Μεταφρασμένος τίτλος: «Τζακ ο κυνηγός γιγάντων»
Σκηνοθεσία: Μπράιαν Σίνγκερ
Παίζουν: Νίκολας Χουλτ, Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Στάνλεϊ Τούτσι, Έλενορ Τόμλινσον
Διάρκεια: 114΄
Σε μια παραμυθένια χώρα, σ’ ένα παραμυθένιο βασίλειο ο Τζακ είναι ένας φτωχός χωρικός με μεγάλη καρδιά. Η ζωή του θα αλλάξει, όταν γνωρίσει τη χαριτωμένη πριγκίπισσα Ιζαμπέλ και όταν πέσουν στα χέρια του μερικά μαγικά φασούλια που αν τα βρέξεις… τσουπ, φυτρώνει ένας τεράστιος κορμός που σε οδηγεί στα σύννεφα στη χώρα των κακομούτσουνων γιγάντων. Το βασίλειο βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο, αφού εκτός από τα μαγικά όσπρια υπάρχει κι ένα μαγικό στέμμα κι όποιος το φοράει μπορεί να ελέγχει τους αιμοβόρους γίγαντες. Το στέμμα βρίσκεται στα χέρια ενός πολύ κακού ανθρώπου (πιο κακός πεθαίνεις) και ο Τζακ πρέπει: Α) να σώσει την πριγκίπισσα Β) να πάρει το στέμμα Γ) να νικήσει τους γίγαντες Δ) να σώσει το βασίλειο Ε) να παντρευτεί την πριγκίπισσα. Θα καταφέρει άραγε μέσα σε κάτι λιγότερο από δυο ώρες να πετύχει όλα τα παραπάνω; Τα γραφεία στοιχημάτων λένε πως ναι…
Δεν μπορούμε να πούμε πολλά για την ταινία. Όχι, δεν έχει την αίγλη της τριλογίας του δαχτυλιδιού του Πίτερ Τζάκσον και δεν απευθύνεται σε ενήλικο κοινό ή τουλάχιστον αν νομίζει πως μπορεί να απευθύνεται και σε ενήλικο κοινό, αποτυγχάνει παταγωδώς. Πρόκειται απλώς για ένα παραμύθι τίγκα στα ψηφιακά εφέ, με λίγο γέλιο και πολλή περιπέτεια και δίχως πολλή ψυχή που σε κάνει να αναρωτιέσαι για το πού βαδίζει ο σκηνοθέτης Μπράιαν Σϊνγκερ, ο οποίος μάλιστα για τη συγγραφή του σεναρίου συνεργάστηκε ξανά με τον Κρίστοφερ ΜακΚουάρι (βλέπε «Συνήθεις ύποπτοι»). Αυτά τα ολίγα για την ταινία, πάμε παρακάτω τώρα.
Το μέγεθος μετράει είτε το πάρουμε ψυχαναλυτικά είτε κοινωνιολογικά είτε πολιτικά είτε οικονομικά είτε όπως σας αρέσει. Όχι, δεν αναφέρομαι στο αντρικό μόριο, αν και κατά μια έννοια το μέγεθος έχει φαλλική υπόσταση. Πέρα από την υπερμεγέθη σωματική διάπλαση η οποία μπορεί να λειτουργήσει τουλάχιστον ως φαντασίωση, το μέγεθος ανέκαθεν υποδήλωνε και υποδηλώνει ακόμα δύναμη, ισχύ, εξουσία, επιβολή, γοητεία, δέος. Διότι όποιος αντικρύζει το Μέγεθος κατάματα, δεν μπορεί παρά να νιώθει ανεπαρκής, ανίσχυρος και μηδαμινός. Ουρανοξύστες, υπερωκεάνια, κατάκτηση του διαστήματος (λέμε τώρα), εταιρείες κολοσσοί, αγάλματα, πάρκα, βουνά που προκαλούν δέος, καθεδρικοί ναοί και βυζαντινοί τρούλοι, τραπεζικοί λογαριασμοί, ποσότητες χρυσού, πανάκριβα αυτοκίνητα, πανάκριβα ρούχα, πανάκριβα παπούτσια, ηφαίστεια, δεινόσαυροι, πυρηνικές βόμβες, ασύλληπτοι προϋπολογισμοί ποδοσφαιρικών ομάδων, ο δείκτης νοημοσύνης, τα αριστεία, ο πρωταθλητισμός, ο άνθρωπος που τρώει ταχύτερα 20 αυγά στον κόσμο.
Το μέγεθος μπορεί να βρίσκεται παντού είτε ως φυσική υπόσταση είτε ως νούμερο είτε ως έννοια, διότι μην ξεγελιέστε, ακόμα και η ευφυΐα είναι μέγεθος, η επιτυχία είναι μέγεθος, η φήμη είναι μέγεθος. Μπροστά σε αυτήν την ισοπεδωτική καταπίεση και καταδυνάστευση του μεγέθους, δεν ξέρω τι μπορούμε να αντιτάξουμε. Διότι ακόμα και στο φυσικό μέγεθος του Γολιάθ, αντιτάσσεις το μέγεθος της πονηριάς του Δαυίδ. Στο μέγεθος της ποσότητας αντιτάσσεις το μέγεθος της ποιότητας. Στο αντικειμενικό μέγεθος του ορατού αντιτάσσεις το υποκειμενικό μέγεθος του αοράτου, ώστε κατά μια έννοια να βρίσκουμε μια ασπίδα προστασίας πίσω από την υποκειμενικότητα. Αν ήμασταν γκουρού της ζωής, θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε μια πνευματική ισορροπία, αλλά μέχρι τότε στρουθοκαμηλίζουμε καταλήγοντας να λέμε πως το μέγεθος δεν μετράει, ενώ υποσυνείδητα σε κάποια μορφή του μετράει ακόμα και για μας.
Ε, λοιπόν, δεν είμαι γκουρού, οπότε δεν μετράει, θα πω κι εγώ μπαίνοντας στην ίδια λούμπα. Η ταινία του Μπράιαν Σίνγκερ κόστισε 195 εκατομμύρια δολάρια, 11 φορές περισσότερο από την ταινία «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» του Γούντι Άλεν, 13 φορές περισσότερο από το «Mullholland Drive» του Ντέιβιντ Λιντς, 39 φορές περισσότερο από το «Memento» του Κρίστοφερ Νόλαν και 100 φορές περισσότερο από τα «Μυθικά πλάσματα του νότου» του Μπεν Ζάιτλιν. Εντάξει;