What's On Το θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών

23 Νοεμβρίου 2019 |

0

Το θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών

Σκηνοθεσία: Σύλλας Τζουμέρκας

Παίζουν: Αγγελική Παπούλια, Γιούλα Μπούνταλη, Χρήστος Πασσαλής, Λαέρτης Μαλκότσης

Διάρκεια: 121’

H Θάλασσα των Σαργασσών έχει υπάρξει ανέκαθεν συνώνυμη του μυστηρίου, του φόβου, του ανεξήγητου. Μια επιμήκης περιοχή, σχεδόν μια εμβόλιμη θάλασσα καταμεσής του Ατλαντικού Ωκεανού, η οποία αποτελούσε φόβητρο των ναυτικών εξαιτίας της παρατεταμένης νηνεμίας και της υψηλότατης συγκέντρωσης φυκιών που παρατηρούνται στα νερά της. Διόλου τυχαία θα έλεγε κανείς, οι Βερμούδες και το διαβολικό τους Τρίγωνο βρίσκονται στα δυτικά όρια της Θάλασσας των Σαργασσών, η οποία είναι γνωστή και για έναν ακόμη λόγο.

Είναι η τρόπον τινά Μέκκα/Εδέμ των ευρωπαϊκών χελιών (που ζουν σε γλυκά ύδατα), τα οποία πραγματοποιούν ένα αδιανόητα μακρινό ταξίδι με προορισμό τη Θάλασσα των Σαργασσών, την οποία έχουν επιλέξει ως αποκλειστικό τόπο αναπαραγωγής. Μέχρι και στις μέρες μας, η συστηματική μελέτη αυτής της οδύσσειας των ευρωπαϊκών χελιών δεν έχει δώσει ακόμη κατατοπιστικές απαντήσεις για αυτό το παράδοξο φαινόμενο. Η Θάλασσα των Σαργασσών, πέρα από θάνατο και ανατριχίλα, κρύβει μέσα της και το θαύμα της ζωής: την αδήριτη ανάγκη για φυγή, επιβίωση και διαιώνιση.

Ακριβώς ένα τέτοιο θαύμα ελευθερίας και καλπασμού προς τη ζωή αναζητούν και οι δύο βασικές γυναικείες ηρωίδες της τρίτης ταινίας του Σύλλα Τζουμέρκα, η οποία δεν ξεμακραίνει ιδιαίτερα από το μονοπάτι των δύο προηγούμενων (Χώρας προέλευσης [2010], Έκρηξη [2014): υπερπληθώρα (ή και υπερσυσσώρευση, θα έλεγε κανείς) από ενδιαφέρουσες ιδέες, σαγηνευτική εικονογραφία, υπερχείλιση οργής που διοχετεύεται σε ένα ατελείωτο ντεμαράζ από πνιγηρές συγκρούσεις, σφήνες αλληγορικής διάθεσης, πολυμετωπική, βροντόφωνη και στομφώδη κριτική σε όλα τα ελληνικά κακώς κείμενα.

Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών έχει ως αφετηρία μια εντυπωσιακή σε εκτέλεση σεκάνς αστυνομικής εφόδου της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, που δυστυχώς σύντομα διολισθαίνει προς μια δύσκολα διαχειρίσιμη αμηχανία: ο σακατεμένος από το ξύλο αρχηγός της σπείρας σχεδόν ψέλνει έναν θρησκευτικό χρησμό, ο οποίος θα δώσει ευθύς εξαρχής τον τόνο για τα μελλούμενα.

Παράλληλα, συστηνόμαστε -κάπως βιαστικά και αδέξια είναι η αλήθεια- με τη βασική μας πρωταγωνίστρια (Αγγελική Παπούλια): μια bitchy ανακρίτρια, η οποία θα μετατεθεί (φαινομενικά για λόγους ασφαλείας, ωστόσο υπάρχει μια διακριτή υπόνοια ενδο-υπηρεσιακού μαγειρέματος και δυσμενούς μετάθεσης) στο Μεσολόγγι, όπου θα αναλάβει της θέση του διοικητή της ντόπιας αστυνομίας. Χρονικό άλμα δέκα ετών και μεταφορά σε μια βαλτώδη και αδιέξοδη ατμόσφαιρα, στο στάσιμα νερά της ελληνικής επαρχίας.

Ο Τζουμέρκας, πιάνοντας υψηλότατες επιδόσεις στο ρεπεράζ και τη σκηνογραφία, αξιοποιεί στο έπακρο την (ανθρωπο)γεωγραφία του σκηνικού, βυθομετρά τη μοιρολατρία και την αιώνια καταδίκη των ηρώων του. Τα ελώδη νερά της λιμνοθάλασσας. Τα σιωπηλά πλάνα από το εργοστάσιο ιχθυοκαλλιέργειας. Οι ξέρες, τα αγριόχορτα, οι ξύλινες γέφυρες και τα πλωτά παραπήγματα, τα εποπτικά κάδρα όπου ο ορίζοντας του ουρανού και του νερού θαρρείς ενώνονται, καταπλακώνοντας τους δύσμοιρους ανθρώπους.

Ακόμη ακόμη, ένα περιπαικτικό σχόλιο για το σύνηθες ελληνικό φαινόμενο όπου μια καθαγιασμένη ιστορική κληρονομιά (Έξοδος του Μεσολογγίου) καταλήγει αιώνιο ως συγχωροχάρτι για τη σύγχρονη κατάντια. Όλα τα παραπάνω λειτουργούν ως οικοδομικά υλικά για μια σχεδόν κανιβαλιστική απεικόνιση του δύσοσμου και κακοφορμισμένου ελληνικού μικροαστισμού. Παράλληλα, οι παρενθετικές σκηνές χριστιανικών παραβολών, παρότι ξενίζουν αρχικά, κατορθώνουν εντέλει να αφήσουν ένα αδιόρατο στίγμα που (προσπαθεί να) απαλύνει τη μωρία και τη μοχθηρία, σπάζοντας τον ατέρμονο κύκλο της αμαρτίας.

Δυστυχώς, όμως, το εντυπωσιακό εξωτερικό περίβλημα δεν διασταυρώνεται με ένα στέρεο εσωτερικό τέμπο, καθώς ο παλμός της ταινίας βρίσκεται μονίμως (και αχρείαστα) στα κόκκινα, σε ένα ατελείωτο καθεστώς ταχυκαρδίας. Η καταγγελτική ρητορική κινείται σε υπερβολικά υψηλές οκτάβες, με αποκορύφωμα την ξεκούρδιστη από κάθε άποψη σκηνή του δείπνου των ντόπιων πατρικίων, ενώ η δραματουργία βρίθει από ακανόνιστες κορυφώσεις (σκηνή στο σκυλάδικο, σκηνή του πυροβολισμού), αδύναμες υποπλοκές (μουγκός αδερφός του ανακριτή και γιος της αστυνόμου), καθώς και υπεραπλουστευτικούς και σχηματοποιημένους χαρακτήρες (σχεδόν όλοι οι βασικοί ρόλοι). Παράλληλα, το μυστήριο που κινεί τα νήματα δεν αποκτά ποτέ στιβαρή και αυθύπαρκτη υπόσταση, ενώ η κατάχρηση στην καλλιέργεια ενός κλίματος αδιόρατης απειλής σαμποτάρει το όποιο κλίμα υποβολής και μυσταγωγίας. Σαν ένα χέλι που εντέλει κόλλησε στα θολά νερά και δεν βρήκε ποτέ τον δρόμο για τη μεγάλη ανοιχτωσιά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑