Σκηνοθεσία: Τζόρτζ Κλούνι
Παίζουν: Τζόρτζ Κλούνι, Ματ Ντέιμον, Κέιτ Μπλάνσετ, Μπιλ Μάρεϊ, Τζον Γκούντμαν, Μπόμπ Μπάλαμπαν, Ζαν Ντιζαρντέν
Διάρκεια: 118’
Πέρα από την κάψα του Τζόρτζ του Κλούνι για τα μάρματά του Παρθενώνα, υπάρχει και το αμιγώς κινηματογραφικό σκέλος του «The Monuments Men». Η δράση της ταινίας, όπως ίσως θα γνωρίζετε, τοποθετείται στο φινάλε του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, με τους Ναζί να βρίσκονται προ του φάσματος της ήττας και να αφήνουν πίσω τους στάχτη και μπούρμπερη, καθώς υποχωρούν. Πέρα όμως από υποδομές και σημαντικά έγγραφα, ο γερμανικός στρατός καταστρέφει -ή έστω κρύβει- αμέτρητα πολύτιμα έργα τέχνης, ιδίως ζωγραφικής, τα οποία είχε υφαρπάξει στη διάρκεια του πολέμου. Ο απώτερος σκοπός ήταν η μεταφορά τους στη Γερμανία, όπου και θα κοσμούσαν το κολοσσιαίο μουσείο τέχνης που επιθυμούσε να φτιάξει ο Χίτλερ. Είναι δυνατόν λοιπόν, μέσα σε αυτό το απέραντο σφαγείο, όταν έχουν χαθεί αμέτρητες ζωές, να μας απασχολεί η διάσωση κάποιων έργων τέχνης; Κι όμως ναι είναι η απάντηση, διότι, όπως αναφέρεται και στην ταινία (το πώς αναφέρεται είναι άλλου παπά ευαγγέλιο…), τα έργα αυτά δεν είναι μόνο εκθέματα σε μουσεία. Η τέχνη και τα όσα αφήνει αυτή πίσω της είναι η ψυχή του πολιτισμού μας, η αόρατη καρδιά της ίδιας μας της ύπαρξης. Είναι μία διαχρονική στιγμή έκφρασης του βαθύτερου είναι μας.
Κάπως έτσι λοιπόν, συγκροτείται μία ομάδα επίλεκτων ανθρώπων της τέχνης, η οποία έχει ως αποστολή να βρει και να περισώσει όσο το δυνατόν περισσότερα «απαχθέντα» έργα τέχνης. Το «The Monuments Men» βασίζεται (ως ένα βαθμό τουλάχιστον) σε πραγματικά γεγονότα και ο Τζόρτζ Κλούνι υποδύεται την αληθινή περσόνα του καθηγητή Τζόρτζ Στάουτ (ασχέτως αν στην ταινία τον λένε Φράνκ). Τρίχες. Ο Κλούνι, τουλάχιστον σε αυτή την ταινία, θυμίζει τον πρόσφατο Τζόνι Ντεπ και στην ουσία υποδύεται τον εαυτό του ή τέλος πάντων την κυρίαρχη εικόνα του ως όμορφου και γοητευτικού ώριμου εργένη που πίνει Μαρτίνι και Νεσπρέσσο -τι άλλο εξάλλου; Σε μικρότερο βαθμό, το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους αστέρες του καστ μιας ταινίας, η οποία αποτυγχάνει τόσο στο «σοβαρό» της σκέλος όσο και στο πιο light. Ξεκινώντας από το σοβαρό κομμάτι, το οποίο καταλήγει απλώς σοβαροφανές, οι λόγοι που εκφωνεί ο Κλούνι, αρχικά για προωθήσει τον σκοπό της αποστολής και αργότερα για να κάνει τον απολογισμό της, είναι πέρα για πέρα αποκαρδιωτικοί. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι αδιανόητα επεξηγηματικοί, στη χειρότερη, υπέρμετρα μελοδραματικοί και δακρύβρεχτοι. Από εκεί και έπειτα, η εξέλιξη και περιγραφή των γεγονότων είναι επιγραμματική και ξύλινη, χωρίς την παραμικρή εσωτερική ή εξωτερική ένταση. Δεν βυθιζόμαστε εντός μιας επικίνδυνης αποστολής, δεν ταυτιζόμαστε ούτε με τους ήρωες ούτε με τον στόχο τους. Απλώς παρακολουθούμε πλήρως αποστασιοποιημένα διάφορους τύπους που με χαλαρή διάθεση και κουλ υφάκι μας υπενθυμίζουν συνεχώς πως αυτό που κάνουν αυτή τη στιγμή είναι πολύ σημαντικό…
Όσον αφορά δε το πιο ανάλαφρο κομμάτι της ταινίας, τα ανεκδοτολογικά της διαλείμματα είναι ελάχιστα αστεία και παρουσιάζονται σε μορφή κονσέρβας. Ο Κλούνι είχε εμφανώς κατά νου παλιές πολεμικές ταινίες κι ο ίδιος ανέφερε μάλιστα στη συνέντευξη τύπου ως πηγή επιρροής τη θρυλική ταινία «Τα κανόνια του Ναβαρόνε». Αφενός, το να προσπαθήσεις να κοπιάρεις αυτούσιο το ύφος μίας τέτοιου είδους παλιάς ταινίας καταλήγει αναπόφευκτα αναχρονιστικό. Αφετέρου, είναι μάλλον λυπηρό το πόσο υπολείπεται σε στιλ και class η ταινία του Κλούνι από αυτή του Τζέι Λι Τόμσον. Για να το θέσουμε πιο παραστατικά, η ταινία σχεδόν ενστικτωδώς θα σε κάνει να κοιτάξεις το ρολόι και να στείλεις μηνύματα μπας και περάσει η ρημάδα η ώρα. Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, τα πατριωτικά «αστειάκια» δίνουν και παίρνουν, εντείνοντας την απορία και την αμηχανία περί του τι ακριβώς ήθελε να δείξει ο Κλούνι. Διότι, πέρα από το προφανές, ότι δηλαδή το «Monuments Men» δεν αποτελεί δείγμα του λεγόμενου σκεπτόμενου Χόλιγουντ, το πλέον απογοητευτικό είναι πως δεν ανήκει καν στο αμιγώς διασκεδαστικό Χόλιγουντ. Είναι μία παντελώς αδιάφορη ταινία, με προκάτ μήνυμα και με διάφορους ταλαντούχους ηθοποιούς να περιφέρονται άβολα σε ρόλους κακογραμμένους, κακοφτιαγμένους και βαρετά σκηνοθετημένους.