Το ντεμπούτο του Ζαν Λυκ Γκοντάρ σκάει σαν βόμβα το 1959, αφήνοντας άπαντες τους κινηματογραφόφιλους Mε κομμένη την ανάσα. Μία νέα κινηματογραφική γλώσσα αρθρώνει τις πρώτες της λέξεις. Συμπρωταγωνίστρια του (πρώην μποξέρ) Ζαν Πολ Μπελμοντό ένα γλυκύτατο πρόσωπο που ξελόγιαζε τον φακό. Η Αμερικανίδα Τζιν Σίμπεργκ, από το ναδίρ, άγγιζε το ζενίθ. Δύο χρόνια πριν, εισέπραττε αποκαρδιωτικές κριτικές για την ερμηνεία της ως Ιωάννα της Λωραίνης στην ταινία Ζαν ντ’ Αρκ (Saint Joan) του Αυστριακού Ότο Πρέμινγκερ, που είχε διαφύγει στις ΗΠΑ μετά την επικράτηση του ναζισμού στη Γερμανία.
Ο φύσει ριψοκίνδυνος Πρέμινγκερ, θέλοντας να διατρανώσει την πίστη του στο πρόσωπό της, της δίνει ρόλο και την επόμενη χρονιά, στην ταινία του, Καλημέρα, θλίψη (Bonjour Tristesse), μεταφορά του διάσημου μυθιστορήματος της Φρανσουάζ Σαγκάν, με τους Γάλλους κριτικούς να την κατακρεουργούν ανελέητα για μία ακόμη φορά. Την περίοδο αυτή μεταξύ 1957-1959 αναπλάθει η πανέμορφη Τζιν στη συνέντευξη που έδωσε στις 2 Ιουλίου 1960, στην εκπομπή CinéPanorama, σε μία χρονική στιγμή απογείωσης της δημοφιλίας της. Οι ερωτήσεις της διάσημης δημοσιογράφου Φρανς Ρος (France Roche) στάζουν δηλητήριο και είναι φορτισμένες με δηκτικότατη ειρωνεία. Αμέσως μετά αυτή την τοξική συνέντευξη, ακολουθεί μία σπάνια συνέντευξη στο πλατό του Με κομμένη την ανάσα, σε αμερικάνικο τηλεοπτικό δίκτυο (το βίντεο παίζει κανονικά, μην πτοηθείτε από την αρχική ένδειξη).
Η Σίμπεργκ, πάντως, ποτέ δεν έδειξε να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό των κριτικών για την ηρωίδα που υποδύθηκε στο Με κομμένη την ανάσα, δηλώνοντας πως “έχω βρεθεί να κάνω καριέρα στη Γαλλία, ενσαρκώνοντας χαρακτήρες που, στην πραγματικότητα, δεν με ενδιαφέρουν και ιδιαίτερα”. Η Σίμπεργκ είχε λάβει την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα στη Γαλλία, λόγω της γνωριμίας, του ειδυλλίου και του γάμου της με τον Φρανσουά Μορέιγ, τον οποίο είχε γνωρίσει στη διάρκεια των γυρισμάτων του Καλημέρα, θλίψη.
Ο Μορέιγ τρία χρόνια αργότερα, το 1961, πραγματοποίησε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο (Love Play), με την Σίμπεργκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε αυτά τα τρία χρόνια έγγαμου βίου, όμως, οι σχέσεις του ζευγαριού είχαν αγγίξει πάτο, με τη Σίμπεργκ να περιγράφει ως εφιαλτική τη συνύπαρξη με τον Μορέιγ στο πλατό. Το 1964, η ταινία Backfire σηματοδότησε την επανένωση του διδύμου Σίμπεργκ – Μπελμοντό, ενώ την ίδια χρόνια, η ερμηνεία της στο παραγνωρισμένο διαμαντάκι Lilith, στο πλευρό του Γουόρεν Μπίτι, ώθησε τους κριτικούς να της πλέξουν το εγκώμιο.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, κι ενώ η καριέρα της έχει αρχίσει να παίρνει ήδη την κατιούσα, η Σίμπεργκ αναπτύσσει έντονη πολιτική και ακτιβιστική δράση, υποστηρίζοντας ανοιχτά τους Μαύρους Πάνθηρες, καθώς και οργανώσεις για τα δικαιώματα των αυτόχθονων Αμερικάνων, γεγονός που ενοχλεί αφάνταστα το FBI, το οποίο αποφασίζει να την διαβάλλει με τρόπο πρωτάκουστο και αναίσχυντο. Το FBI, λοιπόν, μέσω του περιοδικού Newsweek και της «κίτρινης» δημοσιογράφου Τζόυς Χάμπερ (Joyce Haber) άφησε εντέχνως να εννοηθεί πως το παιδί που κυοφορούσε η Τζιν εν έτει 1970 δεν ήταν του Γάλλου λογοτέχνη και τότε (δεύτερου, καθώς είχε χωρίσει από τον Μορέιγ) συζύγου της Ρομέν Γκαρί (βλέπε φώτο αμέσως μετά), αλλά του Ρέιμοντ Χιούιτ (Raymond Hewitt), ηγετικού στέλεχους των Μαύρων Πανθήρων.
Στις 23 Αυγούστου 1970, η Τζιν φέρνει στον κόσμο ένα κορίτσι ονόματι Νίνα, το οποίο πεθαίνει δύο μέρες αργότερα. Ο θρύλος αναφέρει ότι κηδεία έγινε σε γυάλινο φέρετρο, προκειμένου να λυθεί κάθε υπόνοια για την πατρότητα, αλλά αυτή η φήμη μάλλον δεν ευσταθεί. Παράλληλα, η Σίμπεργκ βρισκόταν υπό καθεστώς μόνιμης επιτήρησης, με παγιδευμένο τηλέφωνο και συνεχές stalking. Στις 30 Αυγούστου 1979, κι αφότου η καριέρα της έχει πάρει για τα καλά την κάτω βόλτα ελέω ψυχολογικών προβλήματων και πολλαπλών εθισμών, βρίσκεται νεκρή στο αμάξι της στο Παρίσι, εξαιτίας υπερβολικής δόσης βαρβιτουρικών. Μάλλον έμαθε εν τέλει από πρώτο χέρι τι θα πει “dégeulasse“… (τελική σκηνή του Με κομμένη την ανάσα).