται στην ιστορική διαδρομή της κούκλας.

Ενώ, λοιπόν, η Γκέργουιγκ βρίσκει την υφολογική συνέπεια και τον κατάλληλο τόνο με ευκολία και φυσικότητα, η θεματολογική σύγχυση της ταινίας της είναι δυστυχώς έκδηλη. Ομολογουμένως, το αίνιγμα με το οποίο καταπιάνεται είναι κάτι παραπάνω από δυσεπίλυτο. Η Μπάρμπι κατά πολλές και πολλούς δεν έχει θέση στο τέταρτο κύμα του φεμινισμού, εάν είχε ποτέ κάτι να εισφέρει στο γυναικείο κίνημα, αυτό έχει εξαντληθεί προ πολλού. Για κάθε κούκλα που υμνούσε την γυναικεία ανεξαρτησία, άλλο ένα τοξικό πρότυπο ομορφιάς γέμιζε με ανασφάλεια μια παιδική ψυχή. Κάθε προοδευτικός λόγος που άρθρωνε η εταιρία συνοδευόταν από άλλη μια ωδή στον υπερκαταναλωτισμό. Δεν είναι βέβαια μόνο η Mattel (παραγωγός της κούκλας αλλά και της ταινίας) που αναζητά διεξόδους στη σύγχρονη εποχή, ολόκληρη η corporate Αμερική ανασκευάζει το αφήγημά της προκειμένου να συμβαδίσει με τα κοινωνικά αιτήματα συμπεριλιπτικότητας και σεβασμού της διαφορετικότητας.

Ο λόγος που θα αρθρώσει μία φεμινίστρια κινηματογραφική Μπάρμπι εύλογα θα μοιάζει με αυτόν που αρθρώνει και η εταιρία που την παράγει. Διανθισμένος με τσιτάτα και λύσεις που δίνονται ως μάννα εξ ουρανού από τα άνω κλιμάκια, με μία μάλλον απλουστευμένη θεώρηση της πατριαρχίας που παραγνωρίζει τα κοινωνικοπολιτικά αίτια διατήρησής της και την ταξική της χροιά. Αναπόφευκτα θα οδηγήσει και τη δραματουργία της ταινίας σε πρόχειρες λύσεις, όπως συμβαίνει με τον συνταρακτικό μονόλογο της Αμέρικα Φερέρα, τον οποίο η ίδια η ταινία αδυνατεί να αξιοποιήσει εντός του κειμένου της και τον μετατρέπει σε πηγή συνθημάτων που ξυπνούν τις γυναίκες από τον λήθαργο. Βέβαια, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποδοθεί σε μία meta διάθεση αποδόμησης της ίδιας της εταιρικής συμπεριφοράς που επιστρατεύει διαρκώς τη συνθηματολογία, ωστόσο μάλλον μια τέτοια ανάγνωση θα οδηγούσε σε θέσεις που δε φαίνεται να χαρακτηρίζουν το έργο.

Στο κάτω κάτω, σ’ έναν βαθμό, η ταινία συνιστά διαφήμιση του πασίγνωστου προϊόντος της Mattel, και μάλιστα ιδιαίτερα ελκυστική. Ως τέτοια δε χάνει ποτέ τη δυναμική της˙ η Μπάρμπι της Γκέργουιγκ παραμένει πάντα φρέσκια και ανεπιτήδευτα αστεία, ακόμα και αν δεν κατορθώνει να αξιοποιήσει πλήρως τις προοπτικές που φανερώνει ανά στιγμές. Λόγου χάρη, το μουσικό κομμάτι του Κεν μπορεί να έρχεται ουρανοκατέβατο, μιας και το μιούζικαλ δεν εντάχθηκε ποτέ ουσιαστικά στα αφηγηματικά μέσα, αλλά είναι αληθινά ξεκαρδιστικό. Το περιβάλλον του αληθινού κόσμου δεν είναι σίγουρα το δυνατότερο της σημείο, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τον Γουίλ Φέρελ να δώσει ρέστα ως CEO της εταιρίας σε ένα συμβούλιο που απαρτίζεται αποκλειστικά από άνδρες που συζητούν για τη συμβολή της μπάρμπι στην ανάδειξη των γυναικείων ζητημάτων. Αντίστοιχα, όσο βεβιασμένη κι αν είναι η λύση που δίνεται στο φινάλε, το mansplaining σαν αχίλλειος πτέρνα της πατριαρχικής ρητορικής κυριαρχίας συνιστά μία από τις ωραιότερες ιδέες του έργου.

Στο πλαίσιο αυτό, η πιο συζητήσιμη δραματουργική επιλογή της Γκέργουιγκ και του Μπάουμπακ ως δεύτερου σεναριογράφου ίσως είναι η μεταστροφή της εστίασης προς τον «παραλία» Κεν, τον οποίο ενσαρκώνει ο Ράιαν Γκόσλινγκ σε μία απολαυστικά ξέφρενη ερμηνεία. Προικισμένος με την πιο ενδιαφέρουσα χαρακτηρολογική συνθήκη, ο Γκόσλινγκ κλέβει ολόκληρη την ταινία, αρχικά προσμένοντας ένα βλέμμα της Μπάρμπι για να αποκτήσει υπόσταση και στη συνέχεια ως ηγέτης μιας ανόητης πατριαρχικής επανάστασης στη Barbieland. Αποτελεί άραγε αυτό μια επιλογή που δηλώνει φορμαλιστικά ότι εντός της πατριαρχικής κοινωνικής συνθήκης που ακόμα επικρατεί στη βιομηχανία, ακόμα και η αγγελικά πλασμένη ουτοπία της Μπάρμπι υπόκειται στην αλλοτρίωση της ανδρικής παρουσίας; Εάν κάτι τέτοιο υποτεθεί ότι ήταν στις προθέσεις της δημιουργού, ότι δηλαδή δε χάθηκε απλώς το (σεναριακό) μέτρο στην πορεία, συνιστά μία θυσία που πληγώνει και αποπροσανατολίζει ανεπανόρθωτα το κείμενο της ταινίας.

Πάντως, παρότι δεν κατορθώνει να αποκτήσει ένα συνεκτικό και πολυδιάστατο πρόταγμα στο πεδίο των φεμινιστικών αιτημάτων, αδυνατώντας να ισορροπήσει τις αντίρροπες δυνάμεις που ασκούνται πάνω της, η Μπάρμπι της Γκέργουιγκ εμφορείται σταθερά από ενδιαφέρουσες ιδέες. Οι σινεφιλικές νότες ηχούν διαρκώς και συνθέτουν μία κεφάτη αρμονία από εικόνες που παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, στον Μάγο του Οζ, στο Matrix, στο Holy Grail και στο Toy Story. Η αντιστροφή των στερεοτυπικών έμφυλων ρόλων γεννά υποσχόμενες δυναμικές, όσο τουλάχιστον ο Κεν του Γκόσλινγκ δείχνει να ασφυκτιά στα στεγανά του γενετήσιου προορισμού του. Η πιο ενδιαφέρουσα, πάντως, διάσταση της ταινίας είναι η ξαφνική σωματικότητα που βιώνει η στερεοτυπική Μπάρμπι και η συνακόλουθη υπόμνηση του θανάτου που αποτελεί το σημείο καμπής της ιστορίας (και αντικατοπτρίζει και την «αγωνία» της εταιρίας για το μέλλον του πιο δημοφιλούς προϊόντος της).

Οι αισθήσεις της Μπάρμπι αρχίζουν να λαμβάνουν πρωτόγνωρα σήματα και αυτό δημιουργεί ρωγμές στην καλοκουρδισμένη της πραγματικότητα, καθώς μέχρι εκείνο το σημείο επιτελούσε εικονικά όλες τις βιοτικές λειτουργίες. Με άλλες λέξεις, ο πραγματικός κόσμος εισβάλλει στο φαντασιακό και ανατρέπει τους όρους του, ωθώντας την Μπάρμπι σε δράση εντός ενός άγνωστου περιβάλλοντος, το οποίο ανατρέπει όσα νόμιζε για αληθινά. Σε ένα από τα ωραιότερα ευρήματα της ταινίας, οι Μπάρμπι στην Barbieworld θεωρούν όντως ότι έχουν επιλύσει τα ζητήματα σεξισμού στον πλανήτη και η στερεοτυπική Μπάρμπι, όταν πραγματοποιεί το πέρασμα, αναμένει υποδοχή ηρωίδας. Αντ’ αυτού έρχεται αντιμέτωπη με τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση και την αποδοκιμασία για τα δεινά που επέφερε η ξεπερασμένη κούκλα στις γυναίκες με τα εξωφρενικά πρότυπα ομορφιάς που ασπάστηκε. Εκεί, με μια θεματική προσέγγιση που φέρνει στον νου κάτι από τη σταδιακή αφύπνιση του Truman Show, οι πραγματικότητες των δύο κόσμων συγχέονται. Παρά την ατυχή κατάληξη (και) αυτής της προσέγγισης, η οποία παραδίδεται σταδιακά στα ασφαλή χέρια της διδακτικής υπεραπλούστευσης, η φιλόδοξη προσπάθεια της Γκέργουιγκ οφείλει να αναγνωριστεί.

Η Μπάρμπι, λοιπόν, είναι ένα έργο αγάπης κατά παραγγελία, το οποίο κατορθώνει να αποφύγει το ναυάγιο χάρη στην διαρκή ενέργειά της, με μπροστάρισσα τη Μάργκο Ρόμπι που κινείται άνετα ανάμεσα στο «πλαστικό» και το ανθρώπινο στοιχείο του ρόλου (μια επίδειξη αληθινά τέλειου κάστινγκ). Από μία οπτική, μοιάζει με σπαταλημένη ευκαιρία, καθώς ο κόσμος της ταινίας είναι συναρπαστικός, η διάθεση είναι εξαιρετική και οι ιδέες για κάτι εναργέστερο είναι εκεί. Από την άλλη, ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο καταφέρνει να παραμείνει σταθερά διασκεδαστική και προσιτή μέσα στη σύγχυσή της αποτελεί ένα αξιοθαύμαστο κατόρθωμα. Μπορεί να μη χαράσσει νέους δρόμους στον ποπ κινηματογράφο που υπηρετεί, αλλά αυτό αποτελεί πρόβλημα μόνο για ένα μέρος του κοινού το οποίο θα περίμενε κάτι που μια ταινία Μπάρμπι με τη στήριξη της Mattel, ακόμα και αν φέρει την υπογραφή της Γκρέτα Γκέργουγκ, ήταν μάλλον απίθανο να κομίσει.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑