Σκηνοθεσία: Στάνλεϊ Τούτσι
Παίζουν: Άρμι Χάμερ, Τζέφρι Ρας
Διάρκεια: 90′
Ένα αντιθετικό δίπολο ετερώνυμων που καταλήγουν, φυσικά, να έλκονται. Από τη μια, ένας εκκεντρικός, ιδιοφυής, παραληρηματικός, αυτοκαταστροφικός, και βυθισμένος στο σύμπαν του, καλλιτέχνης. Από την άλλη, ένας μετρημένος, πάντα στην πένα, ευγενής, ευπαρουσίαστος, και ολίγον ξενέρωτος, συγγραφέας βιβλίων για την τέχνη. Ο καλλιτέχνης λαχταρά για λίγη από την ισορροπία του τεχνοκριτικού, ενώ ο τεχνοκριτικός εύλογα θαυμάζει τον αναρχικό βίο του καλλιτέχνη. Οι δυο τους θα γίνουν φίλοι μέσα από την ατελείωτη φιλοτέχνηση ενός πορτρέτου του δεύτερου από τον πρώτο. Το Final Portrait του διαχρονικά και αδιαπραγμάτευτα συμπαθούς Στάνλεϊ Τούτσι είναι δυστυχώς εξαρχής βουτηγμένο σε ένα πολτό στερεότυπων, από τον οποίο προσπαθεί κανείς με δυσκολία να διακρίνει κάποιο καρύκευμα για να κρατηθεί. Και καταλήγει να δείχνει το ακριβές αντίθετο του σκηνοθέτη του: ολίγον τι αντιπαθές.
Το στερεοτυπικό τρόπαιο, πάντως, ανήκει δικαιωματικά στη (φιλμική) περσόνα του περίφημου γλύπτη Αλμπέρτο Τζακομέτι, που υποδύεται ο Τζέφρι Ρας. Ο οποίος ρουφάει τζούρες τριπλάσιας ποσότητας καπνού και υπερπολλαπλάσιων ντεσιμπέλ από ένα κοινό θνητό γιατί υπόκειται στον ντετερμινισμό των μικρών αυτών λεπτομερειών που οικοδομούν τον αληθινά ύψιστο καλλιτέχνη. Ο οποίος ξεστομίζει κάθε περίπου δέκα λεπτά ένα εκνευριστικότατα μακρόσυρτο “fuck”/ “putain” κάθε φορά που αμφιβάλλει για το έργο του. Έτσι είναι, λοιπόν, οι ογκόλιθοι της τέχνης, όπως μας πληροφορεί η ταινία και κυρίως, έτσι συμπεριφέρονται συνεχώς και ακατάπαυστα, χωρίς καμία διακοπή ή διαφοροποίηση.
Σε αυτό το σημείο, να διευκρινίσουμε ότι ο Τζακομέτι ήταν Έλβετος και ομιλούσε την ιταλική ως μητρική γλώσσα, όντας γεννημένος σε ένα ιταλόφωνο καντόνι στα ελβετό-ιταλικά σύνορα. Και πράγματι, η πρώτη ατάκα του Ρας στην ταινία είναι ιταλική, αλλά ακόμη ψάχνουμε τη δεύτερη, καθότι ένιωθε πολύ πιο άνετα να μιλάει αγγλικά ακόμη και με τον αδερφό του, καθ’ όπως φαίνεται. Ο κατάλογος των φιξαρισμένων σε βαθμό κακουργήματος κλισέ είναι φυσικά μακροσκελέστατος και πολλές φορές δίνει αφορμές για υπό-πλοκές που προστίθενται μόνο και μόνο για να μπει ένα «τικ» στη λίστα των απαιτούμενων γνωρισμάτων του κεντρικού ήρωα. Εν ολίγοις, το Final Portrait εκβιάζει τον κεντρικό του ήρωα ακόμη περισσότερο απ’ όσο εκβιάζει εμάς, καθότι εμείς τουλάχιστον διατηρούμε το δικαίωμα να απωλέσουμε το ενδιαφέρον μας.
Από την άλλη, ο Άρμι Χάμερ είναι ο ορισμός του clean cut, είναι ρωμαλέος, εύρωστος από κάθε άποψη, με εκείνη τη γραβατωμένη ευπρέπεια που πιάνει πομπό και δέκτη από τον λαιμό. Μοιάζει με έναν Don Draper που το έριξε στην τέχνη, και κατορθώνει να προσδώσει μία στιβαρή και χαμηλόφωνη υπόσταση σε ένα ρόλο που αδικείται τόσο ως προς το περιεχόμενό του όσο και ως προς την προβολή του. Από εκεί και έπειτα, στις θεωρητικές διακηρύξεις της ταινίας υπονοούνται πολλά και ενδιαφέροντα. Η passive-aggressive σχέση μοντέλου και καλλιτέχνη. Το άπιαστο και φευγαλέο της φύσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η αυτονόμηση του έργου από τον πρωτομάστορά του.
Η σπίθα ματαιοδοξίας που ανάβει υπογείως στα σωθικά του κολακευόμενου νεόκοπου μοντέλου. Το μάταιο της τέχνης, που δεν μπορεί ποτέ να φανεί επαρκής και να επαναπαυτεί στις δάφνες της. Η αντίστιξη μεταξύ ενός πορτρέτου που ανανεώνεται συνέχεια, ενώ το μοντέλο του ταλαιπωρείται και φθείρεται μέρα με τη μέρα, κάτι σαν αντιστροφή της ιστορίας του Ντόριαν Γκρέι. Από εξαγγελίες και υπόνοιες άλλο τίποτα, λοιπόν, αλλά από ουσία κινούμαστε στα όρια του μηδενικού. Όσο για το σκηνικό αναπαράστασης των μποέμ παριζιάνικων mid 60s, μπορεί να ειπωθεί ότι είναι απόλυτα ειλικρινές. Δεν έχει κανένα πρόβλημα να σε διαβεβαιώσει ότι πρόκειται για προκάτ στουντιακή κατασκευή.
Αν πάντως έπρεπε υποχρεωτικά να σταχυολογήσουμε κάποιες σκόρπιες θετικές στιγμές, αυτές θα ήταν οι ακόλουθες δύο. Πρώτον, τα κελεύσματα των ανολοκλήρωτων γλυπτών προς τον καλλιτέχνη, λες και πρόκειται για σιωπηλές Σειρήνες (διόλου τυχαία σε εκείνες τις στιγμές που ξεμακραίνουν λίγο από το κυρίως θέμα και παρέχουν βοηθητικούς παράδρομους, ο Ρας όντως ερμηνεύει λιτά και σιωπηλά, χωρίς να παπαγαλίζει).
Δεύτερον, η Sylvie Testud ως πρώην μούσα, τσακισμένη από την αγκίστρωση του συζύγου της σε μία νεαρή πόρνη, μια φιγούρα καταδικασμένη στη ζοχάδα της αυτό-θυματοποίησης (φυσικά, το μίνι διάλειμμα εντός της ταινίας με την προειδοποίηση από τους νταβατζήδες και την εν τέλει εξαγορά της πόρνης αγγίζει τα όρια του γελοίου, πάντως). Το Final Portrait ξεκινά με τη φιλοδοξία του ανορθόδοξου και τεθλασμένου πορτρέτου ενός διάσημου καλλιτέχνη και καταλήγει τετριμμένο, με μία ακαταστασία την οποία βαφτίζει αντισυμβατικότητα.