Reviews Smoke (1995)

20 Οκτωβρίου 2023 |

0

Smoke (1995)

Σκηνοθεσία: Γουέιν Γουάνγκ & Πολ Όστερ

Παίζουν: Χάρβεϊ Καϊτέλ, Γουίλιαμ Χερτ, Φόρεστ Γουίτακερ, Άσλεϊ Τζαντ, Στόκαρντ Τσάνινγκ 

Διάρκεια: 112′

«Λένε ότι πρέπει να ταξιδέψεις πολύ για να γνωρίσεις τον κόσμο. Εγώ λέω ότι αν διαλέξεις ένα σημείο και έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, θα δεις να περνά από μπροστά σου ό,τι υπάρχει εκεί έξω». Ή τουλάχιστον έτσι υποστηρίζει ο Όγκι Ρεν, ιδιοκτήτης ενός μικρού και παραδοσιακού καπνοπωλείου στο Μπρούκλιν, που εκτελεί χρέη εξομολογή και ψυχαναλυτή για μια ολόκληρη παρέα από καρυδότσουφλα της ζωής. Και φροντίζει να κάνει πράξη τα πιστεύω του εδώ και χρόνια, στήνοντας κάθε χάραμα τον τρίποδα στην ίδια ταπεινή γωνία της γειτονιάς για να φωτογραφίσει τους ανυποψίαστους περαστικούς. Ο Πολ, ένας χαροκαμένος και ανενεργός συγγραφέας, ο οποίος πασχίζει να βρει νόημα στη ζωή μετά τον θάνατο της γυναίκας του από μια αδέσποτη σφαίρα, αντιτείνει στον Όγκι πως όλες οι φωτογραφίες απεικονίζουν ακριβώς το ίδιο σκηνικό, χωρίς καμία παραλλαγή ή διαφορά. Ωστόσο, η συμπυκνωμένη σοφία του Όγκι θα μας δείξει για μία ακόμη φορά τον δρόμο.  

Όπως όλα τα μερακλίδικα πράγματα στη ζωή, έτσι και εδώ, πρέπει να αφιερώσεις χρόνο και διάθεση για να σου φανερωθούν οι θαμμένες ομορφιές, τα αθέατα νοήματα, οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν θα σκεφτόσουν ποτέ να θέσεις στον εαυτό σου. Διότι πολλές φορές, ακόμη και η τελευταία τρύπα του ζουρνά, καμωμένη από τα πιο ταπεινά και τετριμμένα υλικά, μπορεί να γίνει ο ομφαλός της γης, το πασπαρτού για όλες τις κλειδαριές. Άνθρωποι που περπατούν βιαστικά, αφηρημένα, αγχωμένα, ξέγνοιαστα, ασυντόνιστα, καμαρωτά. Άνθρωποι που παραμιλάνε, ρεμβάζουν, καταριούνται, συλλογίζονται, σκοντάφτουν, επιταχύνουν, καθυστερούν σκοπίμως, αλλάζουν ρότα, χαμογελάνε, δακρύζουν. Οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη και οι ίδιοι άνθρωποι κάνουν την ίδια διαδρομή, στο ίδιο σημείο, την ίδια ώρα. Κι όμως, όλα παραμένουν μοναδικά και κατά κυριολεξία ανεπανάληπτα. Όπως ακριβώς η ζωή, που μας δίνεται μία φορά, άπαξ, που έλεγε και ο Χρόνης Μίσσιος. Αρκεί, φυσικά, να πάρεις τον απαραίτητο χρόνο για να διακρίνεις τις ανεπαίσθητες λεπτομέρειες, εκεί που σχεδόν πάντα κρύβεται όλη η ουσία. 

Το Smoke (1995) των Γουέιν Γουάνγκ και Πολ Όστερ, που είχε ως πρώτη σπίθα έμπνευσης μια μικρή ιστορία που είχε δημοσιεύσει ο δεύτερος στους New York Times, χτίζει στα μουλωχτά τη γοητεία του, σαν διάλειμμα για τσιγάρο με αγαπημένα πρόσωπα. Αποσυμπίεση από τις σκοτούρες, άτυπη ανταμοιβή για τον κόπο και την κούραση, μέτρο και μέσο διαχείρισης του ρημαδιασμένου χρόνου που είναι την ίδια στιγμή ελάχιστος και ατελείωτος, ένα σύντομο ευχάριστο διάλειμμα από τη ροή της καθημερινότητας. Θυμίζοντας τις κορυφαίες στιγμές της γραφής του Όστερ, οι ήρωες του Smoke -φιγούρες ατελείς αλλά ποτέ ακρωτηριασμένες, που παρακολουθούν τα πάντα με μάτια γουρλωμένα, θαρρείς σαν πρόβα για τη στιγμή που θα αναγκαστούν να γνωριστούν με τον εαυτό τους και να βουτήξουν δειλά στη ζωή- μοιάζουν να απολαμβάνουν μια συνθήκη μόνιμης αποκλιμάκωσης ακριβώς τη στιγμή που τα πάντα βαδίζουν προς μια δραματική κορύφωση. Το Smoke χωρίζεται σε πέντε ευδιάκριτες αλλά μάλλον προσχηματικές ιστορίες, σε μια υποτυπώδη προσπάθεια να μπει ένας στοιχειώδης μπούσουλας στην εξ ορισμού αχαρτογράφητη ζωή. 

Σε μια ιστορία που αφηγείται ο Πολ, μαθαίνουμε για τη μέθοδο που σκαρφίστηκε ο εξερευνητής-ναυτικός Σερ Γουόλτερ Ράλεϊ προκειμένου να ζυγίσει τον καπνό που εκπνέουμε: αν από το αρχικό βάρος ενός τσιγάρου αφαιρέσουμε το βάρος της στάχτης αφότου το καπνίσουμε, τότε η διαφορά που προκύπτει δεν μπορεί παρά να είναι το βάρος του καπνού. Στην πραγματικότητα, αυτό που παλεύουν να μετρήσουν οι ήρωες του Smoke (θυμίζει λίγο τα 21 γραμμάρια της ψυχής στην ταινία του Ινιάριτου η όλη συλλογιστική) είναι αυτό που απομένει από τη ζωή όταν κάνεις την τελική σούμα. Κάπως έτσι, ακόμη και οι πιο οδυνηρές συντριβές και αναποδιές δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πράξη από τις πολλές σε ένα πελώριο τεφτέρι, όπου αθροίζονται και απαλείφονται οι πίκρες και οι χαρές, τα λάθη και τα πάθη, τα σφάλματα και τα μαθήματα, οι διαψεύσεις και οι δικαιώσεις. Κάπως έτσι, η συμφιλίωση με το παρελθόν, ο θησαυρός της φιλίας και η αποδοχή του πένθους γίνονται τα μόνα ανεπαρκή μας όπλα για να τα βγάλουμε πέρα με τα άγρια θηρία της ζωής.

Λίγο πριν τον φινάλε, καθώς ο Όγκι και ο Πολ αμπελοφιλοσοφούν και αστειεύονται, ξεπροβάλλει το τελικό επιμύθιο. Ολόκληρη η διαδρομή μας, όσα ζήσαμε κι όλα εκείνα που παραλείψαμε, δεν είναι παρά μια ιστορία που διηγούμαστε στον εαυτό μας και στους άλλους. Κι ό,τι αξίζει να διηγηθεί καταλήγει εξ ορισμού αληθινό (αρνούμενο, δηλαδή, να υποπέσει στη λήθη), χωρίς να δεσμεύεται ποτέ από τα γεγονότα και την πραγματικότητα. Όπως ακριβώς και η χριστουγεννιάτικη ιστορία του Όγκι, στους πιο όμορφους και συγκινητικούς τίτλους τέλους που έχουμε αντικρίσει ποτέ στο σινεμά, παρέα με την ιερή βραχνάδα του Τομ Γουέιτς. And it’s memories that I’m stealing / But you’re innocent when you dream. 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑