Ο Τέρενς Μάλικ, γιος Σύρου μετανάστη και Λιβανέζας μετανάστριας, είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας στις 30 Νοεμβρίου 1943, σε μία κωμόπολη (για τα αμερικάνικα δεδομένα) της Πολιτείας του Ιλινόι. Σπούδασε αρχικά στο Χάρβαρντ, απ’ όπου αποφοίτησε με Arts Bachelor, με ειδίκευση στη Φιλοσοφία. Έπειτα, μετέβη στην Οξφόρδη για μεταπτυχιακές σπουδές, τις οποίες εγκατέλειψε άνευ πτυχίου λόγω διαφωνιών με τον επιβλέποντα καθηγητή της μεταπτυχιακής εργασίας του.
Γυρνώντας στις ΗΠΑ καταπιάστηκε με μεταφράσεις του Χάιντεγκερ, δίδαξε φιλοσοφία σε πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, ενώ αρθρογραφούσε και ως freelance συνεργάτης στα περιοδικά New Yorker, Life και Newsweek. Το 1969, έγινε δεκτός με υποτροφία στη σχολή κινηματογράφου AFI Conservatory, του Λος Άντζελες. Ακολούθησαν η μικρού μήκους ταινία Lanton Mills, δύο προσχέδια σεναρίου για τις θρυλικές ταινίες Dirty Harry (1971) και Great Balls of Fire! (για τη ζωή του Τζέρι Λι Λιούις, η οποία γυρίστηκε εν τέλει το 1989), το σενάριο της ταινίας Pocket Money (1972), για να φτάσουμε σε ένα ομολογουμένως εντυπωσιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο.
Το Badlands (1973), με τον Μάρτιν Σιν και τη Σίσι Σπέισεκ, είναι ένα γλυκό και συνάμα βίαιο οδοιπορικό στην ταραγμένη ψυχή δύο σφόδρα αντικοινωνικών και ερωτευμένων νέων, που προβαίνουν σε αλλεπάλληλες δολοφονίες. Δύο φυγάδες που σκηνοθετούν την αυτοκτονία τους, σκορπούν τον θάνατο και κυνηγιούνται αλύπητα ως το προδιαγεγραμμένο τους τέλος. Μία ελεγεία θανάτου, μυστηρίου, παράνοιας και αγάπης στα υπέροχα τοπία της Νότιας Ντακότα και της Μοντάνα, ένα διαλεκτικό ξαδερφάκι του Bonnie and Clyde.
Tο Badlands στέκει επιβλητικό και αναλλοίωτο στον χρόνο, ποιητικό και τραχύ ταυτόχρονα, σε μία στιλάτη επίδειξη κάλλους και αγριάδας. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Μάλικ σκηνοθετεί το Days of Heaven, με βασικό πρωταγωνιστή τον, νεανία τότε, Ρίτσαρντ Γκιρ. Για μία ακόμη φορά, ο Μάλικ διηγείται την απελπισμένη διαδρομή ενός περιθωριακού ζευγαριού που εξυφαίνει ένα σχέδιο για να πιάσει την καλή, με δυσάρεστη (εννοείται) κατάληξη.
Οι πειραματισμοί του Μάλικ στο μοντάζ, στους φακούς και στα κάδρα χαρίζουν ένα σπάνιας ομορφιάς οπτικό αποτέλεσμα, το οποίο ανταμείβεται με Όσκαρ Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης και Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών, αλλά δεν κερδίζει, σε πρώτο τουλάχιστον χρόνο, την αγάπη του κοινού. Μολαταύτα, το Days of Heaven εξακολουθεί να στέκει άφθαρτο, βυθισμένο σε αυτή την αλλοπρόσαλλη ομορφιά του. Ένας βωμός του φευγαλέου και του άπιαστου, ένα ιερό χωρίς πιστούς, κρυμμένο μέσα στην ανοιχτωσιά ενός τοπίου που ρουφά τους ανθρώπους όπως τα έπιπλα τη σκόνη.
Ενώ λοιπόν ο Μάλικ θεωρείται από τα μεγάλα ανερχόμενα αστέρια του αμερικάνικου arthouse ανεξάρτητου σινεμά, πραγματοποιεί ένα απονενοημένο διάβημα: εξαφανίζεται από τους πάντες και τα πάντα. Για να γίνουμε ολίγον πιο συγκεκριμένοι, ενώ ο Μάλικ βρισκόταν στο στάδιo του preproduction για την τρίτη του ταινία, με τίτλο Q, μετακομίζει αιφνιδίως στο Παρίσι, εγκαταλείποντας προσωρινά τη σκηνοθεσία, αρκούμενος στη συγγραφή σεναρίων. Χρειάστηκε να περάσουν 20 ολόκληρα χρόνια για να επιστρέψει ο Μάλικ στη σκηνοθεσία και μάλιστα, με τρόπο θριαμβευτικό.
Η Λεπτή κόκκινη γραμμή (1998) απέσπασε 7 οσκαρικές υποψηφιότητες, κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στην Μπερλινάλε και καθιερώθηκε ως μία από τις εμβληματικότερες ταινίες των 90’s. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Μάλικ δέχτηκε πρόταση συνεργασίας από τον Στίβεν Σόντερμπεργκ, σε ένα πρότζεκτ που ετοίμαζε ο δεύτερος έχοντας στο επίκεντρο τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ερνέστο “Τσε” Γκεβάρα. Ο Μάλικ ξεκίνησε τη συγγραφή ενός σεναρίου που καταπιανόταν με την τελευταία ανεπιτυχή επαναστατική εκστρατεία του “Τσε” στη Βολιβία, αλλά η διακοπή της χρηματοδότησης της ταινίας τον ώθησε να αποχωρήσει το 2004. Αντ’ αυτού προτίμησε να σκηνοθετήσει, ένα χρόνο αργότερα, την ταινία The New World, ενώ ο Σόντερμπεργκ ολοκλήρωσε τελικά το δικό του πρότζεκτ, το 2008 (Che).
Τρία χρόνια αργότερα, ο Μάλικ πιάνει το πρότζεκτ Q (βλ. λίγες σειρές πιο πάνω) από εκεί που το άφησε και το μεταπλάθει σε μία εποποιία εικόνων για τη ζωή, την ύπαρξη, τις καταβολές μας και τα όσα συνθέτουν την ψυχή μας. Η ταινία The Tree of Life (Μπραντ Πιτ, Σον Πεν, Τζέσικα Τσαστέιν) φεύγει από τις Κάννες με τον βαρύτιμο Χρυσό Φοίνικα, αποσπώντας επίσης τρεις οσκαρικές υποψηφιότητες. Ακολούθησε το To The Wonder, για το οποίο μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά ΕΔΩ, για να φτάσουμε στο Knight of Cups, το οποίο δεν βρήκε, δυστυχώς, ποτέ τον δρόμο για τις ελληνικές αίθουσες. Ως εκ τούτου, θα του αφιερώσουμε δυο λόγια παραπάνω, για να σας το συστήσουμε όπως του αρμόζει:
Ένας πατέρας κουβαλά με ασφάλεια και τρυφερότητα τον γιο του, καθώς βγαίνει από την αφρισμένη θάλασσα. Ένας σεισμός που ταρακουνά τη γη και τις δοκούς των σπιτιών, αλλά πάνω απ’ όλα ταρακουνά το μυαλό. Η λαχτάρα για το νερό. Να βουτήξουμε μέσα του, να εξαγνιστούμε, να βαφτιστούμε ξανά και ξανά, μέχρι να βρούμε τον δρόμο που έχουμε χάσει. Ο Τέρενς Μάλικ αναρωτιέται. Αναρωτιέται ασταμάτητα και τα ερωτήματα που θέτει τον ανακουφίζουν και τον βασανίζουν ταυτόχρονα. Μπορούμε να κατακτήσουμε εκ νέου την ευτυχία ή αυτή είναι καταδικασμένη να μας γλιστρά συνεχώς από τα χέρια; Μπορούμε να συγχωρήσουμε, να συμφιλιωθούμε, να αποδεχτούμε την ετερότητα του άλλου; Η αγάπη συνιστά τη μόνη λύση ή είναι μια ακόμη χίμαιρα;
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα καθρεφτίζονται και αντανακλώνται στον Κρίστιαν Μπέιλ. Στο αυλακωμένο του βλέμμα. Στα κατεστραμμένα από τη μελαγχολία μάτια του. Στις απελπισμένες του αργές κινήσεις. Ο Μπέιλ περιφέρει την απόγνωσή του παντού. Από γυάλινες επιφάνειες σε γκλαμουράτες τοποθεσίες και χλιδάτα κτίρια ως τους σκουπιδότοπους και τη βρωμιά διάφορων ξεχασμένων και no man’s land σημείων. Αναζητώντας τη γαλήνη της ερημιάς και της ησυχίας. Εκεί που ο κόσμος (του/μας) δεν θα μπορεί να τον φτάσει. Όλα του τα συναισθήματα, όλα του τα βιώματά του αναπλάθονται αποσπασματικά μεν, λεπτομερώς δε. Μέσα από θραύσματα ονειρικών εικόνων από όλων των ειδών τις σχέσεις και τις επαφές. Οικογενειακές και ερωτικές, με τη καθεμιά εκ των δεύτερων να έχει τη δική της ξεχωριστή υπόσταση και θέση.
Το Knight of Cups ίσως δεν θα έπρεπε να αξιολογηθεί ως κινηματογραφική ταινία. Θα ήταν άδικο τόσο για την ίδια όσο και όποιον επιχειρήσει να αφεθεί στα θέλγητρά της. Διότι περισσότερο φέρνει σε ένα ιδιόρρυθμο, σαγηνευτικό, ακατάταχτο και συνειρμικό οπτικό δοκίμιο πάνω στις διεργασίες του νου και της καρδιάς που γεννούν τις σκέψεις, τους στοχασμούς και τα αισθήματα. Και ως τέτοιο, θα μπορούσε κάλλιστα να αφεθεί στην πανέμορφη φωτογραφία, στην επιβλητική παρουσία του Μπέιλ, στη σαγήνη της εικόνας του και σε ένα μουσικό θέμα, το οποίο σου καρφώνεται όπως η σκουριά στο σίδερο. Και να αφήσει τα βαρίδια των συνοδευτικών αλληγοριών και ενός φορτικού, ανά στιγμές, εσωτερικού μονόλογου. Να αφεθεί στην ξεκούραση της απόλυτης σιωπής, αντί για τον καταναγκασμό του ψίθυρου.
Ο Μάλικ, θαρρείς και λαχταρά να αναπληρώσει για τα πολλά χρόνια απουσίας, και καταπιάνεται με καινούργια πρότζεκτ χωρίς καν να έχει ξεμπερδέψει με τα παλιά. Ας τα πιάσουμε όμως, ένα προς ένα. Στο Φεστιβάλ της Βενετίας του 2015 έκανε την πρεμιέρα του το Voyage of Time, μία ταινία που ο ίδιος ο Μάλικ χαρακτήρισε “όνειρο ζωής που γίνεται επιτέλους πραγματικότητα”. Οι απαρχές του κόσμου, το μυστήριο της γέννησης και το δέος μπροστά στον θάνατο παρελαύνουν με τον γνώριμο ποιητικό τρόπο μέσα από τον φακό του Μάλικ, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι η ταινία κυκλοφόρησε σε δύο βερσιόν: α) την ΙΜΑΧ 40λεπτη, στην οποία χρέη αφηγητή έχει ο Μπραντ Πιτ και β) τη μεγάλου μήκους γυρισμένη σε φιλμ 35mm, στην οποία τον ρόλο του αφηγητή κατέχει η Κέιτ Μπλάνσετ. Τα θέλγητρα του Voyage of Time δεν τελειώνουν εδώ, πάντως, καθώς ο Ένιο Μορικόνε ενώνει εκ νέου τις δυνάμεις του με τον Μάλικ, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά το Days of Heaven.
Από εκεί και έπειτα, τον Μάρτιο του 2017 βγήκε στις αμερικάνικες αίθουσες το Song to Song (εισπράττοντας, όμως, χλιαρότατες κριτικές και αντιδράσεις), του οποίου τα γυρίσματα επί της ουσίας συνέπεσαν με αυτά του Knight of Cups! Δύο ερωτικά τρίγωνα με διαπλεκόμενες πορείες, με φόντο τη μουσική σκηνή του Όστιν και ένα καστ που φέρνει ζαλάδα, καθώς περιλαμβάνει τους Ράιαν Γκόσλινγκ, Κρίστιαν Μπέιλ, Ρούνι Μάρα, Κέιτ Μπλάνσετ, Βαλ Κίλμερ, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Νάταλι Πόρτμαν και Μάικλ Φασμπέντερ!
Ο άοκνος Μάλικ, όμως, κυριολεκτικά δεν έχει σταματημό, καθώς το καλοκαίρι του 2016 ξεκίνησε τα γυρίσματα του Radegund, το οποίο θα αφηγείται την ιστορία του Αυστριακού αντιρρησία συνείδησης Franz Jägerstätter, που εκτελέστηκε από τους Ναζί με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, το 1943. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο θα συναντήσουμε τον Γερμανό ηθοποιό Αουγκούστ Ντιλ, ενώ ο Μάλικ, μιλώντας για την ταινία, ανέφερε πως “πρόκειται για το πιο σφιχτό και συμπαγές σενάριο της φιλμογραφίας μου”. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην ταινία πρωταγωνιστούσε και ο Σουηδός ηθοποίος Μίκαελ Νίκβιστ, στον τελευταίο ρόλο της καριέρας του, καθώς έφυγε από τη ζωή, νικημένος από τον καρκίνο του πνεύμονα, τον Ιούνιο του 2017. Η ταινία, αυτή τη στιγμή, βρίσκεται στο στάδιο του post-production.