What's On Cinema Paradiso

13 Αυγούστου 2018 |

0

Cinema Paradiso

Σκηνοθεσία: Τζουζέπε Τορνατόρε

Παίζουν: Φιλίπ Νουαρέ, Σαλβατόρε Κάσο, Μάρκο Λεονάρντι, Ζακ Περάν

Διάρκεια: 155’

Η παιδικότητα τελειώνει με κρότο και λυπητερό πάταγο ακριβώς τη στιγμή που εμφανίζεται το πρώτο σκίρτημα της νοσταλγίας. Η νοσταλγία, αυτό το βαρύ κι ασήκωτο φορτίο μιας αιωνίως ανικανοποίητης λαχτάρας για επιστροφή, για παλιννόστηση, είναι μια έννοια πέρα για πέρα ενήλικη, ανεξάρτητα από τα ηλικιακά κριτήρια. Είναι η πρώτη και οδυνηρή νύξη του θανάτου. Είναι η στιγμή κατεδάφισης της φωτεινής προσμονής του μέλλοντος. Το οριακό εκείνο σημείο, η διαχωριστική γραμμή που αλλάζει τη φορά που βλέπεις τα πράγματα.

Πλέον, γνωρίζεις ότι ο χρόνος γλιστρά σαν άμμος μέσα από τα χέρια, ότι περνά δίχως λύπηση καμιά. Πλέον, έχεις μπλεχτεί στην παγίδα που έχουν στήσει οι θύμησες και οι μνήμες. Αναπλάθεις τον χρόνο που έχει οριστικά χαθεί, τον ξαναζείς με μια ένταση σχεδόν χειροπιαστή, μόνο και μόνο για να τον χάνεις ξανά και ξανά, να τον βλέπεις να εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια του μυαλού σου. Η νοσταλγία ενδέχεται να σε επισκεφτεί ακόμη και στην παιδική ηλικία, ως μια πρώτη αδιόρατη συναίσθηση μιας πολύ στενάχωρης διαπίστωσης.

Το Σινεμά ο Παράδεισος ξεκινά -διόλου τυχαία- με μια αναγγελία θανάτου, με την πιο έντονη, δηλαδή, υπενθύμιση της θνητότητας και της περασμένης ζωής που μπορεί να υπάρξει. Κι ακριβώς στο προηγούμενο ενσταντανέ, έχουμε αντιληφθεί ότι ο κεντρικός μας ήρωας, παρά τη δημοφιλία και τα λούσα που απολαμβάνει, βασανίζεται από ένα δυσεπίλυτο αίσθημα κενότητας. Κι αυτό το τηλεφώνημα που θα ανακοινώσει τα πένθιμα νέα είναι το έναυσμα για μια επανεκτίμηση. Για μια περιδίνηση στη φιλόξενη αγκαλιά ενός κόσμου που δεν υπάρχει πλέον, που ίσως λειτουργήσει ως παυσίπονο για το ζόρικο και επιτακτικό «τώρα».

Η ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε περιβάλλεται, από την πρώτη κιόλας στιγμή της κυκλοφορίας της, και πέρα από το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας που κατέκτησε ή την τεράστια εισπρακτική της επιτυχία, με την αίγλη που διαθέτουν οι μεγάλοι αποχαιρετισμοί. Διότι αιχμαλωτίζει εκείνη τη στιγμή των χαμηλόφωνων -κι όχι των ηρωικών- «αντίο», που ξεστομίζονται όχι βροντόφωνα, αλλά στα μουλωχτά. Όταν κουκουλώνεσαι στο καβούκι σου, κάπου απόμερα και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, και γνέφεις με συγκίνηση σε μια παλιά εκδοχή του εαυτού σου.

Δεν γνωρίζω αν όντως η ζωή περνά μπροστά από τα μάτια σου σαν φιλμ, τη στιγμή που ψυχορραγείς, υποθέτω πως πρόκειται για ένα ακόμη ψέμα για το οποίο μας έχει πείσει η πλανεύτρα Τέχνη, σίγουρα όμως, μέχρι να πεθάνουμε, ξετυλίγουμε μπόλικες φορές το κουβάρι της ζωής μας, σαν να επρόκειτο για ταινία. Και πολλές φορές, προσπαθούμε να ξορκίσουμε το κακό σενάριο, να αλλάξουμε την ερμηνεία μας σε κρίσιμες σκηνές, πασχίζουμε να θυμηθούμε τους κομπάρσους που έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο, παλεύουμε να ξεχάσουμε τους πρωταγωνιστές που δεν εκτιμούμε πια, αναρωτιόμαστε ποιες ήταν οι εικόνες που έμειναν εκτός κάδρου, οι σκηνές που κόπηκαν στο final cut της μνήμης.

Το Σινεμά ο Παράδεισος βασίζεται σε μία αληθινά απλοϊκή ιστορία, παρεκτρέπεται σε ορισμένα ξεσπάσματα βαριάς μελαγχολίας, ποντάρει και πατά σε ευκολίες που βγάζουν μάτι. Διαθέτει, όμως, μια ατόφια κι αβίαστη συναισθηματική ειλικρίνεια, που σε ωθεί να αντιμετωπίσεις το σινεμά, όπως ακριβώς ο πρωταγωνιστής του: απολύτως βιωματικά. Να αφουγκραστείς τη σαρωτική του δύναμη, να το αντιληφθείς ως κινητήριο δύναμη που θέτει σε κίνηση όλους τους μικρότερους και πιο μεγάλους ομόκεντρους κύκλους της ζωής σου. Τα αισθήματα που νόμιζες ότι θα κρατήσουν για πάντα, τις απογοητεύσεις που πίστευες ότι δεν θα γιατρευτούν ποτέ, τα όνειρα που κάποτε άφηνες να ξεχυθούν μπροστά σου και τώρα έχεις κλειδώσει στο πατάρι της μνήμης.

Και συγχρόνως, λειτουργεί ως συγκινητικός φόρος τιμής σε μια αλλοτινή εποχή, σε μια τέχνη που γνώρισε μέρες δόξας ως γνήσιο λαϊκό θέαμα, ως συγκολλητική ουσία μιας μικρής κοινωνίας, ως τόπος φυγής και ονειροπόλησης για καρδιές που ταξίδευαν πολύ πιο μακριά από τα ριζωμένα σώματα. Με σημείο κορύφωσης ένα μεγαλοπρεπές φινάλε, που ακόμη κι αν πιέζει λίγο αθέμιτα τους δακρυγόνους αδένες σου, του το συγχωρείς αυτόματα. Γιατί καταφέρνει να κλείνει σε μια χούφτα στιγμές και σε μια αρμαθιά από φιλιά την ανάγκη του να μην φοβάσαι να θυμάσαι και να μην διστάζεις να προσπερνάς χωρίς να λησμονείς.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑