Le Redoutable

Σκηνοθεσία: Michel Hazanavicius

Με τους: Louis Garrel, Stacy Martin, Bérénice Bejo

Διάρκεια: 108’

Ιδιαίτερη περίπτωση αυτός ο Michel Hazanavicius. Είναι πολλοί αυτοί που τον χαρακτηρίζουν «απάτη», μιας που ξεκίνησε από κωμωδίες χαμηλής στάθμης, γνώρισε έπειτα την αποθέωση με το The Artist (άλωση της Ακαδημίας με πέντε Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία κι εκείνο της Καλύτερης Ταινίας!), εισέπραξε ακολούθως μεγάλο ξεφωνητό για το The Search (2014), που δεν είδαμε ποτέ στην Ελλάδα, για να επιστρέψει σε φόρμα (;) με ένα παράδοξο και πάλι σχέδιο, με το οποίο συμμετείχε πέρσι στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών.

Αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Hazanavicius και η τέταρτη συνεχόμενη στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει η σύζυγός του Bérénice Bejo. Και στην επόμενή του, που ονομάζεται The Lost Prince, θα παίζει και πάλι η Bejo! Ο ίδιος ο Godard, ερωτηθείς για την ταινία, δήλωσε πως αποτελεί «μια εντελώς ηλίθια ιδέα» και οι δημιουργοί της ταινίας δεν έχασαν την ευκαιρία να τοποθετήσουν αυτή τη δήλωση στην αφίσα της, με μεγάλα γράμματα! Στη Γαλλία, πάντως, την ταινία είδαν πάνω από 100 χιλιάδες θεατές.

Παρίσι, 1967. Ο Jean-Luc Godard γυρίζει την ταινία Η Κινέζα, πλάι στη γυναίκα που αγαπά, την Anne Wiazemsky, μούσα του Robert Bresson στο υπέροχο Au hasard Balthazar, που γύρισε ένα χρόνο νωρίτερα. Οι δυο τους είναι ευτυχισμένοι, όμορφοι, ερωτευμένοι και καθόλου δεν τους ενοχλεί το γεγονός ότι εκείνη είναι 20 χρόνια μικρότερή του. Αλλά η υποδοχή της ταινίας, που δεν αρέσει σε κανέναν, ούτε στους… Κινέζους, κι ας είναι γυρισμένη από έναν ορκισμένο Μαοϊκό, πυροδοτώντας μια επεξεργασία αυτό-αναζήτησης για τον Godard, ο οποίος πλέον… αποκηρύσσει τον εαυτό του ως δημιουργό, αποκηρύσσει το έργο του και λέει πως το σινεμά έχει πεθάνει. Τα γεγονότα του Μάη του 1968 θα ενισχύσουν αυτή τη διαδικασία, και την κρίση που έχει ταρακουνήσει τον μεγάλο δημιουργό. Βαθιά ριζωμένες αντιπαραθέσεις και παρεξηγήσεις θα τον αλλάξουν αμετάκλητα. Νιώθει ολοένα και περισσότερο ενθουσιασμένος με το κίνημα των φοιτητών κι ολοένα και πιο απογοητευμένος με τον εαυτό του.

Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά: μια χαρά ταινία κάνει ο Hazanavicius. Πιάνει τον σκηνοθέτη – ταμπού του γαλλικού σινεμά και τον χρησιμοποιεί ως αφορμή για να μιλήσει και για το σινεμά. Επ’ ουδενί αυτό που βλέπουμε δεν είναι βιογραφία – \κι ας υπάρχουν πολλά βιογραφικά στοιχεία. Όχι, ο Hazanavicius αποδεικνύεται πιο έξυπνος από το να «εκμεταλλευτεί» το θέμα του σκανδαλοθηρικά. Όλη η ταινία, τη μεγάλη αντίθεση κάθε δημιουργού βγάζει στη φόρα. Την αντίθεση που τον οδηγεί να μην είναι ποτέ ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα της δουλειάς του αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να δουλεύει και θέλει να σπρώξει τα όριά του πιο πέρα.

Ιδίως όταν αυτός ο δημιουργός είναι στρατευμένος και θέλει να μιλήσει και για άλλα πράγματα πέρα από τα προφανή. Που βλέπει το σινεμά όχι ως μια διαδικασία μαζικής διασκέδασης αλλά ως έναν τρόπο να βρεθείς σε αρμονία με το σύμπαν, να μιλήσεις με την διαδικασία του κατεπείγοντος για αυτά που συμβαίνουν γύρω σου. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος που έχει με έναν συνομιλητή του ο κινηματογραφικός αυτός Godard. Εκείνος λέει πως πηγαίνει σινεμά για να ξεφύγει από τη μίζερη πραγματικότητα, αυτό δηλαδή που ο Spielberg ονομάζει escapism. Και του λέει ο Godard: γιατί να μην καταγράφει το σινεμά την πραγματικότητα; Γιατί να μην αναφέρεται σε πράγματα που καίνε; Είναι βιωματική τέχνη και οφείλει ηθικά και πολιτικά να το πράττει.


Όλα αυτά ο Hazanavicius τα περνάει με τη φόρμα της κωμωδίας. Μπορεί να μην ξέρει να σκηνοθετεί σκηνές πλήθους (δεν είναι καλές οι σκηνές των διαδηλώσεων) ή να αφήνει ξεκρέμαστους κάποιους ηθοποιούς του (η Stacy Martin στο ρόλο της Anne απλώς μας δείχνει το όμορφο πρόσωπό της και το ακόμα πιο όμορφο σώμα της, παίρνοντας από καιρού εις καιρόν το ύφος του πληγωμένου κουταβιού, μιας που ο Godard δεν χάνει την ευκαιρία να την προσβάλλει ευκαιρίας δοθείσης για τον μπουρζουάδικο εαυτό της. Αλλά κερδίζει το στοίχημα. Με έξυπνο τρόπο χρησιμοποιεί κάποια από τα τρικ για τα οποία έγινε διάσημος ο Godard, ένας από τους μεγαλύτερους επαναστάτες του σινεμά.

Και να οι μεσότιτλοι, και να τα συνθήματα με τεράστια γράμματα που γίνονται μηνύματα μέσα στην ταινία, και να οι διάλογοι στους οποίους άλλα λένε οι ηθοποιοί και άλλα εννοούν, τα οποία (αυτά που εννοούν δηλαδή!) τα βλέπουμε στους επεξηγηματικούς υποτίτλους, και να το γύρισμα σε αρνητικό, και να η ειρωνεία του να λες πως δεν βλέπεις τη χρησιμότητα του να γυρίζεις σκηνές με γυμνούς ηθοποιούς και ο διάλογος να γίνεται με τους δύο ηθοποιούς εντελώς γυμνούς! Το γκαγκ του σπασίματος των γυαλιών του Godard, ένα από τα σήματα κατατεθέντα της προσωπικής του εμφάνισης, βγάζει γέλιο και σταματάει εκεί που πρέπει (χωρίς τα γυαλιά ο Godard δεν βλέπει τίποτε), ο Louis Garrel συλλαμβάνει εύστοχα τον χαρακτηριστικό τρόπο του σκηνοθέτη, όλα καλά.

Και υπάρχει και μπόλικη κινηματογραφοφιλία. Ο Godard βλέπει με την Anne Το πάθος της Ζαν Ντ’ Αρκ του Dreyer σε ένα μικρό σινεμαδάκι, όπου βέβαια μαλώνουν. Βλέπουμε τη συνάντηση του Godard με τον Bertolucci και τον Ferreri. Βλέπουμε πόσο πολύ ζήλευε. Βλέπουμε τη δήλωσή του πως το μόνο που αξίζει από το σινεμά είναι μερικές ταινίες με τον Jerry Lewis και κάποιες των Marx Brothers! Και βλέπουμε και τα ιστορικά γεγονότα. Το πώς ο Godard πρωτοστάτησε στα γεγονότα του γαλλικού Μάη αλλά ένιωθε γέρος, άρα κατεστημένο, σε σύγκριση με τους παθιασμένους και ορμητικούς φοιτητές. Το πώς εξαιτίας του ιδίου και κάποιων συναδέλφων του δεν έγινε ποτέ το φεστιβάλ των Καννών το 1968 – με το εύλογο επιχείρημα πως όταν η χώρα βρίσκεται σε τέτοια μεγάλη αναταραχή δεν μπορεί να εξελίσσεται ένα καλλιτεχνικό γεγονός που έχει όμως χαρακτήρα κοσμικό και ρόλο θεσμού.

Και βλέπουμε και τον χαρακτήρα του Godard. Τον μισάνθρωπο. Τον είρωνα. Που δεν μπορούσε να διαχειριστεί τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι λάτρευαν τη δουλειά του και τους πρόσβαλε. Αστική ευγένεια εννοείται πως δεν την είχε καθόλου, μιας που ήταν… αστική! Που αγαπούσε βαθιά τη γυναίκα του αλλά την πρόσβαλε επίσης συνέχεια κατηγορώντας την για μικροαστή. Η ταινία βασίζεται στην αυτοβιογραφία της Anne Wiazemsky με τίτλο Un an après, γι’ αυτό και η Anne είναι ουσιαστικά η αφηγήτρια της ταινίας. Ναι, μια χαρά ταινία είναι, που σέβεται την Ιερή Αγελάδα του παγκόσμιου σινεμά, χωρίς να έχει κανένα πρόβλημα να την μυθοποιεί ακόμα περισσότερο, απομυθοποιώντας την!

*Αναδημοσίευση από MoviesLtd




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑