Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Ο. Ράσελ
Παίζουν: Μαρκ Γουόλμπεργκ, Κρίστιαν Μπέιλ, Έιμι Άνταμς
Διάρκεια: 116′
Ο Ντίκι Έκλαντ είναι το καμάρι του Λόουελ… Τι είναι το Λόουελ; Ένα από αυτά τα χιλιάδες καμένα μέρη στα βάθη των πολιτειών της Αμερικής, όπου κυκλοφορούν ανθρώπινα ζόμπι, ρακοσυλλέκτες, τύποι με σαπισμένα δόντια και τεράστιες κοιλιές, γυναίκες ξεχασμένες, χοντρές και κακοβαμμένες. Γιατί ο Ντίκι είναι το καμάρι; Διότι το 1978 σ’ έναν αγώνα μποξ έριξε κάτω τον μεγάλο μποξέρ Σούγκαρ Ρέι (ή μήπως o Σούγκαρ Ρέι σκόνταψε;) έβαλε το Λόουελ στο χάρτη. Βέβαια, τώρα ο Ντίκι ρουφάει κρακ και είναι μαστουρωμένος δίχως παύση, αλλά παρόλα αυτά ονειρεύεται τη μεγάλη επιστροφή, αφού προπονεί το μικρό, ετεροθαλή αδερφό του, τον Μίκι. Ο Μίκι, χαμηλών τόνων, συγκρατημένος κι εσωστρεφής είναι μαριονέτα στα χέρια του φαφλατά αδερφού του και της καταπιεστικής μάνας του, που τον μανατζάρει. Ο μόνος τρόπος για να καταφέρει να βγει από τη λάσπη και να εκμεταλλευτεί το ταλέντο του στην πυγμαχία, θα είναι να βάλει φρένο στην οικογένεια και να κοιτάξει μπροστά. Μόνο που, ως συνήθως, η θεωρία είναι πιο εύκολη από την πράξη.
Όχι, δεν πρόκειται για ένα έπος α λά Ρόκι Μπαλμπόα με μούσκουλα και μπουνιές σε αργή κίνηση. Φυσικά και υπάρχουν μερικές σκηνές πυγμαχίας, άκρως πειστικές και καλοφτιαγμένες, ικανές να ανεβάσουν την αδρεναλίνη και να χτίσουν ένα μικρό μύθο, αλλά το ζουμί δεν βρίσκεται εκεί. Είναι ο αγώνας των «λευκών σκουπιδιών» (“white trash” όπως το λένε στις Η.Π.Α.), μιας πολυάριθμης παραγκωνισμένης κοινωνικής τάξης, που κινεί ράθυμα τους τελευταίους τροχούς μιας τεράστιας οικονομίας και που ζει στο σκοτάδι, εξοικειωμένη με την ανεπαρκή κοινωνική πρόνοια. Άμυνά τους ο συντηρητισμός, η θρησκοληψία και οι ασφυκτικές οικογενειακές σχέσεις, τόσο ασφυκτικές μάλιστα, που αν κάποιος προσπαθήσει να ξεγλιστρήσει, οι υπόλοιποι τον τραβάνε από τα πόδια πίσω, σαν σιδερένιες μπάλες φυλακής. Παρόλα αυτά υπάρχει η γραφική πίστη στο αμερικάνικο όνειρο, πως αν κανείς παλέψει πολύ, θα τα καταφέρει, θα την πιάσει την καλή και θα γίνει ένας νικητής. Να θυμάται πάντα, όμως, τον απλό και συνάμα τρομακτικό κανόνα του Λόουελ: «όλοι μαζί» ή κανένας.
Δεν θα επιμείνω στο ότι η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Έχει γίνει σούπα πια, λες και η μυθοπλασία από μόνη της δεν φτάνει, λες κι έχουμε την ανάγκη να μας λένε πως κάτι κάπου έχει γίνει για να ακούσουμε μια ιστορία. Θα πω, όμως, πως στο αμερικάνικο σταρ σίστεμ των ηθοποιών δεν φιγουράρουν άδικα μερικά ονόματα: Στη μια πλευρά του ρινγκ ο Μαρκ Γουόλμπεργκ είναι άκρως πειστικός στο ρόλο του αμήχανου Μίκι που παλεύει να βγει από τις σκιές. Στην άλλη πλευρά του ρινγκ ο Κρίστιαν Μπέιλ τα δίνει όλα στο ρόλο του απρόβλεπτου, ανώριμου, ασταθούς, νευρικού και συναισθηματικού Ντίκι. Από αυτή την αντιπαράθεση ευτυχώς προκύπτει ένας τρίτος νικητής, άκρως ευπρόσδεκτος: ο θεατής.