Μεταφρασμένος τίτλος: «Περιπολία»
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Αγιέρ
Παίζουν: Τζέικ Τζίλενχαλ, Μάικλ Πένια, Άνα Κέντρικ, Φρανκ Γκρίλο
Διάρκεια: 109΄
Αστυνομία και σινεμά. Ουουου, απ’ όλα έχει ο μπαξές. Και τι δεν έχουμε δει στον αμερικάνικο κινηματογράφο. Αγνούς μπάτσους να παλεύουν μονάχοι να ξεβρομίσουν το σαθρό σύστημα (βλέπε «Σέρπικο»), σκληρούς μπάτσους να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους διότι τα παράσιτα πρέπει να πεθάνουν (βλέπε βρόμικο Χάρι), γλοιώδεις μπάτσους να χρησιμοποιούν την εξουσία για να ικανοποιήσουν τα καπρίτσια τους (βλέπε «Διαφθορά»), λευκό και μαύρο μπάτσο σε αντιπαράθεση (βλέπε «Ημέρα εκπαίδευσης»), λευκό και μαύρο μπάτσο κολλητάρια (βλέπε «Φονικό όπλο»), μπάτσους να κάνουν καραγκιοζιλίκια (βλέπε «Η μεγάλη των μπάτσων σχολή»), μπάτσους με ομοφυλοφιλικές προεκτάσεις (βλέπε τις μισές από τις αστυνομικές ταινίες) και μπορώ να συνεχίσω έτσι μέχρι το τέλος του κειμένου.
Τούτη τη φορά έχουμε τον Μπράιαν και τον μεξικανό Μάικ, δυο νεαρούς αστυνομικούς που δουλεύουν σε ένα από τα πιο απαιτητικά τμήματα του Λος Άντζελες, αφού ενώ σε άλλες πολιτείες οι αστυνομικοί μπορεί να μη χρειαστεί ποτέ να τραβήξουν όπλο, αυτοί βρίσκονται σε καθημερινή επαφή με ένοπλες συμμορίες των δρόμων, βρόμικα λεφτά, εμπόριο λευκής σάρκας, κι αν είναι αρκετά άτυχοι, με καρτέλ ναρκωτικών. Παρακολουθούμε μερικούς μήνες από τη ζωή τους, τις περιπολίες τους, τους έρωτές τους, τις φιλίες του και διάφορα περιστατικά από την πρώτη γραμμή, κυρίως μέσα από τις κάμερες που οι ίδιοι κουβαλούν μαζί τους σε μια μορφή ημι-ψευδοντοκιμαντέρ (χωρίς να λείπουν και τα πλάνα κανονικής μυθοπλασίας, έστω και με τέτοια αισθητική που να θυμίζουν κι αυτά ντοκιμαντέρ).
Ο Μπράιαν και ο Μάικ δεν έχουν πλάτες, δεν έχουν συγκεκριμένη ιδεολογία, δεν νιώθουν ήρωες. Απλώς κάνουν τη δουλειά τους, κυνηγάνε ό,τι μπορούν και αφήνουν τις γραφειοκρατικές δουλειές για τους άλλους. Είναι αλήθεια πως η ιδιότητα του αστυνομικού (μαζί με του πολιτικού και του δικηγόρου) είναι αυτή που είθισται να μισείται περισσότερο, χωρίς να σημαίνει πως είναι και η πιο διεφθαρμένη (τι να πει και η πολεοδομία…) Είναι θέμα εξουσίας και κατεστημένου, ιστορικών αναφορών, πολιτικών ιδεολογιών, κοινωνικών στερεοτύπων και σίγουρα η όλη αντιμετώπιση του θέματος διαφέρει από πολιτισμό σε πολιτισμό (στην Ελλάδα έχουμε τα δικά μας…). Ο Μπράιαν και ο Μάικ (αληθινά εξαιρετικές οι ερμηνείες του Τζέικ Τζίλενχαλ και του Μάικλ Πένια) δεν καταλαβαίνουν από αυτά. Είναι δυο άνθρωποι με σάρκα και οστά, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να βάλουν το χέρι στη φωτιά, αποδεχόμενοι ταυτόχρονα πως οι ίδιοι είναι αναλώσιμοι και τελευταίοι τροχοί της αμάξης. Οι αποφάσεις και οι πληροφορίες δεν περνούν από τα χέρια τους, αλλά αυτοί πρέπει να βουτάνε στα βαθιά κάθε μέρα, μέχρι να γίνει η στραβή.
Ναι, είναι πολύ αξιοπρεπής η ταινία, σε μερικά σημεία μέχρι κι ευχάριστα ασυνήθιστη, εξ ου και τα τρία αστεράκια της αξιολόγησης. Αντί για επίλογο, όμως, θα ήθελα να κλείσω με τα λόγια του Μπράιαν από την εναρκτήρια σκηνή, καθώς παρουσιάζει τον εαυτό του στην κάμερα: «Είμαι η αστυνομία και είμαι εδώ για να σε συλλάβω. Έχεις παραβιάσει το νόμο. Δεν έγραψα εγώ το νόμο. Μπορεί να διαφωνώ με το νόμο, αλλά θα τον επιβάλλω, ό,τι κι αν δηλώνεις, όσο κι αν προσπαθείς να με μεταπείσεις, να με συγκινήσεις και να παρακαλάς. Ό,τι κι αν κάνεις, δεν θα με σταματήσει από το να σε βάλω σ’ ένα ατσάλινο κλουβί με γκρίζες μπάρες. Αν τρέξεις, θα σε κυνηγήσω. Αν παλέψεις, θα παλέψω. Αν με πυροβολήσεις, θα σε πυροβολήσω[…] Πίσω από το σήμα μου υπάρχει μια καρδιά σαν τη δικιά σου. Ματώνω, σκέφτομαι, αγαπάω και ναι, μπορώ να πεθάνω».
Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος
sotirisdog@gmail.com