What's On The Shape of Water

18 Φεβρουαρίου 2018 |

0

The Shape of Water

Σκηνοθεσία: Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο

Παίζουν:  Σάλι Χόκινς, Μάικλ Σάνον, Ρίτσαρντ Τζένκινς, Οκτάβια Σπένσερ, Μάικλ Στούλμπαργκ, Νταγκ Τζόουνς

Διάρκεια: 123′ 

Βαλτιμόρη, 1962. Η Ελάιζα είναι μια βωβή καθαρίστρια που εργάζεται σε ένα μυστικό κυβερνητικό εργαστήριο. Η καθημερινή ρουτίνα της διαταράσσεται όταν έρχεται σε επαφή με ένα μυστήριο αμφίβιο ον το οποίο ανακάλυψαν και αιχμαλώτισαν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες με σκοπό να το χρησιμοποιήσουν ως όπλο απέναντι στους Σοβιετικούς. Ενώ λοιπόν για τους λοιπούς εργαζόμενους το πλάσμα αυτό μοιάζει με τέρας, η Ελάιζα αντιλαμβάνεται ότι διαθέτει την ικανότητα να επικοινωνεί, να αντιλαμβάνεται σκέψεις και συναισθήματα. Αναπτύσσει λοιπόν μαζί του έναν ιδιαίτερο δεσμό, βλέποντας στο πρόσωπό του την ενσάρκωση των ρομαντικών της φαντασιώσεων.

Το «The Shape of Water» αποτελεί μια ακόμα περιδιάβαση του Ντελ Τόρο στο μυθικό κόσμο των τεράτων. Αυτή τη φορά ωστόσο το στοιχείο της παραμυθικής παρέκβασης από τη ζωφερή πραγματικότητα, που υπήρξε θεμελιώδες σε προηγούμενες δημιουργίες του Μεξικανού, ατονεί και δίνει τη θέση του στη βασική ρομαντική ιστορία, κάνοντας την ταινία να μοιάζει με ενήλικη Disney δημιουργία. Όπως ήταν αναμενόμενο, το φιλμ συνιστά ένα συνονθύλευμα κινηματογραφικών ειδών. Διαθέτει τον χαρακτήρα ενός κλασικού monster movie που κρύβει στον πυρήνα του τη σκέψη πως το αληθινό τέρας είναι ο άνθρωπος, δανείζεται υφολογικά στοιχεία από τα κλασικά μιούζικαλ του Χόλιγουντ, ενώ σε στιγμές διαθέτει μια ευρωπαϊκή αύρα που θυμίζει στοιχεία της φιλμογραφίας του Ζαν Πιερ Ζενέ (ο οποίος κατηγόρησε ευθέως τον Ντελ Τόρο για αντιγραφή μιας σκηνής από το «Delicatessen»). Οι συχνά ευθείες αναφορές του σε έργα που τον καθόρισαν σαν καλλιτέχνη δίνουν έναν σινεφίλ χαρακτήρα στο φιλμ και εντάσσονται κομψά στην αφήγηση, αποτελώντας ένα από τα δυνατά χαρτιά της ταινίας.

Ο Ντελ Τόρο γνωρίζει πολύ καλά πώς να δημιουργεί ένα σκοτεινό παραμύθι. Κατ’ αρχάς, πλάθει ένα φιλμ το οποίο είναι εξαιρετικά γοητευτικό στην όψη, με κάδρα λεπτοδουλεμένα και γεμάτα χρωματικές αντιθέσεις. Απομακρύνεται από το μυσταγωγικό και μυστικιστικό ύφος που υιοθέτησε σε προηγούμενες δουλειές του, αφήνοντας χώρο στο μεταφυσικό ερωτικό στοιχείο να αποτελέσει πηγή φωτός ικανή να νικήσει κάθε ανθρώπινο έρεβος. Συνοδεύει τις εικόνες του με την υπέροχη μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά, στηρίζει σε κάποιες στιγμές όλο το συγκινησιακό κλίμα της ταινίας. Οι χαρακτήρες του είναι αναμενόμενα ακραίοι, όπως ταιριάζει σ’ ένα παραμύθι με καλούς και κακούς, καταπιεστές και καταπιεσμένους. Η Ελάιζα είναι ονειροπόλα και ρομαντική, συγκροτώντας ένα αντιθετικό δίδυμο με την μαύρη φίλη και συνάδελφο της που μιλά ακατάπαυστα και ασχολείται με τις καθημερινές μικροαστικές δυσκολίες. Ο υπεύθυνος ασφαλείας είναι ένας άξεστος μιλιταριστής που χυδαιολογεί και απεχθάνεται το πλάσμα που συγκινεί την Ελάιζα. Ο συγκάτοικός της είναι ένας γλυκύτατος μεσήλικας ζωγράφος, κατ’ ουσίαν άνεργος και ομοφυλόφιλος. Γενικώς, κάθε χαρακτήρας εντάσσεται με ευκολία σε μια από τις δύο σαφώς διακριτές πλευρές του μανιχαϊστικού αυτού κινηματογραφικού χώρου και όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί ερμηνεύουν με χάρη,  με πρώτη τη Σάλι Χόκινς.

Παράλληλα με τη βασική ιστορία του φιλμ, στο επίκεντρο τοποθετείται και η αμερικανική κοινωνία του 1960, η οποία ορίζεται από τα κυρίαρχα στερεότυπα και τον κραταιό πουριτανισμό που προβάλλει ως κεντρικό ηθικό δόγμα. Το αμερικάνικο όνειρο προσφέρει ιδανικό άλλοθι για τη διαιώνιση της κοινωνικής αδικίας και της απάνθρωπης συμπεριφοράς, με όποια χαρακτηριστικά και αν εκδηλώνεται, ταξικά, σεξιστικά ή ομοφοβικά. Ο Μεξικανός επιθυμεί να συντρίψει τα στεγανά του συντηρητισμού που εν πολλοίς υφίσταται ακόμα με άλλες μορφές και να συνθέσει έναν ύμνο στη διαφορετικότητα και την ανεκτικότητα. Ενώ λοιπόν η ταινία θίγει μια σειρά από σοβαρά ζητήματα που ταλανίζουν ακόμα την αμερικανική κοινωνία, ακολουθεί την πλέον διδακτική οδό με αποτέλεσμα ο θεατής να γίνεται αποδέκτης ενός φιλτραρισμένου μαθήματος και όχι κοινωνός ενός εξαντλητικού κοινωνικού φαινομένου. Οι κάθε λογής στερεοτυπικές εκδηλώσεις είναι απολύτως εξόφθαλμες και έτσι εντάσσονται με άνεση στο πλαίσιο του παραμυθιού, περιορίζοντας τις αναφορές περί των κοινωνικών παθογενειών σ’ ένα επιδερμικό επίπεδο.

Στο φιλμ όμως δεσπόζει και ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του αμερικανικού κινηματογράφου που αφαιρεί μεγάλο μέρος της ονειρώδους μαγείας του φιλμ. Οι χαρακτήρες εξαναγκάζονται συνεχώς σε μία πλήρη και ρητή παράθεση όλων των ηθικών παρατηρήσεων του δημιουργού, ο οποίος φτιάχνει μια ταινία που επιχειρεί να εξάψει τη φαντασία του θεατή αλλά του επεξηγεί συνεχώς κάθε του σκέψη. Η Ελάιζα ομολογεί ότι ενδιαφέρεται για το «τέρας» γιατί βλέπει στα μάτια του τον εαυτό της. Ο κακός της ιστορίας διατυπώνει περίτρανα ότι πίσω από τη στρυφνότητά του κρύβεται η λυσσαλέα αναζήτηση της επιτυχίας κατά τα στρεβλά πρότυπα της αμερικανικής κοινωνίας. Στο εν λόγω παραμύθι τίποτα δεν εννοείται και όλα ανακοινώνονται ευθέως, με απώτερο στόχο ο θεατής να μην έχει καμιά αμφιβολία ότι το φιλμ που μόλις παρακολούθησε διαθέτει ποικίλες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Τελικά όμως, η υπερεπεξηγηματικότητα πληγώνει το έργο, διαλύει τον ποιητικό τόνο που η αισθητική των εικόνων επιχειρεί να δημιουργήσει και μαρτυρά μία πρωτοφανή ανασφάλεια του δημιουργού περί του αν θα γίνει αντιληπτός.

Επιπλέον, πρέπει κάποια στιγμή να πάψει ο χαρακτήρας του κινηματογραφικού παραμυθιού να δικαιολογεί καταφανή σεναριακά ολισθήματα. Οι ευκολίες που πλαισιώνουν την κατά τα άλλα αξιόλογη ρομαντική ιστορία αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο όσο εξελίσσεται η πλοκή. Οι χαρακτήρες βρίσκονται συνεχώς στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή, ξεφεύγουν με αδικαιολόγητο τρόπο από κακοτοπιές και η γενικότερη αίσθηση που κυριαρχεί δεν είναι αυτή ενός σεναρίου με εσωτερική συνοχή. Τέλος, οι ψυχροπολεμικές αναφορές του φιλμ τίθενται εκτός του δραματικού πλαισίου και μοιάζουν παράταιρες και η κλιμάκωση της έντασης θα μπορούσε να οδηγήσει πιο δυναμικά στην κορύφωση της ιστορίας, η οποία πάντως εντάσσεται ως φυσική κατάληξη του παραμυθιού.

Οι δεκατρείς οσκαρικές υποψηφιότητες έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι πρόκειται για μια ταινία καρπό της εποχής της. Οι ρηξικέλευθες ιδέες, όπως η πρωτότυπη παρατήρηση της γυναικείας σεξουαλικότητας, χάνονται σε μια αφήγηση που υπηρετεί με κάθε μέσο την πολιτική ορθότητα. Είναι ένα φιλμ του #metoo κόσμου και της νέας δήθεν αντιδραστικής φιλελεύθερης φιλολογίας. Ο θεατής περιορίζεται σ’ έναν βαθιά παθητικό ρόλο και γίνεται αντικείμενο κατήχησης και αυτό συνιστά μια κινηματογραφική επιλογή που δεν δικαιολογείται από το εύστοχο των ηθικών παρατηρήσεων που διατυπώνονται. Πρόκειται για ένα φιλμ που δεν ακολουθεί απλώς mainstream οδούς, αλλά τις χαράσσει. Τελικά, ένα έργο που θα μπορούσε να αποτελέσει άρτιο φόρο τιμής στην έβδομη τέχνη, ιδωμένη ως καταφύγιο, και μια τρυφερή ωδή στον έρωτα που διαλύει κάθε κομφορμισμό, καταλήγει μια αναμφίβολα γοητευτική αλλά στεγνή και βεβιασμένη παράθεση επιπόλαιων απόψεων για τη διαφορετικότητα, που αδικεί την όμορφη ρομαντική ιστορία που βρίσκεται στον πυρήνα του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑