Southpaw

Σκηνοθεσία: Αντουάν Φουκουά

Παίζουν: Τζέικ Τζίλενχααλ, Φόρεστ Γουίτακερ, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς

Διάρκεια: 123’

Μεταφρασμένος τίτλος: “Ο αριστερόχειρας” 

Είναι μάλλον προφανές ότι κάθε ιστορία εξιλέωσης και ορθοπόδησης προϋποθέτει κάποιο είδος συντριβής και καταβύθισης. Μία ύβρις που επιφέρει την νέμεση, καθοδόν προς την τελική κάθαρση. Μια πτώση από μία κεκτημένη κορυφή που δρομολογεί μία ακόμη πιο ζόρικη ανάβαση. Όχι απαραίτητα προς κάποιο πάνθεον, αλλά σίγουρα προς ένα βάθρο αξιοπρέπειας. Αυτή περίπου την -χιλιοτραγουδισμένη ανά τους αιώνες στην τέχνη, αλλά πάντα περιεκτική- διαδρομή επιθυμεί να διαβεί και ο Αντουάν Φουκουά με τον Αριστερόχειρά του. Συνοδοιπόρος του, το ίσως πιο hot ερμηνευτικό stuff του σύγχρονου σινεμά, ο φανταστικός Τζέικ Τζίλενχααλ. Με ένα σώμα καλυμμένο από ατελείωτους μύες. Με ένα βλέμμα που μοιάζει προϊόν ατελείωτου ξυλοδαρμού. Με μία φωνή που αλλάζει συχνότητα και χροιά ανάλογα με τη θέση ισχύος που κατέχει. Και δυστυχώς, με ένα ρόλο βουτηγμένο σε ένα ντελιριακό μελόδραμα που ξεχειλίζει από παντού.

Διότι η συντριβή του κεντρικού ήρωα του Southpaw είναι τόσο ολική, τόσο αδιαπραγμάτευτη, τόσο άνευ όρων και ορίων, που υπονομεύει το έτερο σκέλος της ορθοπόδησης. Διότι το σενάριο της ταινίας δεν αρκείται σε μία απλή κατρακύλα, έστω και με τη λογική της χιονοστιβάδας. Αντιθέτως, ο βασικός χαρακτήρας περνά σχεδόν από τη μια στιγμή στην άλλη από το ζενίθ στο ναδίρ κι ενώ είναι πεσμένος με τα μούτρα στο βούρκο, τον χτυπάει και ένας κεραυνός από την μπόρα που μόλις ξέσπασε και μετά τον ποδοπατεί και ένα διερχόμενο άλογο. Επιπλέον, πέρα από τη βιασύνη, την προχειρότητα και τον εκβιαστικό τόνο στην απόδοση της εξορίας από τον πρότερο παράδεισο, η υπέρβαση των ορίων από τον έκπτωτο άγγελο είναι θολή και ασθενής. Σε βαθμό που ο υποτιθέμενος βαθύτερος αγώνας εναντίον των προσωπικών δαιμόνων να μοιάζει με ανέκδοτο. Σε όλα τα παραπάνω προσθέστε και ένα ασύλληπτο βομβαρδισμό από κάθε είδους κλισέ, όλα δοσμένα στην πιο κλασική και αρχετυπική τους μορφή, τόσο σεναριακά όσο και δραματουργικά. Από το παιδί του γκέτο που πιάνει την καλή ως τον περιθωριακό κόουτς που θα γίνει ο εξ ουρανού μέντορας και σωτήρας, όλα και όλοι δρουν και ξεδιπλώνονται μέσα από το textbook του τυπικού συγκινητικού δράματος.

Κι όπως είναι μάλλον αναμενόμενο, η όποια συγκίνηση πάει περίπατο, σε μία πλήρως λογική εξέλιξη όταν τα ντεσιμπέλ του μελοδράματος σπάζουν τύμπανα. Κάπως έτσι, βγαίνει και νοκ άουτ το βουνό από μύες του Τζίλενχααλ, ο οποίος ακολουθεί τη μοίρα κάθε ταλαντούχου ηθοποιού που εμπλέκεται σε μία νερόβραστη ταινία. Δεν βρίσκει ρυθμό και υπόσταση σε κανένα σημείο και με κανένα τρόπο. Αν αναρωτιέστε πάντως αν είναι όλα τόσο απαράδεκτα στην ταινία, η απάντηση είναι αρνητική για ένα και μόνο λόγο. Το Southpaw, αποσπασματικά και παρενθετικά, βρίσκει σφυγμό και ανασαίνει όταν τοποθετείται στο φυσικό του περιβάλλον: στο πυγμαχικό ρινγκ. Εκεί, σε μια διαδικασία αναλαμπής, ο Φουκουά θυμίζει τον παλιό καλό του εαυτό, αυτόν που είχαμε εκτιμήσει στο Training Day. Σκηνοθετεί με μανία και λύσσα, φτιάχνοντας ένα θέαμα που μοιάζει με πολεμικό χορό (τόσο στις σκηνές προπόνησης, όσο και στους αγώνες), με τις γροθιές να σκίζουν τον αέρα σαν σφαίρες. Και επιβεβαιώνει πως ο μόνος τρόπος να είχε σωθεί αυτή η ταινία, θα ήταν να είχε στοχεύσει σε κάτι λιγότερο μεγαλεπήβολο από ένα μοντέρνο Οργισμένο είδωλο. Σε κάτι πιο πρωτόλειο και συμπαγές. Φυσικά, αν θέλετε όντως να δείτε το μποξ να μετατρέπεται σε συμβολικό πεδίο ανόδου, παρακμής και λύτρωσης ενός ανθρώπου, τότε θα πρέπει να ξαναδείτε τη φανταστική ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε.

 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑