What's On The Place

7 Οκτωβρίου 2018 |

0

The Place

Σκηνοθεσία: Paolo Genovese

Με τους: Marco Giallini, Alba Rohrwacher, Rocco Papaleo, Vittoria Puccini

Διάρκεια: 105′

Αυτή είναι η 9η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Paolo Genovese –έχει συνσκηνοθετήσει κι άλλες δύο μεγάλου μήκους, μαζί με τον Luca Miniero. Είναι η ταινία που σκηνοθέτησε αμέσως μετά τη μεγάλη του επιτυχία, το Perfetti sconosciuti (2016), ταινία που στην Ιταλία την είδαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια θεατές, ενώ ήταν και υποψήφια για οχτώ βραβεία David di Donatello (τα ιταλικά Όσκαρ) κερδίζοντας τελικά τα δύο πιο σημαντικά: καλύτερης ταινίας και σεναρίου. Και συνολικά, είναι η δεύτερή του ταινία που πήρε κινηματογραφική διανομή στη χώρα μας. Καναδυό προηγούμενές του κυκλοφόρησαν σε dvd, όπως πχ το Για όλα φταίει ο Φρόιντ (Tutta colpa di Freud, 2014).

Εκτός από τον Θοδωρή Αθερίδη που γύρισε την ελληνική εκδοχή του Perfetti sconosciuti αντιγράφοντάς την πλάνο προς πλάνο, την ισπανική εκδοχή της ταινίας ετοιμάζει ο Álex de la Iglesias… Στη Συνάντηση εμφανίζονται τρεις ηθοποιοί που έπαιζαν και στην προηγούμενη του σκηνοθέτη: ο Valerio Mastandrea στον ρόλο του μυστηριώδους ανθρώπου, ο Marco Giallini στον ρόλο του μπάτσου και η Alba Rohrwacher στον ρόλο της μοναχής. Τούτη η ταινία βασίζεται στην καναδική τηλεοπτική σειρά The Booth At The End, ενώ αποτέλεσε την ταινία με την οποία έπεσε η αυλαία του περσινού φεστιβάλ της Ρώμης. Ήταν υποψήφια για επτά βραβεία David di Donatello, δεν κέρδισε όμως κανένα.

Ένας μυστηριώδης άνδρας κάθεται κάθε μέρα στο ίδιο τραπέζι ενός μπαρ. Κρατάει ένα τεράστιο σημειωματάριο και περιμένει. Κάθε μέρα, δέκα διαφορετικοί άνθρωποι τον επισκέπτονται, σε μη συγκεκριμένες ώρες, και κάθονται απέναντί του. Ο καθένας από αυτούς τους ανθρώπους του ζητάει και κάτι. Μία γυναίκα ζητάει να γίνει πιο όμορφη, ένας μεσήλικας θέλει να περάσει μια νύχτα με την αγαπημένη του πορνοστάρ, μια γηραιά κυρία θέλει να γιατρευτεί ο άντρας της από το Αλτσχάιμερ, ένας πατέρας θέλει να σωθεί η ζωή του παιδιού του, μια μοναχή θέλει να ξαναβρεί την πίστη της στο Θεό, ένας τυφλός επιθυμεί διακαώς να βρει ξανά το φως του…

«Μπορεί να γίνει», απαντά ο άνδρας. Γράφει στο σημειωματάριο του. Και μετά δίνει κατευθύνσεις. Για να γίνει εφικτή η επιθυμία του καθενός, θα πρέπει να κάνει κάτι που τον ξεπερνάει: να απαγάγει ένα παιδί, να πλακώσει στο ξύλο έναν άγνωστο, να βιάσει μια γυναίκα, να σκοτώσει συγκεκριμένο αριθμό ανθρώπων. Κτλ, κτλ. Έτσι υπογράφεται το συμβόλαιο. Έτσι μπορεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία. Είναι στο χέρι του κάθε αιτούντος να κάνει αυτό που του ζητάει ο ξένος, για να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί πιο πολύ. Μέχρι που είναι διατεθειμένοι να φτάσουν οι άνθρωποι λοιπόν για να πάρουν αυτό που θέλουν;

Έχουμε, λοιπόν, μπροστά μας ένα έργο τέχνης, που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον από κάθε πλευρά, εκτός από την… κινηματογραφική! Το σενάριο είναι υποδειγματικό. Ουσιαστικά, είναι μια άλλη ματιά πάνω στο μύθο του Φάουστ, που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο. Παραλλαγές στο ίδιο θέμα, θα μπορούσε να πει κάποιος κακοπροαίρετος, κι όμως, σε επίπεδο σεναρίου πάντα, ενδιαφέρεσαι για την έκβαση και των δέκα ιστοριών. Συν άλλης μίας: αυτής του μυστηριώδους ξένου με τη σερβιτόρα… Κάθε ιστορία έχει το δικό της σημείο βρασμού, τη δική της πορεία, τη δική της δυναμική. Σε κάθε ιστορία δοκιμάζεται ένα από τα πιο βασανιστικά και ουσιώδη ερωτήματα που ταλανίζουν τον κόσμο: οι άνθρωποι είμαστε κατά βάση καλοί ή κατά βάση κακοί; Το έργο τέχνης, που είναι η ταινία, δίνει τη δική της απάντηση.

Το αν η απάντηση αυτή συνάδει με την εικόνα που έχουμε, ζώντας στις σύγχρονες κοινωνίες, είναι κάτι που η ταινία έξυπνα μεταθέτει στον θεατή. Δεν κοιτάει – ευτυχώς – το ζήτημα χριστιανικά – και γενικότερα θρησκευτικά. Αν και ο μυστηριώδης ξένος (σημείωση: αν δεν έχετε διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο του Μαρκ Τουέιν, σπεύστε οπωσδήποτε: υπέροχο και ουσιαστικό ανάγνωσμα, πάντοτε επίκαιρο) φλερτάρει με το να είναι ο Διάβολος. Ή μήπως είναι ο Θεός; Και η σερβιτόρα; Θεά ή Σατανάς; Μικρή σημασία έχει και σε δεύτερο επίπεδο, αν θέλεις να πεις κάτι για να ξεφύγεις από τη σοβαρότητα των συζητήσεων, που σίγουρα ανοίγει η ταινία (κι αυτό είναι υπέρ της) τότε μπορείς να οδηγηθείς και σε αυτό το μονοπάτι.

Οι διάλογοι λοιπόν είναι σούπερ και σε κάθε μία από τις επιμέρους ιστορίες αναρωτιόμαστε για τις προτεραιότητες των ηρώων: είναι τόσο στρεβλές; Είμαστε ματαιόδοξοι; Είμαστε τόσο εγωιστές; Και στην τελική: είμαστε τόσο… ανήθικοι; Ωραία όλα αυτά, αλλά θα λειτουργούσαν μια χαρά ως τηλεοπτική σειρά, όπου σε κάθε επεισόδιο, θα πιάναμε μία ιστορία από την αρχή ως το τέλος και τα πράγματα θα ήταν (μάλλον…) συναρπαστικά!

Επίσης, ως λογοτεχνικό ανάγνωσμα, θα υπήρχε το απαραίτητο feedback από τον αναγνώστη, αλλά κι ως θεατρικό έργο, το όλο πράγμα θα λειτουργούσε εκατοντάδες φορές καλύτερα. Αλλά ως ταινία, δεν στέκει, όσο και να προσπαθεί ο σκηνοθέτης. Όλη η ταινία είναι γυρισμένη «κεκλεισμένων των θυρών». Και όσες γωνίες λήψης κι αν αλλάξει ο σκηνοθέτης, δεν μπορεί να αποφύγει την δυσάρεστη αίσθηση της επανάληψης. Σαν λούπα, σαν δίσκος που έχει κολλήσει στο ίδιο σημείο. Πολύ τολμηρό και ενδιαφέρον εγχείρημα ως ιδέα, δεν λειτουργεί όμως καθόλου μα καθόλου ως ταινία.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑