What's On The Whale (2022)

11 Ιανουαρίου 2023 |

0

The Whale (2022)

Σκηνοθεσία: Ντάρεν Αρονόφσκι

Παίζουν: Μπρένταν Φρέιζερ, Σέιντι Σινκ, Χονγκ Τσάου

Διάρκεια: 119’

Ελληνικός Τίτλος: «Η Φάλαινα»

Πέντε χρόνια μετά το προβοκατόρικο Mother! που δίχασε έντονα το σινεφίλ κοινό, ο δημιουργός που πολλοί αγαπούν και άλλοι τόσοι αγαπούν να μισούν επιστρέφει με ένα φιλμ πολύ πιο προσγειωμένο. Στη Φάλαινα, πολλές από τις θεματολογικές εμμονές που βρίσκουμε συχνά στο σινεμά του επανέρχονται: τα δεσμά μίας θρησκευτικής πίστης που έχει αποσυνδεθεί από τον σκοπό της, οι αγωνίες μίας πατρικής αγάπης που αφέθηκε στα μισά του δρόμου, τα τσακισμένα σώματα στα οποία φωλιάζουν ακόμη πιο ρημαγμένες μοναχικές ψυχές, δοσμένες ολότελα στον εθισμό και την αυτοκαταστροφή. Με άλλα λόγια, το πρωτογενές υλικό του ομώνυμου θεατρικού του Σάμιουελ Χάντερ, την κινηματογραφική διασκευή του οποίου ανέλαβε ο ίδιος ο συγγραφέας, κινείται στο πλαίσιο που αγαπά ο Ντάρεν Αρονόφσκι.

Ταυτόχρονα, το ευτυχές είναι ότι ο Αμερικανός κατόρθωσε, τουλάχιστον εν μέρει, να υποτάξει μερικές από τις φορτικές συνήθειες της ιδιόμορφης καλλιτεχνικής του έκφρασης. Έτσι, δε θα συναντήσει κανείς το φρενήρες παραισθητικό μοντάζ, τα πλάνα σε καθρέφτη που κραυγάζουν ότι ο ήρωας λειτουργεί σε μία τεθλασμένη εκδοχή του εαυτού του ή μια διάθεση σαρωτικής πληθωρικότητας στα εκφραστικά του μέσα που μοιάζει να καλύπτει δραματουργικές ατέλειες. Φυσικά, ο χαρακτηριστικός μελοδραματισμός υπάρχει και είναι έντονος, όπως υπογραμμίζουν και τα βιολιά του Ρομπ Σίμονσεν που θρηνούν από το πρώτο δευτερόλεπτο, εκβιάζοντας συναισθήματα που η ταινία κάλλιστα θα μπορούσε να γεννήσει δίχως υποβολέα.

Ο Τσάρλι της Φάλαινας, όμως, είναι συγγενής του Παλαιστή και αυτό, για όσους από εμάς είμαστε φανατικοί εκείνης της συγκλονιστικής στιγμής στην καριέρα του δημοφιλούς δημιουργού δεν μπορεί παρά να είναι χαράς ευαγγέλιο. Σχεδόν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια και αρκετές μαξιμαλιστικές προσπάθειες μετά, έρχεται η ταινία που μας θυμίζει ότι ο Αρονόφσκι της σκληρής ευαισθησίας, της άδολης αγάπης που επιβιώνει από τις συμπληγάδες των ανθρώπινων λαθών, ο τύπος που σε ένα καρέ μπορεί να έχει τόση πυκνή εγκεφαλικότητα και στο επόμενο να κάνει την καρδιά σου χίλια κομμάτια με μία άηχη σύσπαση προσώπου του ήρωά του, υπάρχει κάπου εκεί έξω ακόμα.

Η ήπιων τόνων αφήγηση, τουλάχιστον για τα μέτρα του δημιουργού, του επιτρέπει να εκδηλώσει με φυσικότητα και μερικές από τις αρετές του που δεν πρέπει να λογίζονται ως δεδομένες, ακόμα και αν για έναν στυλίστα τέτοιου διαμετρήματος φαντάζουν αυτονόητες. Ο Αρονόφσκι φτιάχνει μία ταινία με τέλεια τονικότητα και ακριβέστατο εσωτερικό ρυθμό που του επιτρέψει να τοποθετήσει τις κορυφώσεις του στο κατάλληλο σημείο ώστε να τρέψει τη μελαγχολία σε συναισθηματικό χείμαρρο. Το ντεκόρ του είναι προσεγμένο στην εντέλεια, όχι όμως σε σημείο σπαζοκεφαλιάς, και η κινησιολογία του μελετημένη, μερικές φορές μάλιστα πιο πολύτιμη από τον λόγο που βάζει σε λέξεις περισσότερα από όσα είναι πραγματικά απαραίτητα. Βέβαια, ορισμένες στιγμές διακρίνεται μία υπέρμετρη θεατρικότητα στις παύσεις και τις εξόδους των ηθοποιών, αλλά η φαντασία του δημιουργού αρκεί για να την ανατρέψει και εν μέρει να την αξιοποιήσει στο ασφυκτικό του κάδρο.

Κινητήρια δύναμη του έργου, πάντως, είναι οπωσδήποτε ο Μπρένταν Φρέιζερ, που υπερβαίνει τα στεγανά ενός redemption story που το Χόλιγουντ λατρεύει να πουλά, δίνοντας μία ερμηνεία σαρωτικής συναισθηματικότητας. Παραγκωνισμένος και αδικημένος κατάφωρα εντός του συστήματος, σχεδόν μας κάνει να ξεχάσουμε τα βαρύτατα και ογκώδη προσθετικά που χρειάζεται ο ρόλος, μην αφήνοντας μάτι στεγνό με την ευθύτητα της ευαισθησίας του και το αναντίρρητο της αγάπης που χωρά στα μάτια του, με κάθε ανάσα που μετά βίας καταφέρνει να πάρει. Πολλοί χρεώνουν στους Αρονόφσκι και Χάντερ ότι εγείρουν τεχνηέντως τη λύπηση του κοινού για τον χαρακτήρα, επιμένοντας σε μία ιδιαίτερη  σωματικότητα, ωστόσο (χάρη εν μέρει στην πυγμή με την οποία τον υποδύεται ο Φρέιζερ) προκύπτει ένας άνθρωπος που κοιτά στα μάτια τα δικά μας στερεότυπα και εν τέλει τα διαλύει συθέμελα.

Στο βασικό ζητούμενο της ταινίας, λοιπόν, τη διαχείριση ενός δύσκολου κεντρικού χαρακτήρα, ο Αρονόφσκι και ο Χάντερ κατορθώνουν να φιλοτεχνήσουν ένα πολυδιάστατο προφίλ, σέβονται τον ήρωά τους δίχως να προσπαθούν να τικάρουν με δραματουργική ευκολία τα σωστά κουτάκια. Ο Τσάρλι ζει εμφατικά μόνος, με τη νοσογόνο παχυσαρκία να απειλεί άμεσα τη ζωή του και καμία διάθεση εκ μέρους να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση. Διάφοροι θα επιχειρήσουν να τον σώσουν˙ ένας ιεραπόστολος που κηρύσσει τον λόγο του Θεού βλέπει στον Τσάρλι μια ευκαιρία για τη δική του λύτρωση και η μοναδική του φίλη, η οποία τον φροντίζει όσο μπορεί, προσπαθεί να τον πείσει να ζητήσει ιατρική βοήθεια. Εκείνος όμως δε θέλει να ζήσει παρά μόνο, λίγο πριν το τέλος, να διορθώσει μερικά από τα κρίματά του με πρώτο και κύριο το πλέον βαρυσήμαντο: να επανενωθεί με τη δεκαεξάχρονη κόρη του, την οποία έχει να δει οκτώ χρόνια.

Ο Τσάρλι είναι σε διαδικασία βαθέως πένθους, η οποία τον έχει εξαντλήσει ψυχικά και σωματικά. Οι πανταχόθεν ερμηνείες περί του λόγου για τον οποίο πήρε όλα αυτά τα κιλά περιττεύουν, όσο και η λύπηση των άλλων για την κατάστασή του, η οποία τον πληγώνει όσο και η αηδία στα πρόσωπα των ελάχιστων τυχαίων συναναστροφών του όταν τον αντικρίζουν. Η απώλεια του αγαπημένου του συντρόφου είναι αφόρητη, όμως δεν τον έχει μετατρέψει σε πικρόχολη ύπαρξη που δεν αντέχει τους ανθρώπους. Όσο και αν αποφεύγει την επαφή, ο Τσάρλι εξακολουθεί να πρεσβεύει, σχεδόν ιδεοληπτικά, ότι οι άνθρωποι είναι καλοί, ότι τα αποθέματα αγάπης και ενδιαφέροντος που διαθέτουν είναι ανεξάντλητα, ακόμα και αν τα ενεργοποιούν με αδόκιμους ή επιθετικούς τρόπους.

Περισσότερο από την αποδοχή (εαυτού και άλλων) και την ταυτότητα, κεντρική έννοια στη Φάλαινα είναι η συγχώρεση, φράση και έννοια που δεν κατατάσσεται σε σπουδαία θέση στον αξιακό κώδικα της εποχής μας, αρετή παλιομοδίτικη, που όμως είναι ικανή να συγκινήσει με εξωπραγματική ένταση. Ο Τσάρλι ζητάει συνεχώς συγγνώμη, οι τύψεις του είναι αδυσώπητες, το ενοχικό του σύνδρομο τρυπάει το ταβάνι, όμως βρίσκει το κουράγιο για μία τελευταία κίνηση προκειμένου να βρεθεί κοντά στην κόρη του, γιατί τη δική της συγχώρεση προσδοκά. Εκείνη, αγρίμι κανονικό, εκτοξεύει ύβρεις με ρυθμό πολυβόλου, οχυρωμένη πίσω από ένα εφιαλτικό τείχος μίσους, είναι σχεδόν το αντίθετο από τον πατέρα της. Όσο εκείνος μετακινείται με τρομακτική δυσκολία, τόσο αεικίνητη είναι η μικρή, και όσο αυτός επιμένει ότι οι άνθρωποι είναι προορισμένοι να κάνουν το καλό, τόσο εκείνη νιώθει τον οργίλο μισανθρωπισμό της να βαθαίνει.

Παρά το λυρικά υπερβατικό φινάλε, στη Φάλαινα, η πίστη, όπως και η συγχώρεση, είναι έννοια καθαρά κοσμική, έχει υποκείμενο, αντικείμενο, σκοπό και προορισμό τον άνθρωπο και όχι κάποια ουράνια δύναμη που μας επαναφέρει στον δρόμο της αρετής. Είναι η πίστη ότι η αγάπη μπορεί να υπερβεί τον οξύ πόνο της εγκατάλειψης, ότι μία έκκληση για εξιλέωση μπορεί και να εισακουστεί, ακόμα και αν δεν απαντηθεί με λόγια, ότι η επιμονή στον άνθρωπο και τις απίθανες δυνατότητές του μπορεί να μην έχει χάσει ακόμα εντελώς το νόημα της. Τελικά, θα βρει τον αποδέκτη της σε μια εφηβική ψυχή που είναι γεμάτη τραύματα, αλλά δεν έχει ενδώσει οριστικά στην παντοκρατορία του μίσους.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑