Η ανάγνωση των συζητήσεων που απλώνονται στα σχόλια των διάφορων διαδικτυακών δημοσιεύσεων μπορεί να καταλήξει στο βαθμό της διαστροφικής εμμονής. Δηλαδή, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογικό το να κάνεις scroll down με ανυπομονησία προκειμένου να συναντήσεις την απάντηση του χρήστη Gothbuster11 στην μπηχτή που άφησε ο χρήστης DeadCanWalk. Κι όμως υποκύπτω κάθε φορά σ’ αυτή την παρόρμηση για χάσιμο χρόνου με την ίδια ευκολία που πετάγομαι να κοιτάξω απ το ματάκι της πόρτας κάθε φορά που ακούω καυγά στο διάδρομο.
Με αφορμή λοιπόν την πρόσφατη ανακοίνωση της συμμετοχής του Γιώργου Λάνθιμου στο Διαγωνιστικό Τμήμα του επερχόμενου Φεστιβάλ των Καννών, αναζωπυρώθηκαν εκ νέου οι διαδικτυακές κονταρομαχίες γύρω από την αξία του Έλληνα σκηνοθέτη, καθηλώνοντας με μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου. Η συζήτηση μπορεί να χαρακτηριστεί οριακά εποικοδομητική όταν αυτή περιστρέφεται γύρω από την τεχνική και το θεματολογικό μοτίβο του Λάνθιμου. Ωστόσο, είναι ζήτημα χρόνου κάποιος εξυπνάκιας να επικαλεστεί τα βίντεο κλιπ της Βανδή για να ξεφύγει η κουβέντα κι εγώ να φορέσω ένα σαρδόνιο χαμόγελο ευχαρίστησης.
Εκεί ακριβώς θα ξεκινήσει η ατέρμονη κουβέντα που εννοείται ότι δεν πρόκειται να καταλήξει πουθενά. Κεντρικό της θέμα το κατά πόσο ο εκάστοτε καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να καταπιάνεται με αντικείμενα που το κοινό του θεωρεί ξεφτίλα. Δικαιούται λοιπόν ο Λάνθιμος, που σκηνοθέτησε το «Θέλεις ή δε θέλεις» του Σάκη Ρουβά (λες και ο άνθρωπος σκηνοθέτησε τον «Θρίαμβο της Θέλησης»), να συγκαταλέγεται στην αφρόκρεμα των auteurs; Βεβαίως, δεν θα λύσουμε εδώ αυτό το ζήτημα, παρά μόνο θα θυμηθούμε κάποιους σκηνοθέτες που ξεκίνησαν την καριέρα τους από το χώρο του μουσικού βίντεο κλιπ.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Ντέιβιντ Φίντσερ. Ο δημιουργός του υπέροχου “Gone Girl”, πριν ακόμη καταπιαστεί με το “Seven” και το “Fight Club”, έχτιζε τη φήμη του διαπρέποντας ως σκηνοθέτης μουσικών βίντεο κλιπ και μάλιστα κατά την πολύ ευαίσθητη περίοδο των eighties, με την όποια στιλιστική αμαρτία αυτό συνεπάγεται. Ο Φίντσερ συνεργάστηκε με ουκ ολίγες μουσικές περσόνες της ποπ όπως η Μαντόνα, o Μάικλ Τζάκσον, o Μπίλι Άιντολ, o Στινγκ, ενώ σίγουρα πρέπει να του απευθύνουμε τα εύσημα για το αλησμόνητο βίντεο κλιπ του “Freedom”, με τον Τζορτζ Μάικλ να βρίσκει ιδανική παρέα στην dream team των top models της εποχής.
Ο Μισέλ Γκοντρί είναι ένας δεξιοτέχνης εικονοκλάστης, που ξεκίνησε την καριέρα του γυρίζοντας τα βίντεο της γαλλικής μπάντας στην οποία συμμετείχε, μέχρι να τον ανακαλύψει η Μπιορκ και να τον καλέσει στην υπηρεσία της. Στη συνέχεια, ο δημιουργός της «Αιώνιας Λιακάδας ενός καθαρού μυαλού» είχε την ευκαιρία να πειραματιστεί με διάφορα κινηματογραφικά δακτυλουργικά τρικ μέσω των βίντεο κλιπ για ένα ευρύ πελατολόγιο, από τους Chemical Brothers και το αριστοτεχνικό “Star Guitar” μέχρι την Κάιλι Μινόγκ και το “Come into my world”, το οποίο είναι ένα είδος οπτικής λούπας, πριν μεταπηδήσει στο χώρο του κινηματογράφου. Εκεί, η αλήθεια είναι ότι μάλλον τα καταφέρνει καλύτερα όταν αναλαμβάνει να οπτικοποιήσει αυτά που οραματίζονται δαιδαλώδεις εγκέφαλοι τύπου Τσάρλι
Κάουφμαν.
Την ίδια περίοδο με τον Γκοντρί, ξεκίνησε την καριέρα του κι ένας άλλος βιρτουόζος των βίντεο κλιπ, ο Σπάικ Τζόνζι, ο οποίος αρχικά είχε μάθει να χειρίζεται την κάμερα για να αποτυπώνει σε βίντεο τα κόλπα των σκεϊτάδων και bmx-άδων φίλων του. Ο Τζόνζι, o οποίος κάνει μια αξιοπρεπή πορεία ως σκηνοθέτης ταινιών μεγάλου μήκους, όπως μας απέδειξε τόσο με το «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» όσο και με το πρόσφατο και πολύ όμορφο “Her”, είχε ήδη καθιερωθεί ως ένας από τους πιο ικανούς βιντεοκλιπάδες μέσα από τις δουλειές του για τους Tenacious D, Fatboy Slim, Μπιορκ, Notorious B.I.G. και πολλούς άλλους. Βέβαια, θα μπορούσε να είχε κρεμάσει τα παπούτσια του ως δημιουργός τη στιγμή που ολοκλήρωσε το φρενήρες βίντεο κλιπ του “Sabotage” των Beastie Boys!
Προφανώς και δεν προσπαθώ να πείσω κανέναν για την αξία του Λάνθιμου, χρησιμοποιώντας την αντιπαραβολή του με τους παραπάνω σκηνοθέτες ως επιχείρημα. Και εννοείται ότι ο Λάνθιμος δεν χρειάζεται εμένα ή το χρήστη Gothbuster11 για υποστηρικτές. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα βίντεο κλιπ, σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να πιστεύουν οι φονταμενταλιστές της 7ης τέχνης, μπορούν κάλλιστα να λειτουργήσουν ως πεδίο ξεδιπλώματος του εκάστοτε σκηνοθετικού ταλέντου και δημιουργίας πραγματικών κομψοτεχνημάτων, άσχετα με το αν αυτά επενδύουν οπτικά τα κομμάτια του κάθε Σάκη Ρουβά.