Reviews The Bridge on the River Kwai (1957)

2 Οκτωβρίου 2023 |

0

The Bridge on the River Kwai (1957)

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λιν

Παίζουν: Άλεκ Γκίνες, Γουίλιαμ Χόλντεν, Σέσουε Χαγιακάουα, Τζακ Χόκινς

Διάρκεια: 161’

«Τρέλατρέλατρέλα…», οι τρεις τελευταίες και ξέπνοες λέξεις που ακούγονται από χείλη απορημένα και έκπληκτα. Αμέσως μετά, η κάμερα θα αποτραβηχτεί βιαστικά και θα δραπετεύσει στον ουρανό, αποκαλύπτοντας ένα σκηνικό θανάτου και ρημαδιού. Μια επανάληψη, λοιπόν, που επικυρώνει μια αποκαρδιωτική παραίτηση, συνοψίζοντας την ψυχή της ταινίας. Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι (1957), πέρα από ένα μικρό θαύμα τονικότητας, κατασκευής, ερμηνειών και ρυθμού, πέρα από μια σπουδή στη λεπτομέρεια, είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μια ταινία για την ατόφια παράνοια του πολέμου.

Σε αντίθεση με τις περισσότερες (αντι)πολεμικές ταινίες, το The Bridge on the River Kwai κοντοστέκεται και εμβαθύνει στους χαρακτήρες του, σε σημείο που σχεδόν εξαφανίζει το πλαίσιο αναφοράς. Μετά από κάποιο σημείο, είναι σχεδόν δυσδιάκριτο ποιοι είναι εχθροί, σε ποιον πόλεμο έχουν βρεθεί αντιμέτωποι και ποιο μπορεί να είναι το διακύβευμα της νίκης ή της ήττας. Λίγο λίγο, το κουβάρι της τρέλας ξετυλίγεται και το μικρόβιο της εμμονής σιγοτρώει το ανθρώπινο μυαλό.

Η bigger than life ιλαροτραγωδία του σπουδαίου Ντέιβιντ Λιν θεμελιώνεται σε μια μετωπική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ορκισμένους εχθρούς. Το οξύμωρο, όμως, είναι ότι οι δύο αντίπαλοι υπερασπίζονται τις ίδιες ακριβώς αξίες και μοιράζονται κοινές ιδεοληψίες. Τη θρησκευτική προσήλωση στον κώδικα τιμής, την εκπλήρωση του καθήκοντος με κάθε κόστος, την απελπισμένη προάσπιση του γοήτρου. Ωστόσο, κι ενώ η παράνοια, η ζέστη και η ψυχική εξάντληση από τον πόλεμο παίρνουν το πάνω χέρι, όλα τα ιερά σύμβολα καταλήγουν να μοιάζουν με σκουπίδια στην πίσω αυτή ή με στοίβες από άπλυτα. Οι υπέρτερες αξίες φαντάζουν αερολογίες, το καθήκον έχει απογυμνωθεί από κάθε ιδεώδες, το κυνήγι του πρεστίζ μοιάζει με θλιμμένο και θλιβερό αγώνα δίχως θεατές.  

Ο Συνταγματάρχης Νίκολσον (Άλεκ Γκίνες) και ο Συνταγματάρχης Σάιτο (Σέσουε Χαγιακάουα) είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο πρώτος έχει καταπνίξει κάθε προσωπική επιθυμία και σκέψη που δεν συνάδει με τη δέσμευση απέναντι στον στρατό (ακροβατώντας ανάμεσα στην περηφάνια και στην πίκρα αναφέρει ότι οι μέρες του στον στρατό υπερβαίνουν τον χρόνο που έχει περάσει με την οικογένειά του). Ο δεύτερος μοιάζει εγκλωβισμένος σε παραδόσεις αρχέγονες και καταπιεστικές, οι οποίες στραγγαλίζουν τα προσωπικά του βιώματα και ένστικτα (είναι σπουδαγμένος στην Αγγλία και μάλλον δυτικότροπος στην κοσμοθεωρία και τα γούστα).

Η γέφυρα, λοιπόν, που πρέπει να κατασκευαστεί από τους Βρετανούς αιχμαλώτους για να διευκολύνει τον ανεφοδιασμό του ιαπωνικού στρατού, μετατρέπεται σταδιακά από καταναγκαστικό έργο σε σύμβολο μιας (μιας υποτιθέμενης) αίγλης, επιμονής και υπεροχής. Ο αιχμάλωτος συνταγματάρχης καταλήγει να διορθώνει τα αρχικά σχέδια κατασκευής, να ξεζουμίσει τους δικούς του άντρες και να βάζει τον καλύτερο του εαυτό σε ένα έργο που θα βοηθήσει έμπρακτα τον εχθρό. Στην πραγματικότητα, τυφλωμένος από μια ξεροκέφαλη περηφάνια και δίχως να το αντιλαμβάνεται, υποβιβάζει και ευτελίζει τα δικά του υψηλά ιδανικά. Την ίδια στιγμή, ο Ιάπωνας συνταγματάρχης συντρίβεται από το βάρος μιας εσωτερικής παράκρουσης: ενώ πρέπει πάση θυσία να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως, αδυνατεί να αποδεχτεί πως ο αντίπαλός του είναι πιο καταρτισμένος και αποτελεσματικός από τον ίδιο. Το ιαπωνικό φάντασμα του χαρακίρι (ένα τελετουργικό που ο ίδιος στην πραγματικότητα δεν ενστερνίζεται) καραδοκεί, σε ένα ταξίδι προσωπικής συντριβής. 

Ο Ντέιβιντ Λιν, λίγο προτού χωρέσει ωκεανούς ολόκληρους σε μπουκάλια (οι δύο επόμενες ταινίες του, στα 60s, δεν είναι άλλες από το Lawrence of Arabia και το Doctor Zhivago) συνδυάζει τον επικό τόνο με την ανθρωποκεντρική προσέγγιση, τον σπαραγμό με τη φαιδρότητα, σε ένα κοκτέιλ που ταιριάζει γάντι με την απονενοημένη συνθήκη του πολέμου. Ενώ λοιπόν οι άνθρωποι εύλογα αγκιστρώνονται στην πειθαρχία και στο καθήκον μπας και αντέξουν (και πιθανώς να νοηματοδοτήσουν) τη φρίκη και την παραφροσύνη, ακόμη και αυτό το στερνό ψυχολογικό καταφύγιο είναι έτοιμο να τους προδώσει.

Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι, όπως οφείλει και υπόσχεται από την πρώτη στιγμή, είναι διάσπαρτη από στιγμές ανθολογίας που έχτισαν επιμελώς τον μύθο της. Αρχικά, η εναρκτήρια σκηνή της Colonel Bogey March, πέρα από το ενστικτώδες δέος που προκαλεί το αξέχαστο ρυθμικό σφύριγμα, σκιαγραφεί τους κεντρικούς χαρακτήρες και το γενικότερο πλαίσιο αναφοράς χωρίς να χρειαστεί να πει ούτε μια κουβέντα. (Αθέατη λεπτομέρεια ο ιθαγενής που ανεβοκατεβάζει τη γιαπωνέζικη σημαία, βυθισμένος στη στωικότητα ενός ανθρώπου που υπομένει δύο γαϊδάρους που μαλώνουν σε ξένο αχυρώνα).

Έπειτα, η καταπληκτική σεκάνς με την έξοδο του Συνταγματάρχη Νίκολσον από το βασανιστήριο του «φούρνου», η οποία πυροδοτεί τη σταδιακή καταβύθιση στον παραλογισμό. Ο Γκίνες (αντλώντας έμπνευση από τον μικρό γιο του που είχε νοσήσει με πολιομυελίτιδα) τρεκλίζει σαν μαριονέτα, έτοιμος να αποσυναρμολογηθεί ανά πάσα στιγμή, θυμίζοντας έντονα Σαρλό (τι άλλο, αν όχι μια ακόμη γελοιοποίηση του πολέμου). Την ίδια στιγμή που οι Βρετανοί αιχμάλωτοι τον αποθεώνουν με ζητωκραυγές, ο Ιάπωνας ομόλογος βιώνει τη φρίκη της ντροπής και της ήττας στο πεδίο των εντυπώσεων.

Η ταινία χρωστά ούτως ή άλλως τα μέγιστα στον σπουδαίο Άλεκ Γκίνες κυρίως επειδή αψήφησε τις οδηγίες του Ντέιβιντ Λιν (με τον οποίο μόνο που δεν έπαιξαν μπουνιές στα γυρίσματα), ο οποίος είχε κατά νου μια πιο αρτηριοσκληρωτική και νερόβραστη εκδοχή του Νίκολσον. Ο Γκίνες, με αυτό το αδιευκρίνιστο μειδίαμα κάπου ανάμεσα στη διαύγεια και στη σχιζοφρένεια, πλάθει έναν ήρωα βγαλμένο από τις σαιξπηρικές τραγωδίες. “What have I doneWhat have I done”, θα αναφωνήσει στο φινάλε και ξαφνικά ο Βασιλιάς Ληρ φορά στολή συνταγματάρχη και ξεψυχά στη ζούγκλα της Βιρμανίας.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑