Reviews Rhapsody in August

9 Αυγούστου 2020 |

0

Rhapsody in August

Σκηνοθεσία: Ακίρα Κουροσάουα

Παίζουν: Σατσίκο Μουράσε, Χιντεντάκα Γιοσόκα, Ρίτσαρντ Γκιρ

Διάρκεια: 98′ 

Περίχωρα του Ναγκασάκι, 1990. Η Κάνε (η θρυλική Σατσίκο Μουράσε), μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχασε τον άντρα της στη ρίψη της δεύτερης ατομικής βόμβας, υποδέχεται και φιλοξενεί τα τέσσερα εγγόνια της για το καλοκαίρι. Ο γιος και η κόρη της Κάνε (αμφότεροι έχουν από δύο παιδιά) έχουν ταξιδέψει στη Χαβάη με σκοπό να γνωρίσουν τον ετοιμοθάνατο Σιζουτζίρο, τον χαμένο αδερφό της Κάνε, ο οποίος είχε φύγει από την Ιαπωνία σε πολύ μικρή ηλικία, πολύ πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Ο Σιζουτζίρο έφτιαξε περιουσία και οικογένεια ως μετανάστης στις ΗΠΑ, απέκτησε αμερικανική υπηκοότητα, καθώς και Αμερικανίδα σύζυγο, και έχει ως στερνή επιθυμία να προλάβει να αντικρίσει την αδερφή του προτού κλείσει τα μάτια. Η Κάνε, όμως, είναι διστακτική και γεμάτη αμφιβολίες. Ο χρόνος και οι πληγές του έχουν χαρακώσει τη μνήμη της, έχουν γεμίσει αυλακιές το μυαλό της. Έχοντας χάσει τόσα πολλά αδέρφια σε τόσο μικρή ηλικία, δεν είναι πλέον σίγουρη αν ο Σιζουτζίρο υπήρξε όντως αδερφός της ή της πλασάρει μια επινοημένη ιστορία.

Η Ραψωδία τον Αύγουστο (1991), η 29η και προτελευταία ταινία του Ακίρα Κουροσάουα (ακολούθησε το Madadayo, το 1993) ήταν η μόνη ταινία σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του κολοσσιαίου Ιάπωνα σκηνοθέτη στην οποία συμμετείχε ένας Αμερικάνος σταρ της εποχής (ο Ρίτσαρντ Γκιρ) και ίσως η πρώτη και η τελευταία ταινία του που αντιμετωπίστηκε με τόσο αρνητικά σχόλια από τη διεθνή κριτική. Ιδίως στις ΗΠΑ, το Rhapsody in August έγινε αντιληπτό ως μια αφελής και μονοκόμματη κριτική στη στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Ιαπωνία, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η αλήθεια είναι πως η ταινία εμφανίζει κενά αέρος, τόσο στο αρχικό εύρημα και στη χαρακτηρολογία όσο και σε ορισμένες στιγμές κορύφωσης που μοιάζουν κάπως αμήχανες ή αστήρικτες, εντούτοις κρύβει μέσα μικρούς θησαυρούς που θαρρείς ξεπροβάλλουν από το πουθενά. Οι δε κατηγορίες περί αφελούς αντι-αμερικανισμού μάλλον εμπίπτουν οι ίδιοι στο ατόπημα της αφέλειας, παραγνωρίζοντας ότι οι βιωματικές ουλές μιας τραγωδίας δεν είναι συντελεστές κάποιας στείρας εξίσωσης.

Ο βασικότερος άξονας που διατρέχει την ταινία είναι η σχέση ανάμεσα στα τέσσερα εγγόνια και την ηλικιωμένη γιαγιά τους, που εκκολάπτεται και ανθίζει αργά και σταθερά, κάτω από το αυγουστιάτικο ολόγιομο φεγγάρι και πλάι στα ποτάμια, τις πλαγιές και τα αετώματα μιας φύσης που κρύβει μέσα της μυστικά ολέθρου και ομορφιάς.

Αρχικά, η απόσταση μοιάζει αγεφύρωτη, καθώς τα τέσσερα εγγόνια δεν μπορούν να βρουν κοινό σημείο επαφής με μια γυναίκα που κουβαλά πάνω της και μέσα της τα χνάρια μιας καταστροφής που δεν τη χωρά ο ανθρώπινος νους. Οι λυπητερές ιστορίες που διηγείται, μπλεγμένες με λαϊκές δοξασίες και θρύλους της περιοχής, τρομάζουν και αποπροσανατολίζουν τα παιδιά, που απωθούνται από τις πρώτες και παραμένουν δύσπιστα απέναντι στις δεύτερες.

Καθώς κοντοζυγώνει η επέτειος της 9ης Αυγούστου, όπου συμπληρώνονται 45 χρόνια από τη ρίψη της δεύτερης ατομικής βόμβας (αλλά και από τον θάνατο του παππού τους), κι ενώ ο αντίλαλος από τους μακρινούς Αμερικάνους συγγενείς ακούγεται πλέον καθαρά (δεν είναι τυχαίο ότι τα παιδιά φοράνε μπλουζάκια από αμερικάνικα πανεπιστήμια), ένα ταξίδι ενηλικίωσης βρίσκεται προ των πυλών. Μόνο που η αφύπνιση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι αυστηρά ατομική, αλλά περιλαμβάνει την ψυχική εγγραφή σε ένα συλλογικό και ανεπούλωτο τραύμα, που ρίχνει βαριά τη σκιά του ακόμη και σε ανθρώπους που γεννήθηκαν 30 ή 35 χρόνια μετά τα αποτρόπαια γεγονότα.

Η επίσκεψη στο Ναγκασάκι, στο σημείο όπου βρήκε τον θάνατο ο παππούς των τεσσάρων παιδιών, σχεδόν βαλσαμώνει τη φρίκη και παγώνει τον χρόνο. Παράλληλα, τα τέσσερα παιδιά αγγίζουν βαθύτερα επίπεδα σύνδεσης με τον χώρο που τους περιβάλλει και τα μυστήρια που φωλιάζουν στα έγκατά του. Ξάφνου, δυο κορμοί δέντρων μοιάζουν με εραστές που αυτοκτόνησαν, η έκρηξη της βόμβας αποκτά μάτια διχαλωτά και απειλητικά, σαν να ήταν φίδι, πλάσματα του νερού αναλαμβάνουν τον ρόλο του φύλακα-αγγέλου που προστατεύει αθώα παιδιά. Το πατρογονικό σπίτι μετατρέπεται σταδιακά σε έναν τόπο πέρα από τα τείχη της πραγματικότητας, όπου μαθαίνει κανείς τα πάντα για τη ζωή και τον θάνατο.

Ο Κουροσάουα, λοιπόν, δημιουργεί μια σύγκλιση ανάμεσα στη γενιά της καταστροφής και στη νεότερη γενιά που επωμίζεται το καθήκον της γνώσης, του θάρρους, του πένθους που δεν εκτρέπεται στο μίσος, του επαναπροσδιορισμού των αξιών της ζωής. Αξίες τις οποίες δείχνει να έχει ξεφορτωθεί στον δρόμο, σαν αχρείαστα μπαγκάζια, η ενδιάμεση γενιά, αυτή που έχτισε το ιαπωνικό οικονομικό θαύμα. Ο γιος και η κόρη της Κάνε (και γονείς των τεσσάρων παιδιών) γοητεύονται και παρασύρονται από τα πλούτη του μακρινού συγγενούς και της αμερικανοθρεμμένης φαμίλιας του, τελώντας υπό ένα μόνιμο καθεστώς πνευματικού εξανδραποδισμού.

Κυριευμένοι από μικροπρεπείς διαθέσεις αρμέγματος, αποκρύπτουν το γεγονός ότι ο παππούς της οικογένειας ήταν ανάμεσα στα θύματα της βόμβας, υπό τον φόβο ότι μπορεί να στεναχωρήσουν ανεπανόρθωτα τους μελλοντικούς ευεργέτες, «οι οποίοι δεν θέλουν να ακούνε για τόσο στενάχωρα πράγματα». Η σύγκρουση και το χάσμα μεταξύ των δύο γενεών αποκρυσταλλώνεται σε μια πανέμορφη σκηνή, όπου τα παιδιά και η γιαγιά λούζονται από το φεγγαρόφως, ταξιδεύοντας σε κόσμους που πλάθουν το μυαλό και το πνεύμα, αφήνοντας την ενδιάμεση γενιά να χάσκει σιωπηλή και ντροπιασμένη, μπροστά στα αποφάγια ιδιοτελών συζητήσεων.

Φυσικά, η ειρωνεία του Κουροσάουα είναι κοφτερή και διττής κατεύθυνσης. Η αμερικάνικη πλευρά είναι τόσο αυτοαναφορικά παγιδευμένη σε μια αναγκαιότητα στρογγυλέματος και απώθησης της ενοχής, που δεν μπαίνει καν στον κόπο καν να υποθέσει το προφανές: ένας κάτοικος του Ναγκασάκι, που ζούσε την εποχή της ρίψης της βόμβας είναι μάλλον εξαιρετικά πιθανό να βρισκόταν ανάμεσα στις εκατόμβες των θυμάτων που προκάλεσε η έκρηξη.

Μόλις μαθεύεται η αλήθεια, μέσα από ένα τηλεγράφημα των παιδιών που προκαλεί την έκρηξη των γονέων, οι οποίοι φοβούνται πως θα χάσουν την κότα που κάνει τα χρυσά αυγά, ο γιος του Σιζουτζίρου ονόματι Κλαρκ (Ρίτσαρντ Γκιρ) καταφθάνει στην Ιαπωνία, ενσαρκώνοντας το φορτίο της αποδοχής του παρελθόντος και της κατάθεσης σεβασμού απέναντι στο κληροδότημα μιας ανείπωτης τραγωδίας. Ο Γκιρ, άπταιστος στην εκφορά, την προφορά και τον χρωματισμό της ιαπωνικής γλώσσας (μιλάει ελάχιστα αγγλικά στην ταινία) επωμίζεται έναν ρόλο εξαιρετικά δύσκολο ρόλο, καθώς η υποπλοκή της άφιξης του Κλαρκ στην Ιαπωνία πάσχει από ρυθμό, εμπνεύσεις και βαθύτερο παλμό.

Παρά τις όποιες αδυναμίες, όμως, ο Κουροσάουα έχει τον τρόπο να σκαρώσει από το πουθενά ανύποπτες και ανεπαίσθητες στιγμές δέους. Όπως στην επίσκεψη που δέχεται η Κάνε από μια παλιά φίλη, με την οποία μοιράζονται κοινά βιώματα θρήνου, απώλειας και φόβου. Οι δυο τους, αντικριστά η μία απέναντι από την άλλη σε τελετουργική διάταξη, συνομιλούν μέσα από τη σιωπή, κουβεντιάζουν και χαρίζουν παρηγοριά η μία στην άλλη μέσα από βλέμματα βουβά.

Όπως στην επίσκεψη των παιδιών στο σημείο όπου χάθηκε ο παππούς τους, όπου η κάμερα ξαφνικά αλλάζει προσανατολισμό φανερώνοντας ένα πεδίο γεμάτο από απουσία και σκόνη, λες και η καταστροφή μόλις επήλθε ή πρόκειται να ξανασυμβεί από στιγμή σε στιγμή. Όπως, φυσικά, στο γκραν φινάλε, όπου μια γυναίκα χαροκαμένη που υπέμεινε και επέμεινε, βαδίζει με παρρησία ξανά μπροστά στον όλεθρο, σαν κλαράκι που αντιστέκεται στον τυφώνα. Εξάλλου, 45 χρόνια πριν, είχε αντικρίσει κατάματα το σκοτάδι στην πιο αυθεντική του μορφή, τι θα μπορούσε πλέον να την τρομάξει…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑