La Villa (The House by the Sea)

Σκηνοθεσία: Robert Guédiguian

Με τους: Ariane Ascaride, Jean-Pierre Darroussin, Gérard Meylan

Διάρκεια: 107′

Αυτή είναι η 20ή μεγάλου μήκους ταινία του Robert Guédiguian. Ο γεννημένος στη Μασσαλία σκηνοθέτης είναι αρμενικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του και γερμανικής καταγωγής από την πλευρά της μητέρας του. Έχει γυρίσει την πλειοψηφία των ταινιών του στην περιοχή της Μασσαλίας, σε μεγάλο ποσοστό των οποίων πρωταγωνιστούν οι ίδιοι τρεις ηθοποιοί: Ariane Ascaride (που είναι και η σύζυγός του), Jean-Pierre Darroussin και Gérard Meylan. Αν δεν κάνω λάθος, η πρώτη του ταινία που βρήκε τον δρόμο για τις ελληνικές αίθουσες ήταν το εξαιρετικό Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο (Les neiges du Kilimandjaro, 2011). Οι επόμενες ταινίες του ήταν Ο μίτος της Αριάν (Au fil d’Ariane, 2014) και Η ιστορία ενός τρελού (Une histoire de fou, 2015), που στη χώρα μας βγήκε κατευθείαν σε dvd.

 Σε μια μικρή ακτή, κοντά στη Μασσαλία, βρίσκεται ένα σπίτι που ανήκει σε έναν ηλικιωμένο άντρα, τον Μορίς, ο οποίος θα χτυπηθεί από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που θα τον αφήσει επί της ουσίας φυτό. Τα τρία παιδιά του θα πρέπει να διευθετήσουν το ζήτημα της κληρονομιάς και κυρίως το τι θα γίνει με το πατρικό σπίτι, και συναντιούνται για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Είναι η Ανζέλ, μια ηθοποιός που ζει στο Παρίσι εδώ και 20 χρόνια, έχοντας ορκιστεί να μην επιστρέψει ποτέ στη γενέτειρά της, από τότε που ένα τραγικό γεγονός την σημάδεψε ανεξίτηλα.

Είναι ο Ζοζέφ, που απολύθηκε σκαιώς, μετά από χρόνια σε μια υψηλόμισθη εργασία, και είναι στα χωρίσματα με μια γυναίκα που έχει τα μισά του χρόνια. Κι είναι κι ο Αρμάν, ο μόνος από τα τρία αδέλφια που έμεινε στη γενέτειρά τους, φροντίζοντας τον πατέρα τους και λειτουργώνας το μικρό οικογενειακό εστιατόριο. Τα τρία αποξενωμένα αδέλφια θα μοιραστούν συναισθήματα, αναμνήσεις ενοχές και μυστικά, και θα αναμετρηθούν με όσα έχουν κληρονομήσει από τα ιδανικά του πατέρα τους. Μέχρι που ένα απρόσμενο γεγονός θα τους κάνει να αναθεωρήσουν τα πάντα.

Δεν μπορώ να κρατήσω κακία στον Guédiguian. Ακόμα κι όταν κάνει μαζεμένα λάθη σε μια ταινία, όπως τούτη, που φτιάχτηκε με όλες τις καλές προθέσεις. Είχε τον Βυσσινόκηπο στο μυαλό του ο συμπαθής δημιουργός, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει. Κι ας έχει η ταινία (και ο δημιουργός της) την καρδιά στο σωστό σημείο και το κάδρο στο ύψος των ανθρώπων.

Βρισκόμαστε σε ένα όμορφο παραθαλάσσιο χωριό, το οποίο δεν γραφικό με την κακή έννοια του όρου, τα τρένα πάνω από την γέφυρα πηγαίνουν και έρχονται, όπως οι αναμνήσεις, λέγονται ατάκες που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, υπάρχει ίντριγκα. Κάπου στο ημίωρο, όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Η ταχύτητα πέφτει, ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας απ’ όλους, ο πικρόχολος Ζοζέφ, αρχίζει και επαναλαμβάνεται. Ο λόγος για τον οποίο η Ανζέλ έχει ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της κινηματογραφείται άθλια, ιδίως από τη στιγμή που, υποτίθεται, κανείς δεν είδε πώς εξελίχθηκε το τραγικό γεγονός.

Ενδιαφέρον στοιχείο είναι άλλο: το γεγονός ότι ο Guédiguian, έστω και άτσαλα, θαρρείς και κάνει ένα best of των ταινιών του. Καθόλου τυχαία και εντελώς ταιριαστά, βάζει μια σκηνή από την ταινία του Ki lo sa? Του 1986, με τους τρεις πρωταγωνιστές της σημερινής του ταινίας, εντελώς νέους τότε, να πηγαίνουν για μπάνιο, στην ίδια περιοχή, υπό τους ήχους του I Want You του Bob Dylan! Τα τρία αδέλφια, σε κρίσιμη ηλικία στη ζωή τους, καλούνται να αφήσουν πίσω το παρελθόν και όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό, να κάνουν μια νέα αρχή, με το βλέμμα σταθερά στο μέλλον.

Το τελικό εύρημα της ταινίας με τα είναι μεν εύστοχο, αλλά έρχεται πολύ αργά στην εξέλιξη των δρωμένων της ιστορίας. Κι ενώ έχει όλες τις σωστές αναγνώσεις, παραπομπές και προβολές, μοιάζει λίγο μηχανιστικό και εκβιαστικό. Σαν να αποφάσισε την τελευταία στιγμή ο σκηνοθέτης πως η δραματουργία δεν ήταν αρκετή, οπότε χρειαζόταν το κάτι παραπάνω, το οποίο όμως μοιάζει να έρχεται από άλλη ταινία.

Ας είναι, το είπαμε και στην αρχή. Δεν μπορούμε να κρατάμε κακία σε έναν δημιουργό με τόσο ανθρωποκεντρικό βλέμμα όσο ο Guédiguian. Και οι φωνές και οι αντίλαλοι κάτω από τη γέφυρα θα κρατήσουν ζωντανό το καταδικασμένο σε μαρασμό χωριό. Απλώς, θα έρχονται από άλλους ανθρώπους. Νέους. Με θέληση για ζωής. Κι ας έρχονται από τόπους μακρινούς…

  • Αναδημοσίευση από MoviesLtd




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑