Σκηνοθεσία: Τοντ Φιλντ
Παίζουν: Κέιτ Μπλάνσετ, Νίνα Χος, Νοεμί Μερλάν
Διάρκεια: 158′
Time is the thing. Time is the essential piece of interpretation. You cannot start without me; I start the clock.
Στο Tár κεντρική έννοια είναι ο χρόνος. Βέβαια, οι θεματικές που αγγίζει η ταινία είναι ποικίλες και αλληλένδετες, όπως η μορφή της εξουσίας, η ταυτότητα, οι έμφυλοι ρόλοι, τα φυλετικά και ταξικά προνόμια, η λειτουργία της (κλασικής) μουσικής ως παλαιικού δομικού συστήματος και ως μορφής τέχνης. Τα πάντα όμως λειτουργούν συναρτήσει του χρόνου˙αυτός ορίζει τις διαστάσεις τους, ακατανίκητος στην απάνθρωπη απολυτότητά του και θριαμβευτής έναντι κάθε προσπάθειας αναχαίτισης.
Η μαέστρος και συνθέτρια Λίντια Ταρ είναι πολυβραβευμένη ηγεμονική φιγούρα στον κόσμο της κλασικής μουσικής. Διαθέτει αποστομωτικό ταλέντο, πολύπλευρη κατάρτιση και μεγάλη παρασκηνιακή ισχύ. Έχοντας κατακτήσει απάτητες κορυφές στο ανδροκρατούμενο μουσικό της περιβάλλον, ετοιμάζεται να ηχογραφήσει αυτό που ελπίζει πως θα αποτελέσει το magnum opus της, μία δική της εκτέλεση της πέμπτης συμφωνίας του Μάλερ, με την κραταιά Φιλαρμονική του Βερολίνου, της οποίας ηγείται. Ενώ βρίσκεται στο καλλιτεχνικό και επαγγελματικό της ζενίθ, όμως, έρχεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες από τις σκιώδεις πρακτικές που μετήλθε για την ανέλιξή της και, κυρίως, από τις επαναλαμβανόμενες κακοποιητικές συμπεριφορές στις οποίες προέβη, εκμεταλλευόμενη τις θέσεις ισχύος που είχε κατά καιρούς.
Στην αρχή της ταινίας, όπως η προσωπικότητα της Λίντια σκιαγραφείται προσεκτικά και μεθοδικά από τον Φιλντ μέσα από αναφορές στο πρόσωπό της, δίνεται η αίσθηση ότι η επιτυχημένη μαέστρος σπανίως απασχολεί με την προσωπική της ζωή την κοινή γνώμη. Δραστηριοποιείται, άλλωστε, σε έναν χώρο όπου η σκανδαλοθηρία δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα. Είναι ομοφυλόφιλη, παντρεμένη με τη Σάρον (πρώτο βιολί στην ορχήστρα της), με την οποία έχει και μία κόρη. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο ιδιωτικός της βίος θα σημάνει τη διάλυση της δημόσιας εικόνας και εκείνη, μια σχεδόν ερμητική καλλιτέχνιδα που μιλάει μέσα από το σπουδαίο έργο της, θα επιχειρεί να σβήσει τις φωτιές που ξεσπούν η μία μετά την άλλη σε κοινή θέα.
Πρόκειται για μία κινηματογραφική πραγματεία περί εξουσίας. Για την Ταρ, η άνοδος (της οποίας δεν γινόμαστε μάρτυρες) και η πτώση (που θαρρείς κυοφορείται με εξαντλητική νωχελικότητα) έρχονται συνεπεία της ικανότητάς της ή της αδυναμίας της να ελέγχει τον χρόνο. Η συνεχής πρόοδός της στο καλλιτεχνικό στερέωμα βασίστηκε στην απαράμιλλη ικανότητα που διέθετε ως μαέστρος να ρυθμίζει τον χρονισμό κάθε ορχήστρας προκειμένου να την καθοδηγήσει προς την απόλυτη μουσική τελειότητα. Αντίστοιχα, η κατάρρευσή της έρχεται τη στιγμή που παύει να μπορεί να αντιληφθεί ότι οι καιροί άλλαξαν και να συμβαδίσει με μία νέα πραγματικότητα, αδυνατώντας να διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές της συλλογικής αντίληψης του χρόνου. Διόλου τυχαία είναι η αδυναμία της να κατακτήσει την προσοχή και τον θαυμασμό του νεότερου κοινού, που την οδηγεί σε εκρήξεις και απερισκεψίες˙ ο ιστορικός χρόνος προχωρά παρά τη θέληση και τις ενστάσεις που τυχόν υπάρχουν κι αυτή είναι μία σκληρή πραγματικότητα ακόμα και για όσους θεωρούν πλανημένα ότι ορίζουν τις τύχες του.
Σε μία χαρακτηριστική σεκάνς στην αρχή της ταινίας, η Ταρ ως διδάσκουσα στο Τζούλιαρντ επικρίνει ένα νεαρό φοιτητή για την απερίφραστη απαρέσκεια του προς τον Μπαχ, η οποία πηγάζει από τον καταγεγραμμένο μισογυνισμό του τελευταιου. Αντιμετωπίζει τη στάση του νεαρού με βδελυγμία˙ φυσικά, ως μαέστρος που διατηρεί απόλυτο έλεγχο της κατάστασης από τη θέση ισχύος που διαθέτει, ενορχηστρώνει μεθοδικά την επίθεσή της προς το πρόσωπό του, με στόχο να τον εξευτελίσει σταδιακά και δίχως περιττές εντάσεις.
Είναι μία κομβική στιγμή στο έργο, πυκνή και πολυσήμαντη, ενδεικτική της επιμέλειας που επέδειξε ο Φιλντ στη σύλληψη και απεικόνιση του βασικού χαρακτήρα. Αυτό που εμφανίζεται αρχικά ως άμυνα απέναντι σε μια νέα κοσμοθεωρία που εκθρονίζει για εξωκαλλιτεχνικούς λόγους ιερά είδωλα παραγνωρίζοντας την αξία του καλλιτεχνικού τους έργου, και ως τέτοια βρίσκει αυτοστιγμεί αρκετούς οπαδούς ανάμεσα σε εκείνους που νιώθουν αμήχανα ως προς το αναθεωρητικό zeitgeist της σημερινής πολιτισμικής πραγματικότητας, αποκτά εν τέλει διαστάσεις πρόωρης απολογίας. Η Λίντια υπεραμύνεται του Μπαχ στα μάτια του νεανικού κοινού της σχηματίζοντας τις πρώτες υπερασπιστικές γραμμές της απέναντι σε ένα μέλλον που της επιφυλάσσει μία θέση στα μαύρα κατάστιχα της ιστορίας με τρόπο που ουδέποτε μπορούσε να φανταστεί. Εμφανίζει όμως υπερβάλλουσα επιθετικότητα, τέτοια που το υποτιθέμενο δίκαιο της καλλιτεχνικής της στάσης σταδιακά υποχωρεί, δίνοντας τη θέση του σε μία επίδειξη φιλαυτίας που αργότερα θα της κοστίσει.
Φυσικά, η θέση της δεν είναι ακραιφνώς καιροσκοπική, αφού η Λίντια ανασαίνει νότες νυχθημερόν και διαθέτει πληρέστατη μουσική κατάρτιση. Το ταλέντο της δεν έχει κάτι το θεόσταλτο, δε θυμίζει καθόλου τον Αμαντέους της ομώνυμης ταινίας. Είναι απολύτως υπεύθυνη και για την ομορφιά του έργου της και για την ασχήμια των πράξεων της, η συνείδησή της είναι ακλόνητη σε κάθε της έκφανση. Μπορεί άραγε ο προβληματικός χαρακτήρας της να αποτελέσει δείκτη αξιολόγησης του έργου που παράγει; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει απαρέγκλιτη εφαρμογή το δόγμα του «θανάτου του συγγραφέα» που θέλει το έργο αποκομμένο από τον δημιουργό του. Ο χαρακτήρας, όπως και οι περιστάσεις που περιβάλλουν το έργο, μας δίνουν απλώς ένα αχνό ερμηνευτικό φως για να πλοηγηθούμε στα νεφελώδη σύμπαντα της δημιουργίας και της έμπνευσης. Άλλωστε, τέχνη η οποία παράγεται αποκλειστικά και μόνο ως αποκύημα του χαρακτήρα όσων την παράγουν, χωρίς την παρεμβολή μίας μυστικιστικής σχεδόν λειτουργίας που τη μετατρέπει σε κάτι το αυθύπαρκτο, είναι μάλλον ρομποτική, όπως θα το έθετε και η ίδια η Λίντια.
Το Tár είναι ένα φιλμ αινιγμάτων και ερωτήσεων, όχι κατηγορηματικών απαντήσεων. Η φιλοσοφική του στάση αποτυπώνεται εμφατικά στη φωτογραφία του Φλόριαν Χοφμάιστερ, με το γκρίζο να κυριαρχεί στην παλέτα του, καταδεικνύοντας με κινηματογραφικό τρόπο τη θέση ότι σπανίως τα δίπολα των ακραία πολωμένων θέσεων περικλείουν τις σύνθετες όψεις της πραγματικότητας. Η αμφιβολία, βέβαια, δεν έγκειται στο κατά πόσο η Λίντια έχει πράξει όσα της καταλογίζουν. Παρότι δε βλέπουμε τις πιο παθογενείς συμπεριφορές της, δεν απομένει χώρος να αμφισβητήσουμε την αλήθεια και το βαρύ φορτίο όσων καταγγέλλονται εναντίον της, τα οποία ούτως ή άλλως δεν αναλύονται διεξοδικά, καθότι δε βρίσκονται στο κέντρο της αφήγησης. Το γκρίζο αφορά την απάντηση που αρμόζει σε αυτές τις πράξεις, την έκταση της απαξίας που επιφυλάσσουμε απέναντί τους.
Αντίστοιχα, η σκιαγράφηση της αντιηρωίδας ως πολύπλευρης οντότητας και όχι ως ανθρωπόμορφου τέρατος ή έστω στερεοτυπικά προβληματικής ιδιοφυΐας την καθιστά προσιτή, γήινη, άρα και ερμηνεύσιμη, ασχέτως αν κατοικεί σε ένα σύμπαν ξένο στους περισσότερους από εμάς. Οπωσδήποτε έχει προβεί σε αποκρουστικές ενέργειες, έχει εκμεταλλευτεί τη θέση της με εξοργιστική καταχρηστικότητα και οφείλει να έρθει αντιμέτωπη με τις συνέπειες των πράξεών της. Η δυσμένεια που την περιμένει είναι πέρα για πέρα δίκαιη, αυτό όμως δε σημαίνει ότι στην ψυχή της κατοικεί αποκλειστικά και μόνο το σκότος και το κακό και άρα η καλλιτεχνική της δραστηριότητα, χάρη στην οποία παράγεται αληθινή ομορφιά, είναι μία δομική ανωμαλία του συστήματος. Οι άνθρωποι είναι ικανοί για το καλό και το κακό την ίδια στιγμή, αυτή είναι μία τρομακτικά πραγματική αντίφαση, αλλά θυμίζει ότι δεν πρόκειται για στατικά όντα με προτετελεσμένες αποκρίσεις, αμετάβλητα στον χρόνο. Τόσο η Λίντια όσο και αυτοί που πλαγίως επωφελήθηκαν από την αναλγησία της, οφείλουν να εισπράξουν την πρέπουσα αποδοκιμασία, αλλά διατηρούν τη δυνατότητα να αλλάξουν ρότα μέχρι να αδειάσει η κλεψύδρα τους. Το ειλικρινές μίας ενδεχόμενης μεταστροφής τους είναι πάντα προς συζήτηση, αλλά το δικαίωμα επανεφεύρεσης εαυτού είναι μάλλον αναφαίρετο.
Ο χρόνος είναι κυριαρχικός παράγοντας στη διάρθρωση του ίδιου του φιλμικού κείμενου. Το μοντάζ της Μόνικα Βίλι οδηγεί την ταινία αρχικά σε μεγάλης διάρκειας σεκάνς, όσο η Ταρ απολαμβάνει την κορυφη του κόσμου, αλλάζοντας (ίσως και λίγο άκομψα) τον ρυθμό του έργου προς το αισθητά ταχύτερο όσο προσεγγίζει τη βίαιη πτώση και την αναπόδραστη αυλαία της. Εκείνη, ευρισκόμενη σε μία θέση σχεδόν επιδεικτικής εξουσίας (η πυραμιδική απεικόνιση της ορχήστρας που θέτει στην κορυφή τη μαέστρο είναι αναντίρρητα μία από τις χαρακτηριστικότερες εξουσιαστικές δομές στην τέχνη), διαπράττει διπλή ύβρι. Αφενός, μεθά από την ψευδαίσθηση αιωνιότητας που γεννά ο απόλυτος έλεγχος, κάλπικο ελιξίριο αθανασίας, σαν να μη μπορεί ούτε ο ίδιος ο χρόνος να την πλήξει, αφού άλλωστε τον ελέγχει. Αφετέρου, αισθάνεται την ισχύ της ανέλεγκτη, επιχειρώντας να επαναλάβει για μία ακόμα φορά τους όρους του εξουσιαστικού σχήματος στην προσωπική της ζωή, ωθούμενη από την παρουσία μίας καινούριας τσελίστριας στην ορχήστρα.
Ο Φιλντ παιχνιδίζει και ως προς τους έμφυλους ρόλους, αποτολμώντας να απαντήσει μέσω του έργου και στο εύλογο ερώτημα: γιατί να διαλέξει μία ομοφυλόφιλη γυναίκα στο ρόλο του εξουσιαστή που κακοποιεί ανερυθρίαστα, όταν ο κόσμος είναι γεμάτος από στρέιτ άνδρες σε αντίστοιχες θέσεις; Για να ανατρέψει τις προσδοκίες μας, απαντά, για να διαστρεβλώσει αυτά που θα προσμέναμε να δούμε στην αναμενόμενη συνθήκη, και το πηγαίνει -μέσω της ενδυματολογίας και όχι μόνο- ένα βήμα παραπέρα. Η Λίντια δεν συγκινείται από τις έμφυλες αφηγήσεις, απαντά στις σχετικές ερωτήσεις με παγερή πυγμή και απαξίωση. Κυριαρχεί σε ένα ανδροκρατούμενο στερέωμα, συνεπώς κατά τεκμήριο έχει βρεθεί αντιμέτωπη με δυσχερέστερες καταστάσεις σε σχέση με έναν άνδρα συνάδελφό της. Η θέση από την οποία κρατάει τα ηνία, όμως, είναι κομμένη και ραμμένη σε ανδρικές διαστάσεις, όπως έχουν διαμορφωθεί κοινωνικά. Η συμπεριφορά της, επαγγελματική και προσωπική, επιτελεί τη θεσμική αρρενωπότητα της θέσης της (η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως «πατέρας» της κόρης της σε μια σημαντική στιγμή). Η ατιμωρισία, άλλωστε, όπως και η συσκότιση των κακοποιητικών συμπεριφορών, συνιστούν στον ιστορικό χρόνο χαρακτηριστικά ανδρικά προνόμια, η παρουσία μίας γυναίκας σε μία αντίστοιχη θέση δεν αναιρεί την καταγεγραμμένη αλήθεια.
Η Λίντια Ταρ είναι μία κατασκευασμένη προσωπικότητα˙ εφηύρε εαυτήν ώστε να θριαμβεύσει στα πόντιουμ και να χτίσει αρραγές πλέγμα εξουσίας εκτός αυτού. Διατείνεται ότι παραδίδει την ταυτότητά της στη μουσική, ως υπηρέτρια της τέχνης που εξευγενίζει και ανυψώνει πέραν των καθημερινών τριβών, αλλά η μουσική σχεδόν απουσιάζει από την ταινία. Στην πραγματικότητα κρύβεται μέσα στις νότες του Μάλερ για να μην αντικρίσει τις πράξεις της, η συνείδησή της όμως είναι άοκνη και επιμένει βρίσκοντας χίλιους τρόπους να της υπενθυμίσει την παρουσία της, ιδίως μέσω της οξυμένης ευαισθησίας της στους ήχους. Ένας μετρονόμος που της θυμίζει ότι πρέπει να ξαναβρεί το ρυθμό της εποχής χτυπά συνεχώς, αναμένοντας πότε θα τον υπακούσει. Ο θάνατος και το γήρας την περιβάλλουν στο πρόσωπο της γειτόνισσάς της. Ο φόβος και οι ενοχές της σημαδεύουν ολοένα και ευκρινέστερα το κείμενο του έργου, που παίρνει σχεδόν τη μορφή μίας ιστορίας φαντασμάτων, με το μοτίβο του αριθμού πέντε να επανέρχεται όπως θα συνέβαινε σε ένα θρίλερ ψυχολογικού τρόμου.
Δεν αφηγείται όμως μία ιστορία μετάνοιας ο Φιλντ˙ αυτή θα ήταν διδακτικότερη διέξοδος από την επιδιωκόμενη. Η επίκληση στην αθωότητα της κόρης της, η οποία την συγκινεί αυθεντικά, εξαντλείται σε εκδηλώσεις προστατευτικότητας, ώστε η μικρή να μη βρεθεί προ του σάπιου κόσμου που έχουν ενορχηστρώσει άνθρωποι σαν τη Λύντια. Η επιστροφή της στο πατρογονικό σπίτι αποδεικνύεται ανώφελη, το πιάνο του γυρισμού ξεκούρδιστο και κακόηχο, οι διαπροσωπικές της σχέσεις προ πολύ διαρραγείσες. Η Ταρ εξακολουθεί να χρειάζεται κοινό επί του οποίου η παρουσία της θα δεσπόσει και για να το βρει ίσως χρειαστεί να ξεμακρύνει αισθητά, μακριά από τις περίλαμπες τελετουργίες της Δύσης. δε θα είναι η πρώτη φορά που θα βρεθεί εκτός του γνώριμου πλέγματος της Δυτικής κλασικής μουσικής, έχει θητεύσει στο Περού μελετώντας τη μουσική των ιθαγενών προτού διαπρέψει στις μητροπόλεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Σε μία τροπή μεγάλης σημειολογικής αξίας, θα βρεθεί στις Φιλιππίνες, με την ίδια στιβαρότητα και το ίδιο σφρίγος να διευθύνει μία νεανική ορχήστρα, στο πλαίσιο μίας συνοδευτικής προβολής για ένα βιντεοπαιχνίδι, με το κοινό μασκαρεμένο αναλόγως. Εκεί, μέσα σε ένα περιβάλλον σαρκαστικής αντίθεσης με τα όσα έχουν προηγηθεί, το οποίο θέτει και τη συζήτηση περί προνομίων και ευαισθητοποίησης σε μία εντελώς διαφορετική βάση, θα αποχαιρετήσει τη σταδιοδρομία της στις μεγάλες αίθουσες της μεταβαλλόμενης πολιτισμικά Δύσης. Ηττημένη από μία καινοφανή κυρίαρχη ιδεολογία που θέτει ακόμα και τους μέγιστους της τέχνης ενώπιον των συνεπειών που τους αρμόζουν, έστω και αναδρομικά ή μετά θάνατον, δίχως να βρίσκει καταφύγιο ούτε στην απρόσβλητη -ως νόμιζε- αίγλη της κλασικής μουσικής.
Το φιλμ του ακριβοθώρητου Τοντ Φιλντ καλεί το κοινό σε μία διαδικασία εγκεφαλική και απαιτητική. Είναι ψυχρό και αινιγματικό, δίχως να ορίζει ως αυτοσκοπό του να διχάσει ή να παραμείνει κρυπτικό, αλλά για να θέσει ερωτήματα χωρίς να διαθέτει εύχρηστο λυσάρι. Οπλισμένο με μία θηριώδη ερμηνεία από την Κέιτ Μπλάνσετ, κινείται σε ράγες κλινικής αυστηρότητας παρόμοιες με αυτές της Αόρατης Κλωστής του Πολ Τόμας Άντερσον, με αφηγηματική στιβαρότητα και οικονομία που θυμίζει Μίκαελ Χάνεκε (η μοντέζ άλλωστε είναι η ίδια) ως προς τον έλεγχο των εκφραστικών μέσων και τον πλούτο των λεπτομερειών. Ο Φιλντ σκοπίμως αποφεύγει τη χρήση μίας καθιερωμένης κοινωνικά ορολογίας στην προσέγγιση των θεματικών του προκειμένου να αποκοιμίσει μία αυτόματη αντίδραση εκ μέρους του κοινού ως προς τα τεκταινόμενα. Έτσι, διατηρεί το άχρονο της περίτεχνης αυτής κατασκευής, δίχως να το θυσιάζει για να εμπλακεί ευθέως σε έναν διάλογο με αμφίβολες προτάσεις και περιττές βεβαιότητες.