Paradies : Liebe

Σκηνοθεσία: Ούλριχ Ζάιντλ

Παίζουν: Μαργκαρέτε Τίζελ, Πίτερ Καζούνγκου, Ίνγκε Μο

Διάρκεια: 120’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Παράδεισος του έρωτα»

Υπάρχει άραγε παράδεισος κι αν ναι, πού βρίσκεται τελικά; Αυτό μοιάζει να είναι το ερώτημα που τριβελίζει το μυαλό του Αυστριακού σκηνοθέτη Ούλριχ Ζάιντλ. Αυτό που τον απασχολεί όμως, είναι οι κοντινοί, γήινοι και χειροπιαστοί παράδεισοι. Αυτοί που κατασκευάζουμε με το μυαλό και την καρδιά μας ως καταφύγια από τη ζωή και τις δυσκολίες της. Όχι οι φαντασιακοί που περιμένουν τους «δίκαιους» και τους «ενάρετους» σε κόσμους μακρινούς και άπιαστους. Ποια είναι λοιπόν κατά τον Ζάιντλ τα σωσίβια των ανθρώπων, όταν αυτοί νιώθουν πως πνίγονται; Το πρώτο είναι ο έρωτας, το δεύτερο είναι η πίστη και το τρίτο είναι η ελπίδα, σύμφωνα τουλάχιστον με την κινηματογραφική του τριλογία. Το πρώτο της σκέλος, «Παράδεισος του έρωτα», προβλήθηκε στις περσινές Κάννες, τη σκυτάλη πήρε ο «Παράδεισος της πίστης» που έκανε πρεμιέρα στην τελευταία Μπιενάλε, ενώ τον κύκλο έκλεισε στην πρόσφατη Μπερλινάλε ο «Παράδεισος της ελπίδας».

Προτού πάρει κανείς την απόφαση να δει τη συγκεκριμένη ταινία, χρήσιμο θα ήταν να είναι εξοικειωμένος ή τουλάχιστον προϊδεασμένος ως προς το τι πρόκειται να αντικρίσει στην οθόνη. Ο κινηματογράφος του Ούλριχ Ζάιντλ είναι τραχύς και ωμός, χωρίς φτιασίδια και καλλωπισμούς. Είναι ένα σύμπαν, όπου κυριαρχεί η ανθρώπινη αδυναμία σε όλες τις μορφές της, τόσο σωματικές όσο και ψυχικές. Οι ήρωες του Ζάιντλ δεν είναι γοητευτικοί, δεν είναι αστραφτεροί, δεν έχουν στιλ και ύφος. Δεν προκαλούν την ταύτιση που ανεβάζει την αδρεναλίνη και την αυταρέσκεια του θεατή. Αν τυχόν επέλθει ταύτιση ή έστω μία αίσθηση εγγύτητας, το αποτέλεσμα θα είναι μάλλον δυσάρεστο, μέχρι και αποκαρδιωτικό. Ο κόσμος του Ζάιντλ είναι γεμάτος ατέλειες και ασχήμιες που προτιμούμε να τις κουκουλώνουμε στην καθημερινότητά μας. Ο Ζάιντλ πετάει το προστατευτικό κάλυμμα απ’ ότι έχουμε συνηθίσει να κρύβουμε επιμελώς, βγάζει τα πάντα στη φόρα. Ο Ζάιντλ είναι θρασύς, είναι στοχευμένα αναιδής, είναι γενναία προκλητικός, είναι ακομπλεξάριστα και εποικοδομητικά ενοχλητικός.

Η Τερέζα είναι μία μεσήλικη, middle-class και τροφαντή Αυστριακή. Αποχαιρετά την κόρη της που θα περάσει το καλοκαίρι σε κατασκήνωση για ευτραφείς εφήβους (το καταληκτικό σκέλος της τριλογίας μεταφέρει εκεί τη δράση). Δικός της προορισμός οι παραλίες της Κένυας, με σκοπό να ξεσκάσει λίγο από τη βαρετή της ρουτίνα. Ο αληθινός της σκοπός είναι άλλος και είναι διττός. Αρχικά, να βιώσει τις σαρκικές απολαύσεις που έχει εδώ και καιρό στερηθεί με παρτενέρ διάφορα ντόπια αγόρια με πλούσια προσόντα. Θα γίνει και αυτή μία «sugar mama», όπως αποκαλούν οι ντόπιοι τις μεσήλικες Δυτικές σεξοτουρίστριες. Σε λίγο όμως, αυτό δεν θα είναι αρκετό. Η μοναξιά και η θλίψη είναι πιο δυνατές κι από τις ορμές. Θέλει την αγάπη ή μάλλον την ψευδαίσθηση της αγάπης. Έστω και φτηνή, έστω και εκχυδαϊσμένη. Ακόμη κι ένα κακοφτιαγμένο ψέμα είναι προτιμότερο από την σκληρή αλήθεια. Η Τερέζα θα φτάσει σε σημείο να κοροϊδεύει τον ίδιο της τον εαυτό μέσα στα μούτρα του. Εξαγοράζει καταφανώς σεξ και συντροφιά, αλλά παράλληλα το λέει και το εννοεί πως θέλει «επιτέλους κάποιος να την κοιτάξει στα μάτια». Είπαμε, οι χαρακτήρες του Ζάιντλ δεν είναι μήτε όμορφοι μήτε έχουν μεγαλείο χαρακτήρα. Γι’ αυτό και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Ζάιντλ δεν τους υποβάλλει σε καμία κρίση και καταδίκη. Τους αποδέχεται και τους κοιτά με συμπάθεια, χωρίς να τους κανακεύει ή να τους υπερασπίζεται.

Αυτό που ήδη υποψιάζεστε, να το θεωρήσετε βέβαιο. Δεν θα μας χαριστεί τίποτα ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Θα τα δούμε όλα όπως έχουν, κανένα σουλούπωμα. Ζάρες, ραγάδες και δίπλες της προχωρημένης ηλικίας. Ανθρώπινα σώματα που μετατρέπονται αυτοβούλως σε εμπορεύσιμα αντικείμενα. Εξουσία από την πλευρά του υποτιθέμενα ισχυρού που νομίζει ότι μπορεί να αγοράσει τα πάντα, πως δικαιούται τα πάντα και κάτι παραπάνω. Εξαπάτηση και δούλεμα που πέφτει ψιλό γαζί από την πλευρά του ανίσχυρου που δίνει αγώνα για την επιβίωσή του. Χυδαίος modern age αποικιοκρατισμός, απενοχοποιημένη αποκτήνωση. Μεστά και αποφασιστικά καδραρίσματα που αποπνέουν τη μικροπρέπεια. Το παρατεταμένο πλάνο στο μπαρ με τις δύο σιτεμένες φιλενάδες να ξεφτιλίζουν τον μπάρμαν μόνο και μόνο επειδή μπορούν. Το σιωπηλό πλάνο με τους παραταγμένους ντόπιους πίσω από το δίχτυ. Κάτι μεταξύ εξόριστων στον ίδιο τους τον τόπο και προϊόντων σε βιτρίνα. Ναι, το νόημα της ιστορίας σε κάποια στιγμή εξαντλείται και η πλοκή σέρνεται ολίγον τι. Ναι, η ταινία δεν είναι διανθισμένη με επιμέρους στοιχεία που να φτιάχνουν μία εικόνα κάπως πιο ευρεία ή σύνθετη. Ναι, ανά στιγμές είναι αχρείαστη η επιμονή γιατί το μήνυμα έχει ήδη δοθεί ξεκάθαρα. Όλα τα παραπάνω όμως είναι απλώς μικρές ενστάσεις σε σχέση με τη συνολική εικόνα. Ο Ζάιντλ είναι ένας σκηνοθέτης τολμηρός, αυθάδης και γόνιμα προβοκατόρικος. Πάνω απ’ όλα όμως, είναι δοσμένος σε ένα σινεμά που επιδιώκει και καταφέρνει να ενοχλήσει. Σαν άφθα στα ούλα, σα φαγούρα στην πατούσα, σαν κουνούπι που βουίζει την ώρα που προσπαθείς να κοιμηθείς.




One Response to Paradies : Liebe

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑